Το ραντεβού μας δίνεται στο σπίτι της στον Λυκαβηττό. Φοράει ένα σετ γκρι φόρμες, στο πρόσωπό της δεν υπάρχει ίχνος make-up. Μόνο λίγο μαύρο μολύβι τονίζει ανεπαίσθητα το διαπεραστικό της βλέμμα. Καθόμαστε στο ηλιόλουστο αίθριο του σπιτιού της. Σερβίρει γαλλικό καφέ. Δίπλα της βρίσκεται ακουμπισμένο ένα βιβλίο για τον Σαίξπηρ. «Δεν έχετε πάντως καταπιαστεί ποτέ με τον μεγάλο άγγλο δραματουργό» παρατηρώ. «Πράγματι. Ισως δεν έχει και τόσο πολλούς γυναικείους ρόλους, αν το σκεφτείτε» απαντά. «Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, μάλλον τελικά δεν έτυχε. Και για Ιουλιέτα σήμερα δεν θα με έπαιρνε κανείς». Η Μπέττυ Αρβανίτη διαθέτει ένα υποδόριο χιούμορ. Θα αυτοσαρκαστεί συχνά στη διάρκεια της συνέντευξής μας, με εκείνη την allure της μεγάλης θεατρίνας που είναι ταυτόχρονα τόσο «κανονική», γήινη και προσηνής. Οπως, για παράδειγμα, όταν θα εξομολογηθεί ότι πέρασε από τρεις δραματικές σχολές. «Μα είχα κάνει κανονική περιοδεία. Πρώτα από τον Κουν, ύστερα από τον Βαχλιώτη για έναν χρόνο, καθώς η σχολή του έκλεισε έπειτα, και τελικά αποφοίτησα από τον Κατσέλη». «Από τον Κουν γιατί φύγατε;» τη ρωτώ. «Γιατί είχα ερωτευτεί και στον Κουν αυτό δεν επιτρεπόταν…». Μαθήτρια ακόμη στη σχολή του, ήταν έγκυος στον γιο της, τον γνωστό σήμερα συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη.

Η «πληγή» της οικογένειας

Μόλις το προηγούμενο βράδυ την έχω απολαύσει ως αυταρχική Μαργκαρέτα στο συγκλονιστικό έργο «Φθινόπωρο Χειμώνας» του σουηδού θεατρικού συγγραφέα, μυθιστοριογράφου και ποιητή Λαρς Νορέν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Ιανουάριο χτυπημένος από την COVID-19. «Δεν είναι φοβερό αυτό;» λέει. «Εφυγε ενώ εμείς κάναμε πρόβες με τον Νίκο Μαστοράκη πάνω στο έργο του».

Ενα οικογενειακό δράμα δωματίου λοιπόν. Η εικόνα της Αγίας Οικογένειας καταρρέει εκεί, στο αστικό της σαλόνι. Καταλύτης των εξελίξεων η ατίθαση κόρη της οικογένειας Αννα (την υποδύεται η Αννα Καλαϊτζίδου), μια ανύπαντρη μητέρα που εργάζεται ως σερβιτόρα σε γκέι μπαρ και η οποία κατηγορεί τη δική της μητέρα, τη Μαργκαρέτα, για ό,τι δεινό της συμβαίνει. Από την άλλη, η άλλη κόρη της οικογένειας Εύα (την υποδύεται η Μαρία Καλλιμάνη), ένα golden girl των πολυεθνικών. Τόσο πετυχημένη και τόσο άδεια. Και πάντα στο βάθος οι γονείς: η αυταρχική Μαργκαρέτα, που κουβαλά τα δικά της τραύματα, και ο άβουλος σύζυγός της Χένρικ (τον υποδύεται ο Αλκης Παναγιωτίδης), ευνουχισμένος λες από την ίδια τη ζωή.

