Στις 6 Ιουνίου 1944 δόθηκε το σύνθημα για τη λεγόμενη «μητέρα όλων των μαχών» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την Απόβαση στη Νορμανδία.

Ύστερα από πολύμηνη και, υπό άκρα μυστικότητα προετοιμασία, οι Σύμμαχοι επιτίθενται στις υπό γερμανική κατοχή βόρειες ακτές της Γαλλίας. Όπως θα αποδειχθεί λίγο αργότερα, η απόβαση αυτή θα είναι η αρχή του τέλους για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα των δυνάμεων του Άξονα.

Μιας και τα περισσότερα έχουν πια γραφτεί για την σπουδαία αυτή στρατιωτική επιχείρηση θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε κάποιες όχι και τόσο συχνά αναφερόμενες πτυχές της Απόβασης στη Νορμανδία.

Η θυσία των γάλλων αμάχων

Όπως αναφέρει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 13ης Δεκεμβρίου 2009, ο συγγραφέας Άντονι Μπίβορ, ειδήμων στα θέματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γράφει στο βιβλίο του «Η απόβαση στη Νορμανδία και το τέλος του πολέμου» για τον φόρο αίματος που κλήθηκαν να πληρώσει Γαλλία στα πλαίσια της Απόβασης.

«Είκοσι περίπου χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν συνολικά κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε και τους 15.000 που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών βομβαρδισμών για την επιχείρηση Οverlord.

»Ο συνολικός αριθμός των γάλλων αμάχων που σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων φθάνει τις 70.000, υπερβαίνει δηλαδή τον αριθμό των Βρετανών που σκοτώθηκαν εξαιτίας των γερμανικών βομβαρδισμών.

»Το γεγονός πυροδότησε πριν από χρόνια μια σειρά από συζητήσεις και αντιγνωμίες που ακόμη συνεχίζονται. Η Νορμανδία έσωσε τη Γαλλία αλλά ο φόρος αίματος που πλήρωσε ήταν βαρύτατος.

»Η D-Day (η ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία) είχε εντυπωσιάσει ακόμη και τον Στάλιν, ο οποίος σε μια επιστολή του στον Τσόρτσιλ έγραψε ότι  “ποτέ στα χρονικά του πολέμου δεν είχε αναληφθεί ένα τέτοιο εγχείρημα”».

Οι επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων των Συμμάχων

Τι αντίκρισαν οι Γερμανοί

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 13ης Σεπτεμβρίου 1979 μεταφέρει τη μαρτυρία του ταγματάρχη των Ναζι, Βέρνερ Πλούσκατ, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που αντίκρυσαν τον συμμαχικό στόλο στα ανοιχτά των ακτών της Νορμανδίας:

«Ο Ταγματάρχης Βέρνερ Πλούσκατ κοίταξε απ’ το παρατηρητήριο μακριά στη θάλασσα και είδε την πρώτη αχτίνα της αυγής, που προσπαθούσε να αντιταχθεί στο σκοτάδι της νύχτας.

»Μια πλειάδα μικρές κουκίδες, που τον ξάφνιασαν κι έτρεξε στο τηλεσκόπιο για να εξακριβώσει περί τίνος επρόκειτο. Το έστριψε προς όλες τις κατευθύνσεις κι ένιωσε το μεγαλύτερο σοκ της ζωής του:

»Ο ορίζοντας σαν από κάποιο μαγικό χέρι είχε χρωματιστεί από πλοία, σκάφη, όλων των μεγεθών και των ειδών, μικρά, μεταφορικά, μεγάλα, πολεμικά, μεταγωγικά, αποβατικά – μια εικόνα φάντασμα, που σαν να είχε προβάλλει ξαφνικά απ’ το τίποτα.

»Ο Πλούσκατ όρμησε στο τηλέφωνο και πήρε το αρχηγείο της 352ας Μεραρχίας, που βρισκόταν στην κοντινότερη απόσταση:

» «Μπλοκ», φώναξε ο Πλούσκατ στο συνάδελφό του ταγματάρχη που είχε αυτό το όνομα και σήκωσε το τηλέφωνο:

“Η απόβαση θα γίνει στη δική μας ακτή. Σε μικρή απόσταση από μας πρέπει να ‘ναι μαζεμένα χιλιάδες σκάφη”

»Αυτή ήταν η πρώτη σκηνή απ’ το δυτικό μέτωπο, που άνοιγε την αυλαία της τρίτης και τελευταίας φάσης της γιγάντιας σύγκρουσης στην Ευρώπη.

«Την αυγή, στις 6:30 άρχισαν ν’ αποβιβάζονται δύο εκατομμύρια άντρες, ενώ πάνω από τις ακτές είχαν σκεπάσει τον ουρανό τα συμμαχικά αεροπλάνα.

