Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δοκιμάστηκαν τα τελευταία χρόνια από ένα κύμα λαϊκισμού που επιχείρησε να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Αξίες αμφισβητήθηκαν και θεσμοί υπονομεύθηκαν, ενώ ιδεολογικά προτάγματα που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο υπενθύμισαν πως τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν είχαν απομακρυνθεί οριστικά, παραμένοντας απλώς εν υπνώσει.

Στην πάντα ευαίσθητη Γηραιά Ηπειρο αυτό που αμφισβητήθηκε από τις δυνάμεις του λαϊκισμού ήταν το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Στην ουσία αμφισβητήθηκαν οι αρχές και οι αξίες πάνω στις οποίες είχε θεμελιωθεί η σύγχρονη Ευρώπη. Σημαντικό μέρος αυτών των αρχών και αξιών αντλήθηκε από τον ιδεολογικό χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας. Το κοινωνικό κράτος, η αναγνώριση σειράς ατομικών δικαιωμάτων, η διεύρυνση της μεσαίας τάξης, η συμπερίληψη και ο κανονιστικός ρόλος του κράτους ήταν η απάντηση στις συντηρητικές δυνάμεις που όμνυαν στη διατήρηση του στάτους κβο και στη χωρίς κανόνες αυτορρύθμιση της αγοράς.

Στο πλαίσιο εκείνης της ιδεολογικής διαμάχης, η Σοσιαλδημοκρατία κατηγορήθηκε ως «σπάταλη», απαξιώθηκε ως «κρατικιστική» και καταγγέλθηκε ως «τροχοπέδη» στην οικονομική ανάπτυξη. Κάποιοι, πλανημένοι ασφαλώς, πίστεψαν πως είχε έρθει και πάλι το τέλος της Ιστορίας. Σε ποιο σημείο του ιστορικού κύκλου βρισκόμαστε όμως σήμερα; Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ έχουν ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού χάνουν ευτυχώς τον πόλεμο που κήρυξαν. Και το σοσιαλδημοκρατικό ιδεοστάσιο, από τις σκανδιναβικές χώρες και τον ευρωπαϊκό Νότο έως τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, επανακάμπτει.

Ακόμη και θεσμοί, πάλαι ποτέ γνωστοί για τις άκαμπτες αν όχι σκληροπυρηνικές θέσεις τους όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναγνωρίζουν σήμερα πως η δημοσιονομική ορθοδοξία δεν είναι πανάκεια, πως η εμμονή στις πολιτικές λιτότητας είναι αντιπαραγωγική και αντιαναπτυξιακή και πως σε δύσκολους καιρούς το κράτος είναι όχι η αόρατη χειρ του Ανταμ Σμιθ, αλλά ένα ολοφάνερο και πλουσιοπάροχο χέρι που ωθεί την οικονομία στην ανάκαμψη. Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα δείχνει να έχει απαντήσεις για σύγχρονες προκλήσεις που ξεκινούν από τους αποκλεισμένους της παγκοσμιοποίησης και φτάνουν έως τις όλο και πιο διευρυνόμενες ανισότητες, αφού έχει αποδειχθεί πια πως ο πλούτος δεν γεννά πλούτο για το σύνολο της κοινωνίας αλλά κυρίως για τον εαυτό του.

Η χώρα μας δεν ξέφυγε από τον γενικό κανόνα. Αντίθετα. Από τις δυνάμεις του λαϊκισμού δεν δοκιμάστηκε απλώς, αλλά οδηγήθηκε στο χείλος της αβύσσου. Και η πολιτική δύναμη που εξέφρασε τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο και συνδέθηκε στην πρώτη της φάση με την ενίσχυση των εισοδημάτων των φτωχότερων στρωμάτων και στη δεύτερη με το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα, όχι μόνο καταγγέλθηκε ως μήτρα όλων των κακών, αλλά και λοιδορήθηκε μέχρι τελικής πτώσεως. Ασφαλώς η συρρίκνωσή της οφείλεται και στα δικά της λάθη, με το πλέον μοιραίο από αυτά την αδυναμία της να δει την οικονομική καταιγίδα που ερχόταν και να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα.

Τώρα όμως που οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις προβάλλουν σε ολόκληρο τον κόσμο ως δυνάμεις σταθερότητας, προόδου και ρεαλισμού, η ελληνική Κεντροαριστερά έχει την ιστορική ευκαιρία να επιχειρήσει την επανάκαμψή της και να διεκδικήσει τον χώρο που της ανήκει. Οι εσωκομματικές εκλογές, που ολοκληρώθηκαν εχθές Κυριακή, δεν είναι παρά το σημείο εκκίνησης. Η επόμενη μέρα θα πρέπει να βρει την Κεντροαριστερά με μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, που έως τώρα έχει φανεί εντελώς ανίκανη να προσφέρει η μείζων αντιπολίτευση. Από το πολιτικό μας σύστημα λείπει ο έτερος πόλος εξουσίας, απαραίτητος για την υγεία της δημοκρατίας μας.

Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για μια πολιτική δύναμη που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Και από τη δική της επιστροφή εξάλλου θα κριθεί εάν θα σιγήσουν για πάντα οι Σειρήνες του αριστεροδεξιού λαϊκισμού, από τις οποίες υπέφερε τόσο αυτός ο τόπος, αλλά και εάν θα ενταφιαστούν οριστικά οικονομικοί δογματισμοί που κατέστρεψαν επιχειρήσεις και νοικοκυριά.