Eίναι ένα νησί απροσποίητο που αποπνέει µια χαλαρή διάθεση και βρίσκεται µακριά από τον θόρυβο και τις κοσµικότητες της Υδρας και των Σπετσών. «Εκεί όλα είναι φως. Ενα µοναδικό φως, µιας απερίγραπτης διαφάνειας και απλότητας», αν θέλουµε να χρησιµοποιήσουµε τα λόγια του ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ, όταν είχε βρεθεί για πρώτη φορά στον Πόρο το 1952.

Από τον Βασιλείου στον Παρθένη

Μερικές δεκαετίες πίσω, ήταν άλλωστε ο κατ’ εξοχήν κοσµοπολίτικος προορισµός και µέχρι τη δεκαετία του ’60 έχαιρε µιας φήµης που συγκρίνεται µε εκείνη της Μυκόνου σήµερα. Επιπλέον, οι επισκέπτες φηµίζονταν για το υψηλό πνευµατικό τους επίπεδο – εκεί εξάλλου διατηρούσαν σπίτια οι οικογένειες των Δραγούµη, Τοµπάζη, Διαµαντόπουλου και συχνά φιλοξενούνταν καλλιτέχνες που έµελλε να σηµαδέψουν ανεξίτηλα την Ιστορία της Τέχνης του 20ού αιώνα. Εκεί πήγαινε ο Κωστής Παλαµάς µε την οικογένειά του, εκεί  – και συγκεκριµένα στην ονοµαστή ταβέρνα του Σωτήρη Κερρά στην Πούντα – πήγαινε ο Τσαρούχης κάθε φορά που επισκεπτόταν το νησί και έβρισκε µοντέλα για τα έργα όπου απεικονίζονταν ναύτες. Τον Πόρο απαθανάτισε και ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου σε µια αφίσα που επιµελήθηκε για τον Ελληνικό Οργανισµό Τουρισµού το 1948 µε στόχο βέβαια να προβληθεί η χώρα ως ο ιδανικός τουριστικός προορισµός, όπως έκανε και ο Γιάννης Μόραλης µε την Υδρα (αµφότερες πωλήθηκαν πρόσφατα από τον οίκο δηµοπρασιών Βέργος). Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης επισκεπτόταν σταθερά µε την οικογένειά του τον Πόρο, ενώ φιλοτέχνησε και τις τοιχογραφίες του µητροπολιτικού ναού του Αγίου Γεωργίου. Στη δε Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής περνούσε τον καιρό του διαλογιζόµενος και φιλοτεχνώντας πίνακες εµπνευσµένους από τον χώρο. Ο περίφηµος «Ευαγγελισµός» (1907-1910) του «τοποθετείται» στον περίβολο του µοναστηριού και έχει ως διάκοσµο την αυλή του. «Το φως, η φυσική οµορφιά του τοπίου και η γαλήνη που πρόσφερε εν αφθονία τούς σαγήνευε όλους» απαντάει ο Γιάννης Σουλιώτης, συγγραφέας του βιβλίου «Οδοιπορικό στον Πόρο» (Κάπα Εκδοτική) σε όλους όσοι απορούν για την έλξη που ασκούσε το χαµηλών τόνων νησί του Αργοσαρωνικού.

