«Αυτό που μπορούσε ακόμα και ανεκπαίδευτο μάτι να εντοπίσει είναι η μη συμβατότητα της συμπεριφοράς του 32χρονου πιλότου σε σχέση με το συμβάν που υποστήριζε ότι βίωσε. Θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες μετά το συμβάν, να δει έναν άνθρωπο καταρρακωμένο. Αντί αυτού η άνεση και η ψυχραιμία του μπροστά στο φακό ήταν εντυπωσιακή»

Σε αυτήν την εκτίμηση για την «αποκαλυπτική» και «προδοτική» συμπεριφορά του 32χρονου πιλότου Μπάμπη Αναγνωστόπουλου είχε προχωρήσει –μιλώντας προς «Το Βήμα» –ο εκπρόσωπος του Ινστιτούτου Γλώσσας Σώματος κι ειδικός στην ανίχνευση ψευδούς κ. Μάριος Βογιατζής, μόλις λίγα 24ωρα μετά την δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν στα Γλυκά Νερά.

Η εφημερίδα μας ζήτησε από τον κ Βογιατζή να εκφράσει την άποψη του για το πολυσυζητημένο βίντεο με τις δηλώσεις του πιλότου μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, την επομένη της δολοφονίας της συζύγου του.

Κι ενώ ήδη οι αστυνομικοί είχαν ξεκινήσει την έρευνα για τον εντοπισμό των αναφερόμενων «ληστών» που όπως υποστήριζε εισέβαλαν στο σπίτι του, στο εν λόγω οπτικό υλικό πολλοί πολίτες είχαν διακρίνει σημεία υποκριτικής , παραπλανητικής συμπεριφοράς από τον πιλότο.

Ετσι οι αναφορές του κ. Μ. Βογιατζή που έχει εξειδίκευση στην σχετική αναγνώριση «ιχνών ψεύδους» είχε εξαιρετική σημασία, σε εκείνη την αρχική φάση. Μάλιστα απέστειλε το σχετικό οπτικό υλίκό σε συνεργάτες του στην Ελβετία και στο Χονγκ Κονγκ όπου κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα.

Όπως σημείωνε ο κ. Βογιατζής «από την αρχή αυτής της υπόθεσης και από την εξέταση των βίντεο των συνεντεύξεων του πιλότου στους δημοσιογράφους, η παρουσία του, η συμπεριφορά του 32χρονου σε πολύ συγκεκριμένα σημεία, αλλά και η εν γένει εικόνα του ήταν τεχνικά προβληματική και προκαλούσε πολλά ερωτηματικά.

Σε πιο τεχνικό επίπεδο, όσον αφορά την αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών μηνυμάτων, ήταν η πλήρης απουσία συναισθήματος λύπης ακόμα και θυμού στο πρόσωπό του. Δεν υπήρχε ίχνος από αυτά τα συναισθήματα. Οι συνεχείς αναφορές «στα παιδιά που δουλεύουν μέρα – νύχτα» (εννοώντας τους αστυνομικούς) ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.

Σκοπός μία τέτοιας «φιλικής» συμπεριφοράς είναι να πείσει ότι αυτός αποκλείεται να έχει κάνει τέτοια πράξη.

Τέλος, ασύμβατες κινήσεις όπως η φροντίδα στην γάτα του, σοβαρότατα λεκτικά ολισθήματα με αποκορύφωμα την απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε «πότε καταλάβατε ότι η γυναίκα σας είναι νεκρή» , «όταν ήρθαν οι αστυνομοί» ( λάθος τονισμός), η αναφορά σε αστυνόμους ( σπάνια κάποιος χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη συνήθως αναφέρουμε αστυνομικοί), ασυμμετρίες στις μικροεκφράσεις του προσώπου του . Όπως εξαλλου εκφράσεις αποστασιοποίησης από το γεγονός του τύπου «αυτό που συνέβη σε μένα» σε τεχνικό επίπεδο αφήνουν ελάχιστες αμφιβολίες»».

Όπως δε συμπληρώνει ο κ. Βογιατζής «ο επικήδειος λόγος του, με καμία αναφορά στο όνομα της γυναίκας του ήταν απλά η επιβεβαίωση ότι ο ρόλος του τουλάχιστον θα έπρεπε να ερευνηθεί περαιτέρω. Το καθένα από τα παραπάνω θα μπορούσε, αν δεν συνυπήρχε ταυτόχρονα με όλα τα υπόλοιπα, να δικαιολογηθεί ή να ερμηνευτεί διαφορετικά. Όλα μαζί όμως σε καμία περίπτωση».

Εξακολουθεί, λοιπόν, το ερώτημα γιατί τέτοιου είδους επισημάνσεις δεν υπήρξαν κι από αρμόδια στελέχη της ΕΛ.ΑΣ (σ.σ με την βοήθεια ειδικών) που εξέταζαν τον 32χρονο, ενώ η έρευνα τους κατευθυνόταν σε άλλες εκδοχές για τον φόνο στην μεζονέτα.