Μια απολαυστική εμπειρία είναι η συνάντηση με τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Κάθε φορά ξεπηδούν σκέψεις, ιδέες, απόψεις που επιβεβαιώνουν την ευφυΐα, το ταλέντο, την περιπαικτική του διάθεση για το θέατρο και τη ζωή. Αλλοτε υπαινικτικός, άλλοτε άμεσος, σχολιάζει με τους δικούς του όρους όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Τριάντα χρόνια από την πρώτη μας συνέντευξη – αφορμή τότε «Ο κύων» – ο Βασίλης Παπαβασιλείου παραμένει ένας ιδανικός συνομιλητής. Τώρα ανεβάζει Ρίτσο (τον «Αίαντα» σε περιοδεία), το φθινόπωρο Γκολντόνι στο Εθνικό («Ο ιμπρεσάριος από τη Σμύρνη» θα είναι ο 6ος Γκολντόνι του), ποιητές και συγγραφείς που αγαπά – μαζί ο Μαριβό και ο Ευριπίδης, τις αιρετικές τραγωδίες του οποίου θα ήθελε να του εμπιστευτούν, με πρώτο τον «Ιωνα».

Ο Μανώλης Μαυροματάκης με τη Μάγδα Καυκούλα σε πρόβες της παράστασης του «Αίαντα».

Υπάρχει μια «σχέση» με τον Γιάννη Ρίτσο. Από πού προέρχεται;

«Και να έλεγα όχι, δεν θα με πιστεύατε. Αγαπημένος ποιητής. Στις σχέσεις υπάρχει ένας τρίτος, ο οποίος πάντοτε υποδεικνύει ποιον να αγαπήσεις, ποιον να ερωτευτείς. Πάντα ερωτεύομαστε μέσω τρίτου, το πιστεύω αυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο αγαπημένος μου Θάνος Μικρούτσικος. Ως διευθυντής για ένα πεντάμηνο του Φεστιβάλ, το 1990, μου πρότεινε να κάνω μια σκηνική προσωπογραφία του με τον τίτλο «Ο κύριος Γιάννης Ρίτσος» στην Πνύκα. Ηταν σαν ένα είδος αναλογίου από ποιητικά του έργα. Από την «Τέταρτη Διάσταση» και με εισήγηση του συνεργάτη μου Νίκου Σακαλίδη, που έπαιζε μαζί μου, βάλαμε και ένα τέταρτο από την «Ελένη». Κατόπιν η «Ελένη» αυτονομήθηκε. Από εκεί ξεκίνησαν όλα».

Πώς εξελίχθηκε σε θέατρο;

«Στην περίπτωση του Ρίτσου και μέσω της «Τέταρτης Διάστασης» ανακάλυψα μια θεατρική φλέβα του, μια φλέβα παραστασιακή. Και αυτό πιστεύω ότι έχει να κάνει και με την προσωπικότητά του. Κοντά στα άλλα, ο Ρίτσος πατούσε σε δύο βάρκες, η μία ήταν η μουσική, την αγαπούσε, έπαιζε πιάνο. Η άλλη ήταν που τον οδήγησε να κάνει, για ένα φεγγάρι, τον χορευτή. Το παραστασιακό γεγονός ήταν εκεί. Η απαγγελία, η ανάγνωση των ποιημάτων από τον ίδιο ενέχει πρόδηλη θεατρικότητα, καθώς μπορεί να πει κάποιος ότι υποκύπτει στον νόμο του στόμφου. Συχνά στην πρόβα ήθελα να υποδείξω στον Μανώλη (σ.σ.: Μαυρομματάκη) τρόπους απελευθέρωσης. Γιατί το κείμενο του Ρίτσου μπορεί να σε πνίξει αν δεν κάνεις τη δουλειά αυτή, που αντιβαίνει μια αρχή της εποχής μας, την αρχή της φυσικότητας».

Τι εννοείτε;

«Η φυσικότητα είναι για το θέατρο δίκοπο πράγμα. Και επειδή εμένα όλος μου ο προβληματισμός σε σχέση με το αίνιγμα του θεάτρου προέρχεται από την εμπειρία της σκηνής, του ηθοποιού, έχω δει πώς μπορεί να βραχυκυκλωθεί η εκφραστικότητα των ανθρώπων αν αναχθεί σε απόλυτο δόγμα η φυσικότητα. Πιστεύω ότι τα κείμενα αυτά, γραμμένα μεταξύ 1967-72, όταν ήταν εξόριστος επί δικτατορίας, ήταν και για τον ίδιο ένας καιρός πικρού αναστοχασμού. Και έτσι η διασταύρωση της αρχαίας θεματικής με το τότε παρόν του Αίαντα, του ήρωα που απέρχεται, που ηττάται, επιτρέπει στον Ρίτσο να κάνει μια ανάκληση των δικών του νεκρών, των δικών του συντρόφων. Ολο αυτό διαπερνά το κείμενο, λανθάνει, βγαίνει στην επιφάνεια. Αρα ο ηθοποιός χρειάζεται μια σύνθετη προσέγγιση του υλικού του προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματικό αυτό που εγώ ονομάζω «γεγονός λόγου»».