»Μια έκτακτη στη σύλληψη παραπλανητική ενέργεια των Άγγλων, που έριξαν αλεξιπτωτιστές – κούκλες στην περιοχή του Καλαί, νωρίτερα τη νύχτα έστρεψε τη γερμανική διοίκηση προς εκείνη την κατεύθυνση, γιατί πίστεψε πως στο σημείο εκείνο θα γινόταν η απόβαση.

»Την ίδια μέρα, οι σύμμαχοι πετύχαιναν να εγκαταστήσουν προγεφύρωμα και σε μια εβδομάδα να έχουν προωθήσει βαθιά μέσα στη Γαλλία 350 χιλιάδες άντρες, 54 χιλιάδες στρατιωτικά οχήματα και 104 χιλιάδες τόνους εφοδίων».

Οι κινήσεις της απόβασης

Η ελληνική παρουσία και διαμάχη

Ανάμεσα στα πλοία που έφτασαν τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου 1944 μπροστά στις ακτές της Νορμανδίας ήταν και δύο ελληνικά: ήταν οι κορβέτες «Τομπάζης» και «Κριεζής».

»Στην πρώτη κουβέρτα υπηρετούσε, ο 16χρονος Δημήτρης Ανδριώτης. Το τι ανείδωτα είδαν τα μάτια του σε αυτή την περίφημη «D-Day» (Ημέρα απόφασης), όπως την ονόμασαν οι Αμερικανοί, που είχαν το γενικό πρόσταγμα της επιχείρησης, το περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Θανάτω θάνατον πατήσας»:

«Γίνεται πανδαιμόνιο. Τα κύματα των αμφίβιων προς τις ακτές επαναλαμβάνονται κάθε μισή ώρα. Οι Γερμανοί, οχυρωμένοι πίσω από το Ατλαντικό Τείχος, υποδέχονται τα συμμαχικά στρατεύματα με πολυβόλα, με όλμους, με χειροβομβίδες.

«Αποβατικά που φλέγονται από τα εχθρικά πυρά και άλλα που βυθίζονται από αυτά. Φαντάροι που κολυμπούν, φαντάροι που πνίγονται χωρίς καμία βοήθεια από τα διερχόμενα αμφίβια, αφού εκείνα είχαν λάβει αυστηρή εντολή να φτάσουν στις ακτές και να αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει γύρω τους»».

Ο ίδιος ο Ανδριώτης, πάντως, δεν είχε την αίσθηση ότι κινδύνευε πραγματικά:

««Το πλοίο μας δεν είχε εντολή να αναμειχθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις. Εξάλλου, επειδή ήταν μικρό, οι Γερμανοί δεν του έδιναν σημασία»».

Το πλήρωμα του «Τομπάζη» πάντως δεν πίστευε στα μάτια του, όταν κατά το μεσημέρι είδε να περνά από κοντά του το εντελώς πανομοιότυπο ελληνικό πλοίο «Κριεζής»

««Ερχόταν από πέρα, από τα δυτικά, σιγά-σιγά, όσο που κινούνταν κι αυτός. Είχε σιάρει μια μεγάλη κόκκινη σημαία –σινιάλο μάχης. «Σιγά μη σπάσουμε τα αβγά», τους κοροϊδεύαμε» γράφει στο βιβλίο του. «Σε ποια μάχη πας, βρε «Κριεζή», είπαμε μεταξύ μας, δεν πας να κρυφθείς ανάμεσα στα πιο μεγάλα βαπόρια, μη φας καμιά αδέσποτη;»».

Όπως αναφέρει η ηλεκτρονική έκδοση Helios Kiosk της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ»,  «η αντιδικία με τον «Κριεζή» συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο. Και αυτό επειδή οι αξιωματικοί του «Κριεζή» ισχυρίζονταν ότι το πλοίο τους δέχθηκε επίθεση από γερμανικά πλοία και ότι σώθηκε ως εκ θαύματος όταν μπήκε από λάθος σε ναρκοπέδιο.

»»Ιστορίες για αγρίους» αντιτείνει ο Ανδριώτης. «Οποιος έμπαινε σε ναρκοπέδιο δεν ξανάβγαινε σώος. Τέτοια γεγονότα ούτε ακούστηκαν τότε ούτε είναι καταγεγραμμένα στο ημερολόγιο του πλοίου».

»»Η επινόησή τους, προσθέτει, απέβλεπε στην παρασημοφόρηση των αξιωματικών στις σχετικές επετείους. «Εμένα και τους άντρες του ‘Τομπάζη’ δεν μας κάλεσαν ποτέ σε επέτειο» λέει. «Αν με καλούσαν, θα πήγαινα φυσικά, αλλά όχι για το παράσημο αλλά για να τους υπενθυμίσω ότι ήμασταν κι εμείς εκεί»».