Εισήλθαμε ήδη στον τρίτο μήνα του φονικού και καταστροφικού για όλον τον κόσμο πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και τίποτε για την ώρα δεν δηλώνει το τέλος του.

Αντιθέτως, η σύγκρουση βαθαίνει και τείνει να επεκταθεί επικίνδυνα, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται ακόμη και η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τις τελευταίες ημέρες η Μόσχα υπαινίχθηκε, διά του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων και την επομένη η εκπρόσωπός του εκτόξευσε απειλές εναντίον χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που εξοπλίζουν τις αμυνόμενες ουκρανικές Ενοπλες Δυνάμεις. Για να ακολουθήσει δύο ημέρες αργότερα ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και να απειλήσει ευθέως με αντίποινα όσους θελήσουν να παρέμβουν στην Ουκρανία.

Είχε προηγηθεί με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών ευρύτατη σύνοδος των υπουργών Αμυνας και των επικεφαλής Ενόπλων Δυνάμεων από σαράντα χώρες στην αμερικανική στρατιωτική βάση στο Ραμστάιν της Γερμανίας, όπου δηλώθηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι η αμερικανική ηγεσία θα κινήσει ουρανό και γη προκειμένου να ηττηθεί η Ρωσία στον άδικο πόλεμο που ξεκίνησε.

Και άλλα όμως γεγονότα που τείνουν να εμπλέξουν στον πόλεμο την αυτονομημένη και εξαρτημένη από τη Μόσχα Υπερδνειστερία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πάμφτωχη Μολδαβία, καθώς και η διακηρυσσόμενη πρόθεση των Φινλανδών και των Σουηδών για εσπευσμένη ένταξη στο ΝΑΤΟ διεγείρουν τη Μόσχα, πολλαπλασιάζοντας την ένταση και τις απειλές. Και η σκλήρυνση επίσης της κινεζικής ρητορικής μάλλον παραπέμπει σε κλιμάκωση της έντασης διεθνώς παρά σε εξομάλυνση. Οπως και η διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου προς την Πολωνία και τη γειτονική μας Βουλγαρία αντίστοιχα σήματα μεταφέρει.

Ολες μαζί οι εξελίξεις επιτείνουν την επικρατούσα ατμόσφαιρα αβεβαιότητας, ενισχύοντας τις πληθωριστικές πιέσεις, ιδιαιτέρως στην εξαρτημένη από τις ρωσικές πηγές ενέργειας Ευρώπη. Η Γηραιά Ηπειρος αντιμετωπίζει, χωρίς αμφιβολία, τους περισσότερους κινδύνους και τις μεγαλύτερες απειλές από την εξελισσόμενη πολυσήμαντη γεωπολιτική κρίση.

Παρά ταύτα δείχνει να μην είναι σε θέση να αναλάβει τις δέουσες πρωτοβουλίες. Ειδικώς η ηγεμονεύουσα Γερμανία, που μέχρι πρότινος απολάμβανε τόσο την αμυντική ασφάλεια που της προσέφεραν οι ΗΠΑ όσο και τις αθρόες εισαγωγές φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου, μετεωρίζεται και αμφιταλαντεύεται, παρασύροντας όλη την Ευρώπη σε αντίστοιχη θέση.

Ολο το παιχνίδι της απάντησης στη ρωσική επιθετικότητα έχει αναληφθεί από τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν επιλέξει να αποδυναμώσουν όσο γίνεται τη Ρωσία και να τη φέρουν εξασθενημένη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Κατά βάση οι ΗΠΑ σέρνουν τον χορό και οι Ευρωπαίοι ακολουθούν αγκομαχώντας.

Με τη διαφορά ωστόσο ότι οι Αμερικανοί απέχουν περίπου 5.000 μίλια από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων και αναγκαστικά το μεγαλύτερο βάρος των συνεπειών του πολέμου θα το σηκώσουν οι Ευρωπαίοι.

Ηδη οι χώρες και οι κοινωνίες της δοκιμάζονται από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και τώρα πιθανώς θα αντιμετωπίσουν σοβαρά θέματα ενεργειακής επάρκειας και μαζί πυρηνικής απειλής, με ό,τι αυτά συνεπάγονται για την πολιτική και κοινωνική σταθερότητά τους.

Θα έλεγε κανείς ότι η Ευρώπη προσεγγίζει το σημείο θραύσης, τη χρονική στιγμή δηλαδή που δεν θα μπορεί να αντιδράσει, παρά θα είναι παραδομένη στη διάθεση των πλησιαζόντων γεγονότων, που θα έλεγε και ο ποιητής.

Και επειδή η Ευρώπη και οι πολίτες της δεν επιτρέπεται να περιπέσουν σε αυτή την τόσο δεινή θέση, το ορθότερο για τους ευρωπαίους ηγέτες θα ήταν να κάνουν περισσότερα πλέον για την ειρήνη, παρά για τον πόλεμο.

Η καθαρή επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν δίδει ίσως την ευκαιρία. Και κατά τα φαινόμενα μάλλον είναι η καταλληλότερη στιγμή να πιέσει και ο δικός μας πρωθυπουργός προς αυτή την κατεύθυνση.

Η σχέση τους είναι καλή, οι ιδέες και οι απόψεις τους για τον κόσμο είναι σχεδόν ίδιες, τα συμφέροντά μας συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό και η ειρήνη είναι βέβαιο ότι θα μας ευνοήσει περισσότερο από ό,τι ο πόλεμος.

ΤΟ ΒΗΜΑ