Η σύγχρονη ιατρική έρευνα και οι θεραπευτικές προσεγγίσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το ανδρικό σώμα ως «τυπικό» πρότυπο.

Όμως, η πρακτική αυτή κρύβει μια σιωπηρή αλλά σοβαρή συνέπεια: οι γυναίκες περνούν σημαντικά μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους υποφέροντας από νοσήματα που διαγιγνώσκονται καθυστερημένα και αντιμετωπίζονται λιγότερο αποτελεσματικά.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) και του Ινστιτούτου Υγείας McKinsey, το χάσμα αυτό δεν επηρεάζει μόνο την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων γυναικών παγκοσμίως, αλλά κοστίζει και στην παγκόσμια οικονομία περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια κάθε χρόνο.

Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης είναι σχεδιασμένο με επίκεντρο τον άνδρα, παραμερίζοντας τις ιδιαιτερότητες της γυναικείας φυσιολογίας.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ανισότητες στην πρόσβαση, τη διάγνωση και την αποτελεσματικότητα των θεραπειών, όπως γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτό κι από τα σχετικά δεδομένα.

Η ιατρική έρευνα «αγνοεί» τις γυναίκες

Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και το McKinsey Health Institute, το χάσμα στις ιατρικές έρευνες μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει δημιουργηθεί καθώς η ιατρική έρευνα, παραδοσιακά, εστιάζει στην ανδρική φυσιολογία και τα δεδομένα που συγκεντρώνονται για τη γυναικεία υγεία είναι περιορισμένα.

Μόνο το 7% της χρηματοδότησης για ιατρική έρευνα παγκοσμίως αφιερώνεται σε θέματα υγείας που αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες.

Οι αριθμοί «μιλούν» καταδεικνύοντας το ανησυχητικό χάσμα υγείας. Μόνο το 1/3 των συμμετεχόντων σε κλινικές δοκιμές φάσης 1 είναι γυναίκες.

Οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται σε κρίσιμους τομείς της έρευνας, όπως η καρδιολογία και η ογκολογία, ενώ η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και τις μη λευκές γυναίκες.

Μόλις το 5% των φαρμάκων στην Ευρώπη εγκρίνεται για χρήση πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την εγκυμοσύνη – αφήνοντας εκατομμύρια γυναίκες να λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση.

Η ανισότητα αυτή εντείνεται από την υποεκπροσώπηση των γυναικών, ιδίως των εγκύων, των γυναικών σε γαλουχία, των μετεμμηνοπαυσιακών, αλλά και των γυναικών με διαφορετικό φυλετικό υπόβαθρο—σε βασικούς τομείς ιατρικής έρευνας όπως η καρδιολογία και η ογκολογία.

Οι μοναδικές ανάγκες υγείας των γυναικών παραμένουν ανεπαρκώς διερευνημένες και δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς.

Στο παραπάνω γράφημα αποτυπώνονται οι αιτίες για τις ανισότητες στην ιατρική έρευνα μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Για παράδειγμα, θεραπείες για καρδιαγγειακά νοσήματα, μία από τις πιο συχνές αιτίες θανάτου παγκοσμίως, αποδεικνύονται συχνά λιγότερο αποτελεσματικές στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.

Μόνο το 7% των μελετών ημικρανίας και το 17% των μελετών ισχαιμικής καρδιοπάθειας δημοσιεύουν αποτελέσματα με βάση το φύλο.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της καρδιακής προσβολής, όπου οι γυναίκες έχουν 20% υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας μετά από μια επέμβαση αποκατάστασης σε σχέση με τους άνδρες ασθενείς.

Αντίστοιχα, οι θεραπείες για το άσθμα, που θεωρούνται κοινές για όλους τους ασθενείς, έχουν 20% χαμηλότερη αποτελεσματικότητα στις γυναίκες.

Αυτά τα δεδομένα δείχνουν καθαρά ότι οι γυναίκες συχνά υποβάλλονται σε θεραπείες που δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψιν την ιδιαίτερη φυσιολογία τους, με αποτέλεσμα σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο επιδείνωσης της υγείας τους.

