Ο εμβληματικός ηθοποιός Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ζει στις καρδιές μας μέσα από τις αξέχαστες ατάκες του, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, την χαρακτηριστική φωνή του και το πηγαίο ταλέντο του.

Ένα παιδί που ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό

Ήταν 12 Ιουλίου του 1912 όταν στο Διακοπτό Αχαΐας γεννήθηκε ο σπουδαίος ηθοποιός Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Ήταν το όγδοο παιδί μιας δεκαμελούς οικογένειας, του Σπύρου και της Μαρίας Παπαγιαννοπούλου. Τελείωσε το Δημοτικό στο κοντινό χωριό της Τράπεζας  με βαθμό 7 και καλή διαγωγή. Κάθε μέρα πηγαινοερχόταν στο σχολείο παρέα με τον κολλητό του φίλο Γιάννη Σπυρόπουλο, το διάσημο μετέπειτα ζωγράφο.

Ο ενήλικας Διονύσης είχε παραδεχτεί πως ήταν ένα σκληραγωγημένο παιδί που λάτρευε τα σταφύλια και «ρήμαζε» τα αμπέλια του χωριού. Το πατρικό του σπίτι στο Διακοπτό βρισκόταν δίπλα στις γραμμές του τρένου. Ήταν διώροφο και ευρύχωρο για να καλύπτει τις ανάγκες της πολυμελούς φαμίλιας Παπαγιαννόπουλου. Στο ισόγειο στοίβαζαν τη σοδειά για το χειμώνα και συντηρούσαν τα ζώα τους ενώ μια ξύλινη σκάλα από την πλαϊνή πλευρά οδηγούσε στα δωμάτια του πάνω ορόφου.

Στο Γυμνάσιο

Προχωρώντας ως μαθητής γυμνασίου πια, ο Διονύσης πηγαινοερχόταν με τρένο καθημερινά από το Διακοφτό στο Γυμνάσιο Αιγίου. Στα ίδια θρανία θα γνωρίσει και τον τρίτο διάσημο καλλιτέχνη της παρέας, τον  ιεροψάλτη, μουσικό και μελετητή της παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής, Σπύρο Περιστέρη. Ανάμεσα τους ως μαθήτρια και η θεία της Τζένης Καρέζη.

Ένα βράδυ, το παρεάκι των γυμνασιόπαιδων παρακολουθούν σε θέατρο του Αιγίου το έργο »Ο Βαρκάρης του Βόλγα». Μόλις τελείωσε το έργο, ο Διονύσης, συγκλονισμένος από την παράσταση, αποφασίζει να πάει στην Αθήνα να γίνει ηθοποιός. Η προγενέστερη «αγάπη» του, το ποδόσφαιρο, κατέληξε σε έναν σοβαρό τραυματισμό όπως θα περιέγραφε και ο ίδιος: «Έπαιζα στον Παναιγιάλειο. Εκείνη την Κυριακή, καρφίτσα δεν έπεφτε στο γήπεδο. Είχα αντίπαλο ένα πανύψηλο Άγγλο και σε μια φάση, πηδώντας στον αέρα, ο αντίπαλός μου με χτύπησε δυνατά στο κεφάλι. Ζαλίστηκα κι έπεσα κάτω τραυματισμένος.  Το χτύπημα αυτό στον αυχένα, μου είχε αφήσει κουσούρι. Κάθε που αλλάζει ο καιρός, με πονάει».

Ως μαθητής γυμνασίου ανέβασε την «Γκόλφω» του Σπύρου Περεσιάδη με θίασο μαθητών που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Η «Γκόλφω» παιζόταν υπέρ του Ναού του Αγίου Τρύφωνα Διακοπτού. Στις 24 Μαΐου 1930 στον κινηματογράφο «Ανάπλασις» του Αιγίου, διεξήχθη σχολική εορτή για τα 100 χρόνια από την ελληνική επανάσταση του 1821.

Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Β΄ Γυμνάσιο Αιγίου, διευθυντής του οποίου ήταν τότε ο Αντώνιος Αντωνάκος. Στην Αιγιώτικη εφημερίδα «Έρευνα» την 1η Ιουνίου 1939, έχουμε την επίσημη «πρώτη κριτική» τριών σπουδαίων προσωπικοτήτων, του Σπυρόπουλου, του Περιστέρη και του Παπαγιαννόπουλου. Οι φίλοι και συμμαθητές πήγαιναν πια στην  τελευταία τάξη του Γυμνασίου.

Ο ίδιος θα θυμηθεί από εκείνα τα χρόνια: «Στην τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο άλλαξαν, ομολογουμένως, πολλά πράγματα. Είχε έρθει ως γυμνασιάρχης ένας νεωτεριστής, που κατάργησε την καθαρεύουσα και μας υποχρέωνε να γράφουμε στη δημοτική. Άρχισε να μας δίνει να διαβάζουμε θεατρικά βιβλία για να ανεβάζουμε παραστάσεις. Ήταν ιδιαίτερα θεατρόφιλος».

