Είναι ένα σπίτι που ανήκε κάποτε σε μια μεσοαστική οικογένεια και πρέπει να χτίστηκε στον Μεσοπόλεμο. Στην περιοχή που εκτείνεται ανάμεσα στον Αγιο Παύλο και την πλατεία Αττικής και έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτη μέσα στα χρόνια, ο Γιώργος Ρόρρης δημιουργεί εδώ και 28 έτη τα φορτισμένα συγκινησιακά έργα του. Με μια μοναστική προσήλωση, θα έλεγε κανείς, με μια θρησκευτική συνέπεια, χειρίζεται με απόλυτο σεβασμό την «ιερότητα» της ανθρώπινης μορφής. Ο «ναός» μέσα στον οποίο τοποθετεί τις εικόνες του είναι το ίδιο το ατελιέ, το οποίο αποτελεί εδώ και δύο δεκαετίες αναπόσπαστο κομμάτι των πινάκων του. Εξ ου και αυτή ακριβώς η σχέση του με το ατελιέ του αναλύεται στη μία από τις τρεις ενότητες της επερχόμενης αναδρομικής του με τίτλο «Γιώργος Ρόρρης – Η ευγένεια του απέριττου», η οποία θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο (από αρχές Ιουλίου μέχρι αρχές Οκτωβρίου) σε επιμέλεια Μαρίας Κουτσομάλλη-Μορώ. Αλλωστε ο Βασίλης Γουλανδρής είχε διακρίνει το ταλέντο του Ρόρρη με τη συμβολή του Παναγιώτη Τέτση και του Δημήτρη Παπαστάμου ήδη από το ’86, χρονιά που του είχε δώσει την ευκαιρία να εκθέσει δουλειά του για πρώτη φορά στη Νέα Πτέρυγα του Μουσείου της Ανδρου. Οι άλλες δύο ενότητες της έκθεσης αναφέρονται στις επιδράσεις που δέχθηκε από τους δασκάλους του και στον διάλογο που άνοιξε μαζί τους μέσω της ζωγραφικής, όπως βεβαίως και στην αδιάκοπη εξερεύνηση του σώματος, φτιαγμένου «από σάρκα και οστά». Ολα όμως αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτό το σπίτι. Φέρει εμφανή όλα τα σημάδια του χρόνου πάνω του, είναι ένα ταπεινό μνημείο του παρελθόντος που εξακολουθεί να στέκεται και να αντιστέκεται ανάμεσα στα φανοποιεία και τα πλυντήρια αυτοκινήτων που το περιβάλλουν. Ακριβώς όπως ο ένοικός του επιμένει με συγκινητική αφοσίωση να αναπαριστά τον κόσμο εντός του με όλη την πατίνα του χρόνου αποτυπωμένη επάνω του.

Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριµένο χώρο ως ατελιέ;

«Τον νοίκιασα το ’93 γιατί μου είχε έρθει η επιθυμία να ζωγραφίσω την πόλη, όχι την Αθήνα των νεοκλασικών που μας είχε δώσει η ζωγραφική, αλλά την πολυκατοικία, το γιαπί, το εργοτάξιο – τότε είχαν ξεκινήσει και οι εργασίες του μετρό. Για τρία χρόνια δούλευα στην ταράτσα, γιατί αυτό το ατελιέ δεν είναι κλεισμένο από πολυκατοικίες και αφήνει μεγάλα ανοίγματα στην πόλη. Είχα παρουσιάσει αυτά τα έργα στο Παρίσι, στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε, το ’96 και ένα πράγμα που μου είχαν πει οι επισκέπτες ήταν ότι δεν τους είχε περάσει από το μυαλό πως η πόλη που έβλεπαν ήταν η Αθήνα, αλλά ενδεχομένως το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης».