Η παραμέληση της γυναικείας φυσιολογίας στην έρευνα δεν έχει μόνο άμεσες επιπτώσεις στην υγεία, αλλά ενισχύει και το ευρύτερο πρόβλημα της υποεκτίμησης των ασθενειών που επηρεάζουν κυρίως γυναίκες, όπως η ενδομητρίωση, η εμμηνόπαυση και άλλα γυναικολογικά ζητήματα.

Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη η έρευνα να στραφεί προς μια ισότιμη και δίκαιη προσέγγιση, αναγνωρίζοντας και ενσωματώνοντας την ιδιαιτερότητα του γυναικείου σώματος στην ανάπτυξη νέων θεραπειών.

Οι γυναίκες ασθενούν σημαντικά περισσότερο από τους άνδρες

Παρά τη γενική παραδοχή ότι οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άνδρες, η πραγματικότητα πίσω από τους αριθμούς είναι πολύ διαφορετική.

Ζουν περισσότερο, αλλά περνούν μεγάλο διάστημα της ζωής τους αντιμετωπίζοντας κρίσιμα προβλήματα υγείας.

Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και του Ινστιτούτου Υγείας McKinsey, οι γυναίκες περνούν κατά μέσο όρο το 25% περισσότερο χρόνο της ζωής τους υποφέροντας από νοσήματα και χρόνιες παθήσεις.

Αυτή η πραγματικότητα συχνά έχει τεράστιες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, την καθημερινότητα, αλλά και την οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών.

Σε αντίθεση με το στερεότυπο πως η αυξημένη νοσηρότητα οφείλεται μόνο σε ασθένειες που αφορούν αποκλειστικά την φυσιολογία των γυναικών, όπως οι γυναικολογικές παθήσεις και οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης, έχει να κάνει και με προβλήματα υγείας που επηρεάζουν τις γυναίκες με διαφορετικό τρόπο από τους άνδρες.

Για παράδειγμα, τα αυτοάνοσα νοσήματα, οι αγχώδεις διαταραχές, η κατάθλιψη και οι χρόνιες ημικρανίες εμφανίζονται με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα και σοβαρότητα στις γυναίκες, ενισχύοντας έτσι την αόρατη πλευρά της γυναικείας νοσηρότητας.

Το χάσμα είναι εμφανές: παραδείγματα

  • Καρδιακές παθήσεις
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο
  • Ψυχική υγεία
  • Ενδομητρίωση
  • Αυτισμός
  • Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας ή ΔΕΠΥ
  • Αυτοάνοσα νοσήματα

Το ανωτέρω γράφημα αποκαλύπτει την κατανομή των ασθενειών που πλήττουν δυσανάλογα τις γυναίκες και αναδεικνύει τη βαρύτητα ασθενειών που συνήθως υποεκτιμώνται ή αγνοούνται από τα συστήματα υγείας.

Ακόμη πιο σημαντική είναι η καθημερινή επιβάρυνση που συνεπάγεται η καθυστέρηση στη διάγνωση ή στην αποτελεσματική θεραπεία.

Ασθένειες όπως η ενδομητρίωση και οι πολυκυστικές ωοθήκες διαγιγνώσκονται με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αφήνοντας τις γυναίκες να υποφέρουν σιωπηλά για χρόνια, επιδεινώνοντας την ποιότητα ζωής τους και περιορίζοντας τις κοινωνικές, επαγγελματικές και οικονομικές τους συνθήκες.

Ελλιπή δεδομένα σημαίνουν καθυστερήσεις στη διάγνωση

Η έλλειψη επαρκών και αξιόπιστων δεδομένων για τη γυναικεία υγεία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπειών.

Το πρόβλημα ξεκινά από τον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται και αναλύονται τα δεδομένα υγείας: μόνο οι μισές περίπου από τις ιατρικές μελέτες και δοκιμές παρέχουν στοιχεία αναλυμένα με βάση το φύλο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ενδομητρίωση, μια πάθηση που σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας επηρεάζει περίπου το 10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας παγκοσμίως, αλλά καταγράφεται με σημαντικά χαμηλότερη συχνότητα στα επίσημα δεδομένα, λόγω των καθυστερήσεων στη διάγνωση που μπορεί να φτάσουν ακόμα και τη δεκαετία.

