Περισσότερα από 160 νομοθετήματα που έχουν ψηφιστεί από τη δεκαετία του 1960 περιέχουν προβλέψεις που προσφέρουν πλήρη νομική ασυλία στη βασίλισσα Ελισάβετ, από την υποχρέωση καταβολής φόρων μέχρι τα εργασιακά δικαιώματα των υπαλλήλων της, αποκαλύπτει μεγάλη έρευνα του Guardian.
Αρκετοί νομικοί εκτίμησαν ότι οι δεκάδες εξαιρέσεις υπονομεύουν την ισονομία και αφήνουν τη βασιλική οικογένεια έκθετη σε επικρίσεις για υποκρισία.
Σύμφωνα με το δόγμα της κρατικής ετεροδικίας, η βασίλισσα, ως αρχηγός κράτους, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ποινικά και αστικά αδικήματα. Ωστόσο η έρευνα της βρετανικής εφημερίδας αποκαλύπτει εξαιρέσεις ακόμα και σε περιπτώσεις που η Ελισάβετ δρα ως ιδιώτης.
Περισσότεροι από 30 νόμοι, γράφει η βρετανική εφημερίδα, προβλέπουν ότι η αστυνομία απαγορεύεται να εισέλθει στις ιδιωτικές οικίες και εκτάσεις της βασίλισσας, ακόμα και για να ερευνήσει ενδεχόμενα εγκλήματα.
Η αστυνομία υποχρεούται επίσης να ζητά άδεια προτού ερευνήσει ερευνά τυχόν περιβαλλοντικές ή άλλες παραβάσεις στα ιδιωτικά ιχθυοτροφεία της βασίλισσας στο Ρίβερ Ντι και το Μπαλμόραλ, όπου οι αλιείς πληρώνουν έως και 630 λίρες την ημέρα για το δικαίωμα να ψαρέψουν.
Πολλές από τις νομικές εξαιρέσεις αφορούν τα ιδιωτικά συμφέροντα και τις επενδύσεις της Ελισάβετ.
«Υπάρχει ένα σαφές μοτίβο, καθώς αφορούν κυρίως τα οικονομικά συμφέροντα της μονάρχη» δήλωσε ο Τόμας Άνταμς, αναπληρωτής καθηγητής Νομικής στην Οξφόρδη.
Προηγούμενη έρευνα του Guardian είχε επίσης αποκαλύψει πώς η Ελισάβετ μπορεί να παρεμβαίνει στο νομοθετικό έργο μέσω μιας ελάχιστα γνωστής νομικής διαδικασίας που ονομάζεται συγκατάθεση της βασίλισσας. Η πρόβλεψη αυτή επιτρέπει στους δικηγόρους του παλατιού να θέτουν βέτο σε νομοσχέδια που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μονάρχη.
Ισονομία;
Τη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλούν προβλέψεις που απαγορεύουν στους εργαζομένους της βασίλισσας να καταγγέλλουν σεξουαλικές ή φυλετικές διακρίσεις. Εξαιρούν επίσης την Ελισάβετ από την υποχρέωση τήρησης των εργατικών δικαιωμάτων, των κανόνων ασφάλειας ή συνταξιοδότησης των εργαζομένων.
Ορισμένες μάλιστα από τις εξαιρέσεις φαίνεται πως είναι εσκεμμένα ασαφείς. Παράδειγμα είναι ο νόμος του 1975 για τις σεξουαλικές διακρίσεις, ο οποίος σύμφωνα με τον τότε προσωπικό γραμματέα της βασίλισσας «έχει το σημαντικό προσόν ότι δεν προσελκύει την προσοχή στη θέση του αρχηγού κράτους.
Άλλες προβλέψεις εξαιρούν τη βασίλισσα από την υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος ή φόρου από πώληση εκτάσεων. Αυτό είναι γνωστό από το 1990, ωστόσο μετά την κατακραυγή που ακολούθησε η Ελισάβετ δεσμεύτηκε να πληρώσει κάποιος φόρους «εθελοντικά».
Ο δρ Κρτεγκ Πρέσκοτ, λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου στο βρετανικό Πανεπιστήμιο Μπάνγκορ, εκτίμησε πως η ευρεία ασυλία της Ελισάβετ αφήνουν τη μοναρχία εκτεθειμένη σε κατηγορίες για υποκρισία.
Για παράδειγμα, ο πρίγκιπας Κάρολος, στον οποίο ουσιαστικά θα μεταβιβαστούν οι εξαιρέσεις μετά τον θάνατο της μητέρας του, θα έχει ασυλία για τυχόν περιβαλλοντικές παραβάσεις παρά το γεγονός ότι δηλώνει υπέρμαχος της περιβαλλοντικής προστασίας.
«Όταν κανείς πραγματοποιεί εκστρατεία για το περιβάλλον ή την προστασία της φύσης, και αποκαλύπτεται ότι ορισμένοι περιβαλλοντικοί νόμοι δεν ισχύουν για τις ιδιωτικές σου κατοικίες, δεν φαίνεται καλό» είπε ο Πρέσκοτ.
«Ειδικά αν είσαι ιδιοκτήτης της μόνης ιδιωτικής κατοικίας όπου δεν ισχύει ο νόμος» πρόσθεσε.
Ωστόσο, ακόμα και βάσει της κρατικής ετεροδικίας, η καταστρατήγηση των νόμων από τη μονάρχη θα ήταν παράνομη, ακόμα και αν αυτή η τακτική δεν θα διωκόταν.
Το βασικό πρόβλημα όμως είναι ότι η αρχή της ετεροδικίας δείχνει να επεκτείνεται σε συμπεριφορές που θα ήταν παράνομες για οποιονδήποτε άλλο πέρα από την Ελισάβετ.
Όπως σχολίασε ο Άνταμς, ο αναπληρωτής καθηγητής Νομικής στην Οξφόρδη, η ασυλία «συνοδεύεται από μεγάλο κόστος. Όχι μόνο λέμε ότι η μονάρχης δεν μπορεί να διωχθεί σύμφωνα με τους νόμους μας, αλλά επιπλέον λέμε ότι δεν υπάρχουν καν νόμοι για τη μονάρχη».
«Αυτό προκαλεί σοβαρά προβλήματα για το αίσθημα ισότητας απέναντι στο νόμο».