Τον Ιούλιο του 1992, μια 15χρονη μαθήτρια χτύπησε το κουδούνι των γραφείων της νεολαίας του νεοφασιστικού κόμματος Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI), στη Ρώμη.

Αν και αρχικά έγινε δεκτή με επιφυλάξεις, στη συνέχεια κέρδισε την αποδοχή των υπολοίπων και σταδιακά ανέλαβε ηγετικό ρόλο.

Τριάντα χρόνια αργότερα, η Τζόρτζια Μελόνι βρίσκεται μια «ανάσα» από το να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας και να ηγηθεί της πιο ακροδεξιάς κυβέρνησης της χώρας μετά από αυτή του Μπενίτο Μουσολίνι.

Η άνοδός της είναι η ιστορία μιας χώρας που επιλέγει ένα αουτσάιντερ, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης του Μάριο Ντράγκι, του νονού του οικονομικού κατεστημένου της Ευρώπης.

Από νωρίς στα βαθιά

Αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν και η Μελόνι αναδειχθεί νικήτρια, η εκλογή της θα αποτελέσει ένα τεράστιο εθνικό στοίχημα σε μία κρίσιμη περίοδο για την Ιταλία αλλά και την Ευρώπη, με τις χώρες να δίνουν μάχη με την ενεργειακή ακρίβεια και τον καλπάζοντα πληθωρισμό ενώ στα σύνορα μαίνεται ο πόλεμος της Ουκρανίας με τη Ρωσία.

Ως ηγέτης της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Μελόνι θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των απαντήσεων στις κρίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Έτσι, πολλοί στις Βρυξέλλες και στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών αναρωτιούνται ποια είναι πραγματικά. Τι διαμόρφωσε τις αξίες της, από πού προέρχεται και πώς σκέφτεται.

Οι απαντήσεις, εν μέρει, βρίσκονται ανάμεσα στους φίλους και συμμάχους της από τα πρώτα χρόνια της στο «Μέτωπο Νέων». Πολλοί εξ αυτών είναι πλέον ανώτερα στελέχη του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας», ενώ κάποιοι πρόκειται να συμμετάσχουν στη διοίκηση της χώρας.

Η καταγωγή, ο «πόλεμος» με την αριστερά και η υποψηφιότητα

Η 45χρονη κατάγεται από την αυστηρά αριστερή γειτονιά της Garbatella στη Ρώμη. Στα σχολεία, όπως το δικό της, και στα πανεπιστήμια της περιοχής κάνει «κουμάντο» η αριστερά. Και μόνο το να ανήκει κανείς στη δεξιά είναι μια επαναστατική πράξη.

Σύμφωνα με την ίδια, αυτό που την οδήγησε στο να ασχοληθεί με την πολιτική και να γραφτεί στο κόμμα ήταν η δολοφονία του δικαστή Πάολο Μπορσελίνο, στις 19 Ιουλίου 1992 στο Παλέρμο. Αυτό όμως που την έκανε να ριχτεί στον αγώνα ήταν ο πατριωτισμός της και η παρόρμησή της για επανάσταση.

Η τοπική οργάνωση του «Μετώπου Νέων», στην οποία είχε ενταχθεί, έγινε γνωστή ως «οι γλάροι», από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Μπαχ «ο γλάρος του Τζόναθαν Λίβινγκστον», καθώς τα μέλη θεωρούσαν τους εαυτούς τους παρείσακτους και ενώθηκαν για ένα μεγαλύτερο σκοπό.

Πολλοί από τους «γλάρους» είχαν περίπλοκες οικογενειακές ζωές και αναζητούσαν μια εναλλακτική οικογένεια. Ο πατέρας της Μελόνι είχε επίσης εγκαταλείψει το σπίτι της.

Η οργάνωση είχε συχνά διαμάχες με ακτιβιστές της αριστεράς, με αποτέλεσμα μέλη της να τραυματίζονται σοβαρά. Ο γερουσιαστής και στενός σύμβουλος της Μελόνι, Τζιοβανμπατίστα Φατσολάρι, ανέφερε ότι «όλη η γενιά μας κατέληξε να περάσει μερικές μέρες στο νοσοκομείο. Αυτό ήταν μέρος της κανονικότητάς μας».

Παρά τον ανδροκρατούμενο κόσμο στον οποίο «κατοικούσε» η Μελόνι, μερικές φορές το γεγονός ότι ήταν γυναίκα τη βοηθούσε. Ο τότε μέντοράς της και νυν βουλευτής του κόμματός της, Φάμπιο Ραμπέλι, την επέλεξε για να θέσει υποψηφιότητα ως δημοτική σύμβουλος, «επειδή ήταν ασεβής και γλυκιά ταυτόχρονα και μπορούσε να διαλύσει την εικόνα του σκληρού ακροδεξιού σκίνχεντ».

Το 1994 συμμετείχε στην κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και στα 31 της έγινε η νεότερη υπουργός της Ιταλίας. Τότε ζούσε ακόμη με τη μητέρα της, αν και πάντα εργαζόταν για να συνεισφέρει στο σπίτι. Απέφευγε το κυβερνητικό αυτοκίνητο με σοφέρ και αντ’ αυτού πήγαινε στο κοινοβούλιο με το δικό της. Η ίδια ισχυρίζεται ότι η εγκατάλειψη από τον πατέρα της τής άφησε ένα αίσθημα ανεπάρκειας, το οποίο την ωθεί να εργάζεται αδιάκοπα.