Κράξτον, Φρόιντ, Σαγκάλ

Για παράδειγµα, στενή σχέση µε το νησί είχε ο βρετανός ζωγράφος Τζον Κράξτον (1922-2009), ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης µε αδυναµία στον µεσογειακό Νότο, ο οποίος είχε βρει ένα απάγκιο στον Πόρο όσο η πατρίδα του προσπαθούσε να µαζέψει τα κοµµάτια της µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο και όσο µαινόταν ο Εµφύλιος στην Ελλάδα. Το εν λόγω νησί ήταν εν µέρει προστατευµένο, καθώς αποτελούσε ναυτική βάση. Ο Τζον Κράξτον ήταν εκείνος που παρέσυρε τον φίλο του Λούσιαν Φρόιντ (1922-2011) να έρθει στο νησί του Πόρου την περίοδο 1946-47. Ο Σεφέρης τούς ανέφερε στο βιβλίο του «Μέρες Ε΄» (1945-1951) και περιέγραφε πώς γλεντούσαν. Παρότι είχαν εντελώς διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες – ο ένας ήταν εξωστρεφής και οµοφυλόφιλος, ο δεύτερος λιγοµίλητος και αν κρίνει κανείς από τα σαράντα µη νόµιµα παιδιά που υποτίθεται ότι άφησε πίσω του, µεγάλος λάτρης του γυναικείου φύλου -,
η φιλία τους ήταν δυνατή, ακριβώς ίσως επειδή συµπλήρωναν µε έναν τρόπο ο ένας τον άλλον. Τουλάχιστον όσο ήταν νέοι, συµφοιτητές και συγκάτοικοι στο Abercorn Place στο Σεν Τζονς Γουντ του Λονδίνου, και στον Πόρο, στα δύο δωµάτια στον επάνω όροφο ενός διώροφου κτιρίου µε θέα τη θάλασσα. Εξ ου και µπορεί κανείς να δει µια τιµητική πλάκα στη µνήµη τους έξω από την οικία Μαστροπέτρου, εκεί όπου έζησαν και εργάστηκαν, η οποία τοποθετήθηκε το 2012 επί της δηµαρχίας του Δηµήτρη Στρατηγού. Ο Φρόιντ έφυγε και δεν ξαναγύρισε στο νησί του Πόρου, εξάλλου στο Λονδίνο τον περίµενε µια καριέρα τόσο λαµπρή που τον κατέστησε τελικά έναν από τους πιο σηµαντικούς ζωγράφους του 20ού αιώνα. Ο Κράξτον παρέµεινε πιστός στην αγάπη του για την Ελλάδα και µέχρι τον θάνατό του µοίραζε τη ζωή του ανάµεσα στα Χανιά και στο Λονδίνο. Το φως και η έντασή του στο Αιγαίο είχαν καταλυτική επίδραση επάνω του.

Ο Κράξτον ενσωµάτωσε όσα έβλεπε γύρω του και στην τέχνη του: στους πίνακες µε ψάρια, ναύτες, βοσκούς ή στα βουκολικά του τοπία, και σε πολλά άλλα έργα του είναι εµφανής η επιρροή του από το ύφος του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, ο οποίος ήταν φίλος του, αλλά και του Τσαρούχη, ιδίως στα πορτρέτα των ναυτών. Ο Κράξτον φιλοτέχνησε και τον «Κοιµισµένο ψαρά» (1948), ένα έργο που πωλήθηκε από τον οίκο Sotheby’s το 2012 για 277.000 στερλίνες, µια τιµή-ρεκόρ για έργο του άγγλου ζωγράφου. Ο δε Φρόιντ ζωγράφισε λεµόνια, µανταρίνια, ένα πορτρέτο του γιου της σπιτονοικοκυράς τους, Πέτρου Μαστροπέτρου, αλλά και δύο αυτοπροσωπογραφίες του. «To αιχµηρό φως και η διαύγεια παρέµειναν στο έργο του όταν γύρισε στο Λονδίνο» έγραφε στον «Guardian» ο τεχνοκριτικός Γουίλιαµ Φίβερ µε αφορµή την έκθεση µε έργα του Φρόιντ στην Tate Britain το 2002.