Δηλαδή;

«Οτι τη μάχη θεάτρου και θεάματος – ιστορική μάχη – πρέπει να τη δούμε μέσα στη συνθήκη του παρόντος. Η γλώσσα έχει απαλλαγεί από ένα μεγάλο μέρος των καθηκόντων της για εμάς τους σημερινούς και έχει υποκατασταθεί, σε μεγάλο βαθμό, από έναν κώδικα, μια εκδοχή της, που θα ονόμαζα μηνυματική. Και αυτό είναι που κάνει την πρόκληση ακόμα μεγαλύτερη. Οσο κι αν έχουμε προχωρήσει στην απελευθέρωση του σώματος, όσο και αν έχουμε κατακτήσει τεχνικές, μέχρι νεωτέρας διαταγής, ηθοποιός είναι ένας ο οποίος κάποια στιγμή είναι καταδικασμένος να ανοίξει το στόμα του. Αυτό ήταν, είναι και θα είναι. Σήμερα οι νέοι ηθοποιοί, και όχι μόνο, είναι παιδιά του μονοτονικού. Το μονοτονικό στο γραπτό μεταφράζεται συχνά στο προφορικό σε άτονο. Η ελληνική γλώσσα είναι τονική. Είναι ένα από τα θέματα που θα μπορούσαν να είχαν απασχολήσει την Ακαδημία Τεχνών, αν είχε ποτέ ιδρυθεί – είχα λερώσει και εγώ τα χέρια μου αναμειγνυόμενος στο δημόσιο κακό προ εικοσαετίας. Είχαμε φτιάξει και σχέδιο νόμου, πενταετούς φοιτήσεως».

Ακόμα το σκέφτεστε;

«Μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά όταν κάποια στιγμή αυτό το θέμα – όχι ο πολιτισμός, πολιτισμός είναι ένας τρόπος να υπεκφεύγουμε και να τα τσουβαλιάζουμε όλα – αντιμετωπιστεί με όρους οικονομικής δραστηριότητας, τότε πιστεύω ότι θα βγουν πολλά στην επιφάνεια. Εφόσον εξακολουθούμε να ισχυριζόμαστε ότι είμαστε το λίκνο του δράματος, της φιλοσοφίας και ότι μιλάμε ως φορείς του λίκνου. Σε εμάς τους Ελληνες δόθηκε το προνόμιο αυτού του τόπου. Με μέτρο το μέγεθος του τόπου βγαίνουμε όλοι οι σημερινοί μικροί και ελάχιστοι, και αυτό σε βάζει εύκολα στον πειρασμό να εκδικηθείς. Υπό αυτή την έννοια η σημερινή ελληνική εκδοχή είναι μια εκδίκηση πάνω στο αρχαίο μεγαλείο».

«Ο Ελλην έναν λογαριασμό είχε πάντα ανοιχτό, με την επιβίωση. Ο Ελλην θαυμάζει τον Μεγαλέξανδρο και τον Οδυσσέα: Συναντώμενοι αυτοί οι δύο τι δίνουν; Τον Καραγκιόζη»

Ο Αίας, το παλαιό, φεύγει μαζί με την εποχή του. Ο Οδυσσέας, το νέο, έρχεται. Είμαστε σήμερα σε αυτό το σημείο;

«Οχι. Αν ταυτίσουμε τον Οδυσσέα με τον νου και τον Αίαντα με τη δράση, δηλαδή έχουμε τον μυαλωμένο και τον φονιά, δεν είναι λάθος. Αλλά μας στερεί μια περαιτέρω διάσταση του πράγματος. Θα έλεγα λοιπόν ότι με την επίκληση του νου κάνουμε επίκληση και ενός άλλου στοιχείου, μιας άλλης πλευράς της ανθρώπινης κατάστασης που λέγεται συμβιβασμός. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές είναι η ήττα της αντισυμβιβαστικής λογικής. Είναι ο καιρός που καλεί σε συμβιβασμό, σε συναινετικές λύσεις. Αυτό στερεί από τους πολιτικούς το φωτοστέφανο του ήρωα. Αλλά όταν διεκδικείται σήμερα στον καιρό μας αυτό το φωτοστέφανο, ο κίνδυνος είναι μεγάλος, να φτάσει στο άλλο άκρο – το γελοίο. Αν σκεφτεί κανείς τι ζήσαμε τη δεκαετία 2010-20, την έξαρση της ηρωομανίας – η απάντηση στα μνημόνια. Και μετά ήρθε η ανώμαλη προσγείωση και υποχρεώθηκαν και αυτοί που δεν διέθεταν να επιστρατεύσουν τον νου τους για να αντέξουν. Από αυτή την άποψη είναι άδοξος ο καιρός μας. Τι έκανε ο Οδυσσέας; Τα κατάφερνε. Είναι ο μέγας καταφερτζής, αρχετυπικός Ελλην. Γιατί ο Ελλην έναν λογαριασμό είχε πάντα ανοιχτό, με την επιβίωση. Ο Ελλην θαυμάζει τον Μεγαλέξανδρο και τον Οδυσσέα: Συναντώμενοι αυτοί οι δύο τι δίνουν; Τον Καραγκιόζη. Ξέρετε, ο Σίλερ έλεγε «να είσαι παιδί του αιώνα σου, όχι δημιούργημά του». Και αυτό καραδοκεί για όλους μας».