Τελικά κάθε οικογένεια κρύβει τους δικούς της σκελετούς στην ντουλάπα; «Ετσι δεν είναι; Και είναι λογικό. Μέσα στην οικογένεια ως παιδιά δεν δοκιμάζουμε τα πάντα; Δεν είναι σαν μια πρόβα ζωής; Οι επιβεβαιώσεις, οι απορρίψεις που παίρνουμε δεν μας καθορίζουν; Και από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι οι γονείς μας δεν είναι διαμορφωμένοι και εκείνοι με τη σειρά τους από τους δικούς τους γονείς; Είναι νομίζω εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγεις από αυτές τις πρώτες πρόβες ζωής που έχεις κάνει ως παιδί εντός της οικογένειας. Αν το παιδάκι έχει μάθει ότι όταν κλαίει πετυχαίνει αυτό που θέλει, αυτό θα χρησιμοποιήσει ως μοτίβο συμπεριφοράς στη ζωή του. Αν έχει μάθει ότι πετυχαίνει όντας χαριτωμένο, αυτό πάλι θα επαναλάβει. Νομίζω οι γονείς επιδιώκουν συνειδητά το καλό του παιδιού τους, αλλά πάνω σε αυτή την προσπάθεια μπορούν να γίνουν και εγκλήματα. Δείτε το έργο. Η μια κόρη είναι εντελώς ανισόρροπη, η άλλη κρύβεται πίσω από την επιτυχία της. Αν ένας άνθρωπος κυνηγά μόνο την επιτυχία και αντλεί χαρά μόνο από εκεί, αυτός ο αγώνας καλύπτει κάθε ευτυχισμένη του στιγμή».

Εκείνη ως ηθοποιός δεν κυνήγησε την επιτυχία; «Οχι. Μου φαίνεται τρελό να κυνηγάς μόνο αυτή. Σχεδόν ύποπτο. Δεν γίνεται ένας άνθρωπος να μην υποστεί και την αποτυχία, γιατί και από εκεί έχεις να κερδίσεις, αν πραγματικά σε απασχολεί η τέχνη επί της ουσίας και όχι απλά η επιτυχία. Υπάρχει κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ και το λέω: αυτός ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, αλλά τελικά κατάφερε να γίνει διάσημος».

Εκείνη γνώρισε τη διασημότητα μέσα από τις ταινίες της Finos Film, μια διασημότητα που ήρθε αβίαστα. Είχε όμως ήδη ξεκινήσει από το θέατρο, το ποιοτικό θέατρο. «Η ρίζα μου ήταν πάντα εκεί. Το σινεμά ήταν απλά κάτι που συνέβαινε παράλληλα. Αλλά τελικά αυτό μένει στη μνήμη των ανθρώπων. Εκείνες τις ταινίες δεν τις αποποιούμαι. Μια χαρά ήταν και ωραία περνάγαμε, αλλά η πραγματική μου επιθυμία ήταν πάντα το θέατρο. Απλώς όταν φτιάξαμε το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας αυτή η επιθυμία πήρε μια πιο μεγάλη διάσταση. Ξεκαθάρισε το τοπίο ολοκληρωτικά».

Πηγαίνουμε λοιπόν στη δημιουργία του δικού της θεάτρου. Ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης, ένας άνθρωπος κομβικός για τη ζωή της, βρισκόταν στη Βιέννη. Της τηλεφώνησε και της πρότεινε να ανεβάσει «Tα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του Φασμπίντερ. «Εγώ γερμανικά δεν ήξερα. Ευτυχώς μόλις είχα γνωριστεί με τον Βασίλη (αναφέρεται στον σύζυγό της, τον πολιτικό μηχανικό και μεταφραστή Βασίλη Πουλαντζά, νυν πρόεδρο του ΔΣ του Εθνικού Θέατρου)». Εψαξαν μαζί για να βρουν ένα θέατρο να το ανεβάσουν. Και ύστερα κάλεσαν από τη Θεσσαλονίκη τη Ρούλα Πατεράκη για να το σκηνοθετήσει.