Tο σημαντικό έλλειμμα στα δεδομένα επηρεάζει και τις κλινικές δοκιμές νέων φαρμάκων και θεραπειών. Όταν τα δεδομένα είναι ανεπαρκή, η ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων καθυστερεί, με αποτέλεσμα εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο να μην έχουν πρόσβαση σε θεραπείες που ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ανάγκες.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του χάσματος

Το χάσμα στην υγεία των γυναικών υπολογίζεται ότι μπορεί να κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως έως το 2040.

Αυτή η απώλεια είναι αποτέλεσμα της μειωμένης παραγωγικότητας, των πρόωρων θανάτων, των μακροχρόνιων ασθενειών και της χαμηλότερης συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας λόγω χρόνιων προβλημάτων υγείας.

Το παραπάνω γράφημα αναδεικνύει το εκτιμώμενο κόστος του χάσματος υγείας, αποτυπώνοντας την οικονομική απώλεια που προκύπτει από την ανεπαρκή αντιμετώπιση των ασθενειών που επηρεάζουν τις γυναίκες.

Το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικού αντίκτυπου προέρχεται από τις χρόνιες παθήσεις και διαταραχές που οδηγούν σε χαμηλότερη εργασιακή απόδοση και παραγωγικότητα.

Ασθένειες όπως οι χρόνιες ημικρανίες, η κατάθλιψη, το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο και άλλες γυναικολογικές παθήσεις μειώνουν σημαντικά τις δυνατότητες των γυναικών να συμμετάσχουν ανεμπόδιστα και επί ίσοις όροις στην αγορά εργασίας.

Η αλλαγή είναι δυνατή;

«Πρέπει να σταματήσουμε να χωρίζουμε τις γυναίκες σε μέρη του σώματός τους και να κατανοήσουμε ότι η υγεία των γυναικών περιλαμβάνει καταστάσεις που επηρεάζουν ολόκληρο το σώμα τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους», ανέφερε η νευροεπιστήμονας Anna Bode.

Πέρα από τα οικονομικά, η πραγματική νίκη στο κλείσιμο του χάσματος στην υγεία των γυναικών θα είναι η διαρκής βελτίωση της υγείας και της ευημερίας των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Η ανάγκη για αλλαγή είναι αδιαμφισβήτητη και επείγουσα.

Είναι δυνατή αυτή η πολυπόθητη αλλαγή; Η Παγκόσμια Συμμαχία για την Υγεία των Γυναικών έχει εκδώσει μια Λευκή Βίβλο που υποστηρίζει αλλαγές πολιτικής για την προώθηση της καινοτομίας και της συμμετοχικότητας στην υγεία των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της πιο αντιπροσωπευτικής κλινικής έρευνας.

Η νέα Λευκή Βίβλος της Συμμαχίας χαράζει μια στρατηγική πορεία για την κάλυψη του ερευνητικού κενού στην υγεία των γυναικών, με πρακτικές συστάσεις πολιτικής που μπορούν να οδηγήσουν σε συντονισμένη δράση.

Οι 5 βασικοί πυλώνες:

  1. Παροχή κινήτρων για καινοτομία στην έρευνα υγείας των γυναικών.
  2. Αυξημένη συμμετοχή γυναικών σε κλινικές δοκιμές.
  3. Καλύτερη αναφορά δεδομένων με βάση το φύλο.
  4. Σχεδιασμός δοκιμών που λαμβάνουν υπόψη βιολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων.
  5. Ενημέρωση ιατρικών κατευθυντήριων γραμμών και ετικετών φαρμάκων με βάση αυτές τις διαφορές.

«Η προώθηση της έρευνας για την υγεία των γυναικών είναι αναπόσπαστο στοιχείο της προόδου της ίδιας της επιστήμης.

Δίνοντας προτεραιότητα στις μοναδικές βιολογικές διαφορές των γυναικών, διευρύνουμε τα όρια της γνώσης με τρόπους που ωφελούν όλους», τονίζει η Emily Fitzgerald, Επικεφαλής Πρωτοβουλιών, Υγεία των Γυναικών, Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.