Tο χαρακτηριστικό καρέ μαλλί της Άννα Γουίντουρ και τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου έχουν γίνει αναγνωρίσιμα σύμβολα της προσωπικότητάς της πέρα από τον χώρο της μόδας και της εκδοτικής βιομηχανίας. Και η απόφασή της να αποχωρήσει από τη θέση της αρχισυντάκτριας της Vogue, μετά από 37 χρόνια, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.

Η 75χρονη Γουίντουρ ανακοίνωσε σήμερα στους υπαλλήλους της ότι αποχωρεί από τη θέση αλλά θα παραμείνει παγκόσμια διευθύντρια περιεχομένου της Condé Nast και παγκόσμια διευθύντρια σύνταξης της Vogue.

Ο πιθανός διάδοχος

Αν και ο διάδοχος της Γουίντουρ δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί, φήμες ανέφεραν την Τσιόμα Νάντι, η οποία είναι αυτή τη στιγμή επικεφαλής εκδοτικού περιεχομένου της British Vogue.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Women’s Wear Daily (WWD), η Γουίντουρ ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός νέου ρόλου: επικεφαλής του εκδοτικού περιεχομένου. Η ιδέα είναι ότι αυτή η αναδιάρθρωση θα την απαλλάξει από τις καθημερινές επιμελητικές υποχρεώσεις, ώστε να μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στις παγκόσμιες αγορές της Vogue.

Ως διευθύντρια περιεχομένου της Condé Nast η Γουίντουρ επιβλέπει κάθε brand παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων τα Wired, Vanity Fair, GQ, AD, Condé Nast Traveler, Glamour, Bon Appétit, Tatler, World of Interiors, Allure και άλλα, με εξαίρεση το The New Yorker.

Ανέλαβε αυτούς τους διευρυμένους ρόλους πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, όταν η Condé Nast αναδιαμόρφωσε τη δομή της παγκόσμιας σύνταξης, ενοποιώντας για πρώτη φορά τις συντακτικές ομάδες σε όλο τον κόσμο. Έκτοτε, ο εκδοτικός οίκος αντικατέστησε αρκετούς αρχισυντάκτες της Vogue διεθνώς με επικεφαλής εκδοτικού περιεχομένου, μεταξύ άλλων στην Ιαπωνία, Κίνα, Ινδία, Ταϊβάν, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία και Μέση Ανατολή.

Ποια είναι η Άννα Γουίντουρ

Η Γουίντουρ μεγάλωσε με τη δημοσιογραφία στο αίμα της: ο πατέρας της ήταν αρχισυντάκτης της εφημερίδας London Evening Standard από το 1959 έως το 1976 και αυτό την οδήγησε να ξεκινήσει καριέρα στη μόδα σε δύο βρετανικά περιοδικά, προτού μετακομίσει στις ΗΠΑ για να εργαστεί στα New York και House & Garden.

Το 1985 επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να αναλάβει την αρχισυνταξία της βρετανικής Vogue και το 1988 πήγε στη Νέα Υόρκη, αντικαθιστώντας την Γκρέις Μιραμπέλα στην αμερικανική Vogue. Το 2013 ανέλαβε επιπλέον και τον ρόλο της καλλιτεχνικής διευθύντριας της Condé Nast.

Είναι επίσης γνωστή για τη συνεργασία της με το Ινστιτούτο Κοστουμιών του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, το οποίο την τίμησε δίνοντας του το όνομά της το 2014. Έχει την επιμέλεια της ετήσιας εκδήλωσης Met Gala από το 1995 και, σύμφωνα με το Business Insider, η ηγεσία της έχει συμβάλει στη συγκέντρωση περίπου 186 εκατομμυρίων δολαρίων για το Ινστιτούτο. Μόνο φέτος, το Met Gala συγκέντρωσε το ρεκόρ των 31 εκατομμυρίων δολαρίων για την έκθεση «Superfine: Tailoring Black Style».

Η Γουίντουρ, που υποστηρίζει το Δημοκρατικό Κόμμα έχει φιλοξενήσει κορυφαίες εκδηλώσεις συγκέντρωσης κεφαλαίων για υποψηφίους όπως ο Μπαράκ Ομπάμα και η Χίλαρι Κλίντον. Η τελευταία μάλιστα έλαβε την πρώτη προεδρική υποστήριξη του περιοδικού Vogue τον Οκτώβριο του 2016.

Η Condé Nast και συγκεκριμένα η Γουίντουρ έχουν δεχθεί στο παρελθόν επικρίσεις για την έλλειψη ποικιλομορφίας στον οργανισμό και τη μεταχείριση μαύρων εργαζομένων. Μάλιστα αναφορές για «τοξική κουλτούρα» στο Bon Appétit οδήγησαν στην παραίτηση του Άνταμ Ράποπορτ. Σε email προς το προσωπικό το 2020, που διέρρευσε από το Page Six, η Γουίντουρ παραδέχτηκε ότι «η Vogue δεν έχει βρει αρκετούς τρόπους να αναδείξει και να δώσει χώρο σε μαύρους συντάκτες, συγγραφείς, φωτογράφους, σχεδιαστές και άλλους δημιουργούς.»