Κατέληξαν στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας. «Ο πρώτος που μπήκε στον χώρο και μας έδωσε τη γνώμη του ήταν ο Μίνως Βολανάκης. Από το θέατρο αυτό είχαν περάσει πριν από εμάς ο Μιχαηλίδης, ο Ευαγγελάτος, ο Μητσάκης. Αρχικά ήταν μια αποθήκη τσιγάρων, του Καπερνάρου. Οπως και το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή».

Σπουδαίες συναντήσεις

Τη ρωτώ για τις συναντήσεις που την καθόρισαν θεατρικά. «Ο Μίνως Βολανάκης. Καθόρισε όχι μόνο τη θεατρική μου πορεία, αλλά την ίδια μου τη ζωή. Eίναι ο πιο ελεύθερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Με μια τεράστια γνώση που είχε προς χρήση, όχι προς επίδειξη, μια γνώση στην υπηρεσία μιας ζωής καθημερινής. Και θαύμαζα επάνω του και κάτι άλλο. Την απόλυτη αίσθηση που είχε ότι κομμάτι της ζωής που του δόθηκε να διανύσει ήταν απόλυτα δικό του. Εμάς τους ανθρώπους μάς καθορίζουν πολλά άλλα πράγματα πέρα από εμάς. Εκείνος δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Για αυτό σεβόταν πολύ και την ελευθερία του άλλου, σε βαθμό μάλιστα που έλεγες «μα γιατί δεν μας πιέζει λίγο παραπάνω στην πρόβα;». «Δουλειά μου», έλεγε, «είναι να σε κάνω να θέλεις αυτό που εγώ θέλω». Προσπαθούσε να εμπνεύσει μόνο, να δημιουργήσει. Για αυτό όσοι έχουν δουλέψει μαζί του τον θεωρούν μάγο, γκουρού και όλα αυτά».

Τη ρωτώ για τη συνάντηση ζωής με τον Βασίλη Πουλαντζά, τον άνθρωπο με τον οποίο έστησαν μαζί το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας. Χαμογελά. «Εγώ με τον Βασίλη τσακωνόμαστε πάρα πολύ. Αλλά τσακωνόμαστε για μικρά πράγματα. Δεν τσακωνόμαστε για τα σοβαρά, τα μεγάλα. Σε αυτά έχουμε την ίδια οπτική. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ήμασταν τυχεροί που συναντηθήκαμε σε μεγαλύτερη ηλικία. Είχαμε ήδη ένα παρελθόν, τα παιδιά μας από προηγούμενες σχέσεις. Αν είχαμε γνωριστεί νωρίτερα, το πιο πιθανό θα ήταν να μην είμαστε σήμερα μαζί. Γιατί είμαστε και οι δύο πολύ ανήσυχοι».

Η γνωριμία τους μετρά 38 χρόνια. «Ηταν αυτό που λέμε «μπαμ και κάτω»» αναφέρει. «Αρχικά ήταν η έλξη η εξωτερική. Μας ένωναν όμως πράγματα. Το θέατρο. Η θάλασσα. Παλαιότερα είχαμε ένα φουσκωτό. Περνάγαμε ωραία. Εντάξει, πλέον μεγαλώσαμε…».

Η ίδια είναι δεινή κολυμβήτρια. «Ξέρετε, είχα υπάρξει αθλήτρια. Πρωταθλήτρια μάλιστα στις Κορασίδες. Στη θάλασσα χάνομαι με τις ώρες. Επειδή έχω και μυωπία, μια φορά είχα απομακρυνθεί τόσο που δεν έβλεπα τη στεριά. Ο Βασίλης παραλίγο να καλέσει το Λιμενικό». «Μα το κάλεσα!» ακούγεται να λέει εκείνος από το σαλόνι.