Αφορά και το θέατρο;

«Φυσικά. Γι’ αυτό και εγώ λέω στους ηθοποιούς ότι ο ηθοποιός είναι χρονικό της εποχής του, όχι σύμπτωμα. Τώρα το πρόβλημα της θεατρικής πολιτικής επισκιάζεται από τις κατακτήσεις της τελευταίας πενταετίας –  άνθρωποι που ήταν εξωτερικοί στο θέατρο τους δόθηκε η ευκαιρία να βγάλουν λεφτά στην τηλεόραση – αν δεν βγάλεις από την τηλεόραση, δεν θα βγάλεις από πουθενά. Αυτή η πανωλεθρία του οικονομικού θεατρικού συστήματος παίζει, κατά τη γνώμη μου, ρόλο σε ό,τι αφορά το στοίχημα του μέλλοντος. Θα ήταν πολύ επίκαιρο να γίνει μια συζήτηση για τα οικονομικά του θεάτρου. Να βγουν στην επιφάνεια νεόκοποι παραγωγοί που έμαθαν να αγαπούν το θέατρο ενώ είχαν κάτι οίκους ευγηρίας, κάτι ψυχιατρικές κλινικές κ.λπ. – υπάρχουν και θετικές περιπτώσεις παραγωγών. Και ρωτώ: Θέλουμε ηθοποιούς άνω των 60; 60-80;».

Γιατί το λέτε αυτό;

«Αναρωτιέστε πού χωράει σε μια εποχή νεολαγνείας. Δηλαδή αυτό που λέμε θέατρο σημαίνει τέλος της τρίτης ηλικίας; Ο Μινωτής έφτασε στα 90, ο Μινέτι στα 95, δεν θα πω άλλα παραδείγματα. Μερικές φορές σκέφτομαι και το λέω στους δικούς μου ότι θα κάνω μια λίστα με ονόματα ηθοποιών –  όλοι υποχρεωτικά άνω των 60, 60-75. Η δουλειά του θεάτρου είναι μια υπόθεση που ξεκινάει κάποιος εκτοξευόμενος στην πασαρέλα. Μέχρι τα 40 διαμορφώνει την προσωπικότητά του, 40-60 τη σφηρηλατεί, την εμπεδώνει. Από τα 60 και μετά είναι καλλιτέχνης. Πριν είναι ηθοποιός, ταλέντο».

Τι σκέφτεστε για τις διασκευές του αρχαίου δράματος;

«Ζούμε σε μια εποχή που τα πάντα επιτρέπονται. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα αποτέλεσμα κάθε φορά. Αυτό πλέον κατακτήθηκε. Κατακτήσαμε την ελευθερία να κάνουμε πράγματα που δεν ξέρουμε».

«Χωρίς μέθοδο αλλά με σταθερές αναφορές»

Σκηνοθετείτε ακολουθώντας μια μέθοδο;

«Οχι. Μπορεί να μην έχω μέθοδο και σύστημα σαν τον φίλο μου τον Θόδωρο (σ.σ.: Τερζόπουλο) αλλά έχω σταθερές αναφορές στις οποίες επανέρχομαι και ανανεώνω την ερευνητική μου διάθεση – Γκολντόνι, Μαριβό, Ρίτσος. Το σύστημα είναι ένα στοιχείο ταυτότητας. Εγώ έχω την κύληση ανάμεσα σε διάφορους πόλους και στη σταθερότητα – ενώ δεν μπορώ να υπερηφανευτώ για σταθερότητα στο πεδίο της προσωπικής μου ζωής. Οπότε είμαι στην επαγγελματική μου».

«Αίας»

Παραγωγή: ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης.

Παραστάσεις: 26/7 Παπάγου – 27/7 Βύρων (21.30).