Μια τιµητική πλακέτα στον βόρειο τοίχο της γκαλερί Citronne µάς θυµίζει ότι από το νησί πέρασε και ένας άλλος µεγάλος της τέχνης. Ο Μαρκ Σαγκάλ (1887-1985) είχε έρθει λίγο µετά τον Φρόιντ, το καλοκαίρι του 1952, όταν φιλοξενήθηκε µε τη σύζυγό του Βάβα στη βίλα «Γαλήνη». Εκεί δηλαδή όπου λίγα χρόνια νωρίτερα ο Σεφέρης είχε εµπνευστεί την «Κίχλη». Το κίνητρο τού το είχε δώσει ο παλιός του φίλος Στρατής Ελευθεριάδης-Tériade, ο οποίος τού είχε ζητήσει να εικονογραφήσει µε λιθογραφίες το ποιµενικό ερωτικό διήγηµα «Δάφνις και Χλόη» του λέσβιου συγγραφέα Λόγγου. Εξ ου και βρέθηκε ο ρώσος ζωγράφος στην Ελλάδα το 1952 και το 1954, µια και η συγκοµιδή των έργων από την πρώτη επίσκεψη δεν ικανοποίησε τον Tériade. Από την Αθήνα, στους Δελφούς, στο Ναύπλιο και στον Πόρο, που του έκλεψε τελικά την καρδιά, ο Σαγκάλ απλώς άνοιξε το παράθυρο του δωµατίου και έβαλε ένα ρηχό πανέρι µε φρούτα µε φόντο τη Χώρα του νησιού µε το χαρακτηριστικό ρολόι στην κορυφή. Αυτή έγινε η «Νεκρή φύση σε γαλάζιο», ενώ ακολούθησε «Ο Πόρος µε ψάρια», ό,τι έβλεπε µέσα στα ρηχά καλάθια. «Ευχαριστώ πολύ για την ωραία διαµονή, Μαρκ Σαγκάλ, Πόρος, 4/9/1952» σηµείωνε στο βιβλίο επισκεπτών της «Γαλήνης» κάτω από την αυτοπροσωπογραφία του, η οποία τελικά εξαφανίστηκε και αγνοείται µέχρι σήµερα, και σηµειώνεται στο βιβλίο «Ο Marc Chagall στην Ελλάδα. Ποιήµατα» (εκδόσεις Αρµός), και πάλι από τον Γιάννη Σουλιώτη. Οσον αφορά το έργο του, από εκεί και πέρα υποτίθεται ότι ξεκίνησε η ας την πούµε «ελληνική περίοδος» του εβραϊκής καταγωγής ρώσου ζωγράφου, η οποία και κράτησε τρεις δεκαετίες, έως το 1980. «Σε αυτή τη γωνιά του Σαρωνικού, στο νησί του Ερωτα και της γαλήνης, το νησί µε το λαµπρό φως, ο Σαγκάλ, ο µοναδικός µετά τον Ρενουάρ, όπως είπε ο Πικάσο, που είχε την αίσθηση του φωτός, παρατήρησε: τη σχέση των πραγµάτων και του αέρα που τα περιτυλίγει και πιο πολύ εκείνη των γραµµών και του φωτός κι έβαλε εκεί την έµπνευση της στιγµής στα δυο αυτά µυθολογικά πρόσωπα (σ.σ.: Δάφνι και Χλόη), αλλά επίσης στη συνέχεια και σε ορισµένους πίνακες καταπληκτικής οµορφιάς οι οποίοι αντανακλούν όχι µόνο το φως του Πόρου αλλά αποκαλύπτουν επίσης και το σύµπαν των ποιηµάτων του» σηµειώνει ο Γιάννης Σουλιώτης. Ο Γιώργος Σεφέρης που είχε κάνει τον Πόρο δεύτερη πατρίδα του είχε γράψει κάτι που απηχεί έντονα και σήµερα: «Φεύγω από τον Πόρο, όπως έφευγα τον Μάη του ’41 από την Κρήτη – προς το άγνωστο. Τη µεγάλη γαλήνη που αισθανόµουν τώρα τελευταία, τα πρωινά, εδώ, δεν ξέρω αν θα την ξανάβρω».