Η μαγεία του θεάτρου

Στη διάρκεια της υποχρεωτικής καραντίνας το θέατρο της έλειψε πολύ. «Τι έκανα; Διάβασα μέχρι που ανακάλυψα και τη μαγειρική. Και για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι, ναι, μπορώ να ζήσω και χωρίς το θέατρο. Ηταν μια πρόβα ζωής για τη ζωή μετά το θέατρο…». Δυσκολεύομαι να την πιστέψω. Σε λίγες ημέρες, παράλληλα με τις παραστάσεις για το «Φθινόπωρο Χειμώνας», ξεκινά πρόβες με τον Δημήτρη Καραντζά πάνω στο έργο «Το μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’Νιλ που θα ανεβεί αμέσως μετά. Είναι η δεύτερη συνεργασία της με το «enfant terrible» του ελληνικού θεάτρου μετά τον «Γυάλινο κόσμο» που ανέβασαν το 2018. «Τον λατρεύω τον Δημήτρη. Ηθελα να δουλέψουμε ξανά μαζί. Εν τω μεταξύ, δεν έχω ξαναπαίξει μια γυναίκα όπως η Μαίρη. Είμαι τόσο περίεργη για το τι θα ανταλλάξουμε πάλι με τον Δημήτρη. Δεν με νοιάζει να παίζω ρόλους. Με ενδιαφέρει με ποιους θα το κάνω. Οπως έλεγε και η Μάγια Λυμπεροπούλου: «Το θέατρο είναι αριθμού πληθυντικού»».

Πώς προσεγγίζει όμως έναν ρόλο; «Πρώτον, θέλω να τον κατανοήσω. Και ύστερα να αρχίσω να κυκλώνω την ηρωίδα. Το δικό μου στοίχημα είναι το μη θέατρο. Να καταφέρω να κάνω έναν ρόλο τόσο δικό μου… Ο ρόλος μπαίνει μέσα σου και δημιουργεί συνδέσεις. Είναι ένας καταλύτης. Γιατί μέσα από εσένα βγαίνει… Δεν υποτιμώ τις τεχνικές. Οποιος τις έχει τις έχει. Αλλά από εκεί και πέρα δεν με ενδιαφέρει να πλάθεται ένας ρόλος εγκεφαλικά. Πρέπει να τον πιστέψεις, με λίγα λόγια, πρώτος εσύ και ύστερα να πείσεις. Αυτό γίνεται και καθ’ οδόν πολλές φορές, στη διάρκεια των παραστάσεων. Ενας ρόλος έχει εξέλιξη καθημερινή. Αλλιώς είναι πραγματικά βαρετό. Να λες τα ίδια λόγια κάθε μέρα, με τον ίδιο τρόπο; Γιατί;».

Πέρα από το θέατρο, τι της δίνει χαρά; «Ο εγγονός μου, ο Ερμής. Είναι κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Με τον γιο μου, επειδή τον έφερα στον κόσμο τόσο μικρή, μεγαλώσαμε μαζί. Εχουμε μια καταπληκτική σχέση σήμερα, δεν υπήρξα όμως ποτέ η κλασική μαμά. Αφού τώρα, καμιά φορά αν του πω «βάλε μια ζακέτα, βρε παιδί μου», μου απαντά: «Μα τι έπαθες; Τώρα στα πίσω-πίσω το θυμήθηκες να κάνεις τη μαμά»».

Οι Δευτέρες είναι πλέον αφιερωμένες στον Ερμή. «Δεν τις χαλαλίζω για κανέναν. Περιμένω σαν τρελή να δω αυτή την αθωότητα και τη γλυκιά πονηριά μαζί. Και βλέπεις πώς στήνεται το παιχνίδι της ανθρώπινης ψυχής. Ξέρω, βέβαια, ότι δεν θα μάθω ποτέ τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Ναι, αυτή η περιέργειά μου δεν θα ικανοποιηθεί ποτέ. Και πρόκειται για ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Τόσο σημαντικό…».

 

INFO

«Φθινόπωρο Χειμώνας»: Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας (Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη), Τετάρτη έως Κυριακή.