Το 2012, αφού είχε διαλυθεί η κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι, ίδρυσε τους «Αδέλφια της Ιταλίας», ένα κόμμα που η ίδια χαρακτηρίζει συντηρητικό και το παρομοιάζει με τους Ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ. Αρχικά, συγκέντρωνε πενιχρά ποσοστά αλλά ξαφνικά άρχισε να σημειώνει άνοδο.

Η πολιτική ιδεολογία της απορρίπτει τις προοδευτικές αξίες και ασπάζεται τις πολιτικές ταυτότητας. Βασίζεται στην υπεράσπιση των εθνικών συνόρων, των εθνικών συμφερόντων και της παραδοσιακής οικογένειας.

Πάντα τασσόταν σθεναρά κατά των ναρκωτικών και κατά των αμβλώσεων, αν και επιμένει ότι δεν θα απαγόρευε τις αμβλώσεις.

Επίσης, κάνει λόγο για «κυριαρχία της ελιτιστικής αριστεράς» στον δημόσιο λόγο και στο ιταλικό κατεστημένο — ιδίως τον ακαδημαϊκό χώρο και το δικαστικό σύστημα. «Μας αποκαλούν τέρατα», έχει δηλώσει.

Οι επικριτές της αναφέρουν ότι το φασιστικό παρελθόν της Ιταλίας υπό τον Μουσολίνι συνδέεται άμεσα με τα «Αδέλφια της Ιταλίας». Η Μελόνι πολλές φορές έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό της «στρατιώτη» και την πολιτική «αποστολή» της.

Σύμφωνα με στελέχη του κόμματός της, δίνει μεγάλη σημασία στη συνέπεια και στο να παραμένει πιστή στις πολιτικές της ρίζες, ανησυχώντας συχνά για το πώς ο 15χρονος εαυτός της θα έκρινε τις αποφάσεις της σήμερα. «Τη νοιάζει πολύ να μην αλλοιωθεί το συναίσθημα που την οδήγησε στο να ασχοληθεί με την πολιτική ως έφηβη», σημειώνει ο ευρωβουλευτής του κόμματός της, Νίκολα Προκατσίνι.

Αυτή η αντίληψη της σταθερότητας που έχει βοήθησε την ίδια και το κόμμα της κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της οικονομικής αβεβαιότητας, να πάρει ψήφους από το δεξιό αντίπαλο κόμμα της Λέγκας, του Ματέο Σαλβίνι.

Η εξωτερική πολιτική και οι σύμμαχοι

Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η Μελόνι δείχνει πρόθυμη να εξελιχθεί και να προσαρμοστεί.

Αν και το 2018 γιόρτασε την εκλογική νίκη του Βλαντίμιρ Πούτιν ως αντιπροσωπευτική «της ξεκάθαρης βούλησης του ρωσικού λαού», μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει ευθυγραμμιστεί ανεπιφύλακτα με τις θέσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Η Μελόνι βασίζεται σε μια δεμένη ομάδα συμμάχων, που είναι μαζί της για χρόνια. Στο κόμμα είναι και η αδερφή και ο κουνιάδος της.

Ο κύκλος της, σύμφωνα με έναν πρώην βουλευτή, είναι «κλειστός». Μερικές φορές, η αφοσίωση και οι κοινές μάχες μετρούν περισσότερο από την εμπειρία.

Η ομάδα της δε, πρέπει να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες και τις απαιτήσεις της. Γράφει μόνο με το χέρι με κεφαλαία γράμματα και απαιτεί οτιδήποτε έχει να διαβάσει να εκτυπώνεται, σε μία μόνο σελίδα, με γραμματοσειρά Segoe και μέγεθος 12.

Επίσης, όταν πρέπει να πάρει μια απόφαση, δεν το κάνει μόνη της. Πρώτα, συμβουλεύεται εκείνους που γνωρίζουν το θέμα και στη συνέχεια καταλήγει κάπου.

Στο βιβλίο της επικαλείται τον Κίπλινγκ: «Η δύναμη του λύκου είναι η αγέλη. Η δύναμη της αγέλης είναι ο λύκος».

Για τον Φατσολάρι, η δύναμη της αγέλης των λύκων είναι ότι γνωρίζονται 30 χρόνια. «Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όλοι έχουμε ανακαλύψει τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του άλλου. Σταδιακά υπήρξε μια επιλογή για το ποιος είναι κατάλληλος για την ηγεσία και ποιος όχι».

Πάντως, η πίστη της Μελόνι στις ρίζες της κινδυνεύει να εμποδίσει τη μετάβαση των «Αδελφών της Ιταλίας» σε ένα κόμμα με πιο μετριοπαθείς θέσεις.

Η ίδια αρνείται να αφαιρέσει τη φλόγα που συνδέεται με τον φασισμό από το λογότυπο του κόμματος, επειδή -όπως υποστηρίζει- αποτελεί μέρος της ιστορίας του. Την ίδια ώρα όμως δηλώνει στην Corriere della Sera πως «δεν υπάρχουν νοσταλγοί του φασισμού, ρατσιστές ή αντισημίτες στα «Αδέλφια της Ιταλίας» ενώ στην προεκλογική της εκστρατεία χρησιμοποίησε το σύνθημα «θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια».

Η διακυβέρνηση σε έναν συνασπισμό απαιτεί αναπόφευκτα συμβιβασμούς. Αν η Μελόνι κερδίσει τις εκλογές, η πραγματικότητα θα της «χτυπήσει την πόρτα» και εκείνη θα πρέπει να της «ανοίξει» και να την κοιτάξει κατάματα.