Ο πρώτος έρωτας

Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου θα ερωτευθεί και θα περιγράψει τα «βάσανα» του έρωτα: «Μ’ έτρωγαν οι λαγκαδιές, τα πεύκα, η θάλασσα, το ποτάμι. Ήταν πολύ μεγάλη η αγάπη μου σε σχέση με την παιδιάστικη καρδιά μου. Το καλοκαίρι ξαπλωμένος στην αμμουδιά μετρούσα τα άστρα. Το χειμώνα πλάι στο άγριο ποτάμι, έμενα ώρες μαγνητισμένος απ’ τη φοβερή ορμή του. Τις νύχτες πάλι τις ανοιξιάτικες, καθόμουν κάτω από τα πλατάνια, με συντροφιά τον  »λόξιγκα» του γκιώνη ως το πρωί. Έγινα «Βέρθερος», γράφοντάς της και ποιήματα».

Έφυγε για να γίνει ιεροδιδάσκαλος και γύρισε.. ηθοποιός

Τον παπά της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνα Διακοπτού παρακάλεσε ο Διονύσης για να πείσει τους γονείς του να τον αφήσουν να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει ιεροδιδάσκαλος. Τα καταφέρνει και το 1937 παίρνει το γνωστό του τρένο και βρίσκεται στην Αθήνα για σπουδές. Εγκαθίσταται στο σπίτι της αγαπημένης του αδελφής, Νότας. Οδός Δεληγιώργη 33, Μεταξουργείο. Αντί βέβαια να σπουδάσει ιεροδιδάσκαλος, με τη βοήθεια του φίλου του Γιάννη Σπυρόπουλου, ο οποίος ήταν σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών, πηγαίνει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνει εξετάσεις και περνάει με τη δεύτερη φορά.

Σπουδαστής του Εθνικού Θεάτρου και μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ηθοποιών από το 1938, παίζει την ίδια χρονιά, το ρόλο του ιππότη στο έργο «Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ, όπου ξεχωρίζει  δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη. Είναι η αρχή της ένδοξης σταδιοδρομίας του.

«Ένας έξοχος άνθρωπος»

Ως επιτυχημένος ηθοποιός, εργαζόταν αθόρυβα και με πίστη στις ιδέες του. Ήταν ολιγόλογος, σεμνός, χωρίς ύφος και πόζα, χωρίς βεντετισμούς, χωρίς κακίες. Ένας αληθινός καλλιτέχνης. Όπως συνάδελφοί του ομολόγησαν: «Ήταν συγκλονιστικός στην ευσυνειδησία του. Ήταν πάντα στην ώρα του, πανέτοιμος κάθε στιγμή. Μπορούσε να παίξει οτιδήποτε, αφού είχε μοναδική τεχνική. Δεν έχουμε δεύτερο, δεν έχει βρεθεί ηθοποιός που να τον αντικαταστήσει. Ήταν άφθαστος », «Ηθοποιοί της κλάσεως του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και αυτού του μεγέθους, είναι πολύ λίγοι πια. Ο επαγγελματισμός του και η συνέπειά του με εντυπωσίασαν» ,«Έψαχνε το ρόλο ατελείωτα, με μεράκι, με επιμέλεια, με φανατισμό, ανεξάρτητα από την έντασή του. Σπουδαίος καλλιτέχνης κι έξοχος άνθρωπος» .

Εκτός από βραβευμένος ηθοποιός με πολύ πλούσιο βιογραφικό, υπήρξε και διακεκριμένος Έφεδρος Υπολοχαγός στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και φιλάνθρωπος με αγαθοεργίες που κράτησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

«Αντίο Νιόνιο μας»

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος πέθανε ξαφνικά την 14η Απριλίου 1984, χωρίς να εκπληρώσει το τελευταίο του θεατρικό όνειρο, το ρόλο του Τρυγαίου στην κωμωδία του Αριστοφάνη »Ειρήνη» στην Επίδαυρο, το καλοκαίρι του 1984, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Αυτό θα ήταν «το αποχαιρετιστήριο» όπως έλεγε, γιατί μετά θα ήταν «συνταξιούχος στο Διακοπτό». Μια βροχερή Μεγάλη Τετάρτη, ο καλλιτέχνης Διονύσης θα κατηφορίσει από την Αθήνα για τα πάτρια εδάφη, να ταφεί όπως είχε επιθυμία, δίπλα στους γονείς του. Απεβίωσε μόνος  στις 17 Απριλίου 1984, σε ηλικία 72 ετών .

Προς τιμήν του, ο Δήμος Διακοπτού τοποθέτησε τη προτομή του στη παραλία να θαυμάζεται και να θαυμάζει την αγαπημένη του γενέτειρα. Πάντα γελαστός, πάντα λεύτερος, πάντα ο «Νιόνιος της καρδιάς μας».