Η πρόσφατη δημόσια σύγκρουση του επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού καθηγητή Ιωάννη Λιανού με τον καθ’ ύλη αρμόδιο υπουργό Ανάπτυξης κ. Αδ. Γεωργιάδη είναι τόσο πρωτοφανής όσο και εξαιρετικά σημαντική και για τον λόγο αυτόν αξίζει σχολιασμού. Ο πρώτος ενημέρωσε γραπτώς και εγκαίρως τα μέλη της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ότι έχει συγκεκριμένες επιφυλάξεις για την προτεινόμενη από την κυβέρνηση για τη θέση αντιπροέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού την οποία γνωρίζει ως υφισταμένη του για πάνω από δύο χρόνια.  Στην τρισέλιδη επιστολή του εξηγεί λεπτομερώς το γιατί. Ο αρμόδιος υπουργός απάντησε λέγοντας ότι πρόκειται για «απαράδεκτη και αντιθεσμική» συμπεριφορά και επικαλέστηκε το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση δεν υποχρεώνεται από τη σχετική νομοθεσία να έχει τη σύμφωνη γνώμη του επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη συγκεκριμένη θέση.

Ακόμα και σύντομη αναδρομή στη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία θα έπειθε οποιονδήποτε ότι ο καθ. Ι. Λιανός με αυτή την πράξη του είναι απόλυτα συνεπής με τη λογική τέτοιων θεσμικών οργάνων που μεταξύ των ειδικών είναι γνωστά ως «μη πλειοψηφικοί θεσμοί» και δεν είναι ελληνική εφεύρεση. Τι αναφέρει η σχετική βιβλιογραφία; Τέτοια όργανα χρειάζονται στις δημοκρατικές πολιτείες προκειμένου η έννοια του κοινού καλού να μην επαφίεται μόνο στις βουλήσεις και ικανότητες της πλειοψηφίας.  Αναθέτοντας βασικές αρμοδιότητες σε τέτοιους θεσμούς, ο νομοθέτης στοχεύει στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αποκοπή της άσκησής τους από τις ανάγκες του πολιτικού κύκλου, δηλ. τις ανάγκες των κυβερνώντων να κερδίσουν στις επόμενες εκλογές. Οσο αυτές οι αρμοδιότητες ασκούνται από όργανα που ελέγχονται άμεσα από όσους χρειάζονται την ψήφο του πολίτη, η άσκησή τους είναι εξαιρετικά πιθανό να γίνεται με γνώμονα το κομματικώς (ή ατομικώς) επωφελές, και όχι το συμφέρον της κοινωνίας εν ευρεία εννοία. Κλασικό τέτοιο παράδειγμα στην Ελλάδα είναι η συλλογή φόρων. Η φορολογική διοίκηση είχε αποτύχει πλήρως – και λόγω του σφιχτού εναγκαλισμού της από το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα τον εκάστοτε υπουργό – και αυτή είναι μια από τις βασικότερες αιτίες που οδήγησαν στην πρόσφατη επώδυνη κρίση.

Δεύτερον, τέτοια όργανα υπάρχουν ακριβώς επειδή πολιτικοί σαν τον εν λόγω υπουργό δεν έχουν την απαιτούμενη γνώση για να παίρνουν τεχνικώς επαρκείς αποφάσεις.  Αντιθέτως, οφείλουν να τον έχουν οι αρμόδιες αρχές και ιδιαίτερα οι επικεφαλής τους, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, πρέπει ο εν λόγω ειδικός σώνει και καλά να παίρνει σωστές αποφάσεις; Δεν υπάρχουν και γι’αυτόν/ήν αλλότρια κίνητρα (π.χ. του προσωπικού οφέλους); Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αγγίζει την ουσία του θέματος. Πέραν της ηθικής ακεραιότητας, ο εν λόγω ειδικός νοιάζεται – ή αναμένουμε να νοιάζεται – για τη φήμη του μεταξύ των άλλων ειδικών. Δηλ. έχει την αγωνία να μην πληγεί η φήμη του, κάτι που θα συμβεί αν είτε οι αποφάσεις του αποδειχθούν λανθασμένες είτε ο θεσμός του οποίου ηγείται αποδειχθεί αναποτελεσματικός.

Συνεπώς η αντίδραση του καθ. Ι. Λιανού, που έχει απολύτως το προφίλ του τεχνοκράτη, ήταν πλήρως εναρμονισμένη με τη λογική αυτού του τύπου των οργάνων αλλά και η απάντηση του υπουργού (που ήταν αναμενόμενη αφού οι έλληνες πολιτικοί στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν πιστεύουν σε τέτοια όργανα) δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας πόσο αναγκαία είναι αυτά, τουλάχιστον σε κράτη σαν το ελληνικό με το παρελθόν της κομματοκρατίας.

Εξίσου σημαντικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο δημοσιοποιήθηκε αυτή η υπόθεση, δηλ. μέσω του κοινοβουλίου. Βασική κριτική όσων αντιμάχονται τέτοιου είδους θεσμούς είναι ότι αυτοί (απαραιτήτως) αφαιμάζουν τη δημοκρατία αφού η πλειοψηφία δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Η απάντηση σε αυτή την κριτική προκύπτει από την ορθή λειτουργία του κοινοβουλίου ως ελεγκτικού οργάνου της πολιτείας, δηλαδή την υποχρέωση του βουλευτών να κρατούν ανεξάρτητες αρχές εντός του πεδίου του δημοκρατικού ελέγχου και κυρίως εντός των κανόνων λογοδοσίας που αφορούν όλους όσοι ασκούν δημόσια εξουσία. Η ενημέρωση της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ήταν θεσμική υποχρέωση που απορρέει από την ευθύνη που έχει ο καθ. Λιανός για την αποτελεσματική και ανεξάρτητη λειτουργία της Επιτροπής Ανταγωνισμού αλλά και τη διαφύλαξη της οικονομικής αυτονομίας της. Οταν η Βουλή παίζει τον ρόλο της όπως πρέπει, δηλ. ασκώντας έλεγχο βάσει τεκμηρίων, αντί να καταφεύγει σε ανταλλαγή συνθημάτων, πραγματικό έλλειμμα δημοκρατίας δεν υπάρχει. Η δε δημοσιότητα που πήρε αυτή η υπόθεση ακριβώς λόγω του θάρρους του καθ. Λιανού, ας γίνει αφορμή για να αλλάξει ο κανονισμός της Βουλής και να είναι το σύνολο των διαδικασιών διορισμού των επικεφαλής τέτοιων αρχών όσο διαφανείς επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον, αφού, σε τελευταία ανάλυση, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται.

Γράφουν οι καθηγητές και κάτοχοι Εδρας Jean Monnet, Διονύσης Γ. Δημητρακόπουλος, Κολέγιο Birkbeck, Πανεπιστημίου του Λονδίνου (d.dimitrakopoulos@bbk.ac.uk) και Αργύρης Γ. Πασσάς, Πάντειο Πανεπιστήμιο (apassas@panteion.gr).