Πότε έγινε ανθρωποκεντρική η ζωγραφική σας;

«Στα τελευταία έργα που είχα κάνει έξω, είχε αρχίσει να κατασκευάζεται ένα μεγάλο γιαπί, οπότε εκεί είχαν κάνει την εμφάνισή τους και οι εργάτες που ήταν πάνω στη σκαλωσιά. Επειτα, σιγά-σιγά δέχτηκα δύο ισχυρές επιρροές.
Η μία ήταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όπου ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τα ρωμαϊκά πορτρέτα που δεν απεικόνιζαν μια ιδεατή μορφή αλλά ανθρώπους όπως ήταν. Σκέφτηκα: «Μα γιατί να μην μπορεί να γίνει μια ζωγραφική τόσο αληθινή, χωρίς να κολακεύει τον εικονιζόμενο;». Η άλλη ήταν μια έκθεση του Περικλή Πανταζή στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου είδα έργα τα οποία έδιναν την αίσθηση του non finito, του ότι ήταν ημιτελή. Ηρθε λοιπόν μια μέρα ένας φίλος στο ατελιέ το ’96 και εκεί που κουβεντιάζαμε του λέω «Μήπως έχεις δυο ωρίτσες;», για να τον ζωγραφίσω. Εκ των υστέρων αντιλήφθηκα ότι αυτό που ένιωθα μέσα μου ζωγραφίζοντας το πρόσωπό του δεν το ένιωθα όταν έκανα τα τοπία. Ηταν ένα ξέσπασμα, ένα ντελίριο. Γιατί ήμουν συνεχώς σε μια προσπάθεια να συλλάβω το άπιαστο, σαν η μορφή του ανθρώπου να ήταν ένα πετούμενο που θα έφευγε».

Το ατελιέ πότε µπήκε στο κάδρο;

«Στο δεύτερο έργο όπου πρωταγωνιστούσε άνθρωπος. Ηρθε μια παιδική μου φίλη, καθηγήτρια φιλόλογος, αλλά δεν βγήκε αποτέλεσμα σε ένα δίωρο. Ξανάρθε, αλλά δεν έβλεπα στον πίνακα την ένταση και τη φρεσκάδα εκείνης της πρώτης ματιάς. Και τότε, για να μην τα παρατήσω, άρχισα να προσθέτω στον πίνακα τελάρα δεξιά, αριστερά και κάτω και να ζωγραφίζω τον περιβάλλοντα χώρο. Είχα ξεκινήσει να κάνω το πρόσωπό της, αλλά στην πορεία συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι το πρόσωπο αυτό έπρεπε να ζωγραφιστεί δεχόμενο την επιρροή του περιβάλλοντος χώρου, όπως και ο περιβάλλων χώρος έπρεπε να ζωγραφιστεί δεχόμενος την επιρροή του προσώπου. Αυτό κράτησε 27 ημέρες, με βοήθησε μάλιστα μια μεγάλη απεργία της ΟΛΜΕ την εποχή εκείνη και κατάφερα και το τέλειωσα. Ηταν η πρώτη συνειδητή απεικόνιση του ατελιέ. Ο πίνακας είναι σαν την αράχνη που απλώνει τον ιστό της. Ξαφνικά επεκτεινόμουν όλο και πιο πέρα, είχα ξεχαστεί ότι είχα ξεκινήσει από τη φιγούρα, αλλά εκεί έπρεπε να επιστρέψω για να τελειώσω, γιατί το κεντρικό σημείο και η αφορμή για τον πίνακα ήταν και είναι η ανθρώπινη μορφή».

H παιδεία στην ΑΣΚΤ εκείνη την εποχή βασιζόταν σε µια προσέγγιση η οποία είχε να κάνει περισσότερο µε την αφηρηµένη τέχνη. Πώς βρήκατε τα πατήµατά σας στη ζωγραφική της αναπαράστασης αλλά και του εσωτερικού χώρου;

«Οταν πήγα στη Γαλλία με υποτροφία το ’88 στο ατελιέ του Κρεμονίνι οι φοιτητές ενθαρρύνονταν να ασχοληθούν με το ασήμαντο, με την ποίηση του καθημερινού και εν πολλοίς αόρατου, που είναι γύρω μας αλλά δεν του δίνουμε σημασία. Εκεί βρέθηκα χωρίς μοντέλο, οπότε ξεκίνησα κι εγώ να ζωγραφίζω το δωμάτιο όπου έμενα ή την ντουλάπα στην οποία είχα κρεμάσει ένα ζευγάρι κάλτσες, πράγματα που έναν χρόνο νωρίτερα θα μου ήταν αδιανόητο να ζωγραφίσω. Μετά δεν σκηνογραφούσα καθόλου το περιβάλλον που θα ποζάρει το μοντέλο, ούτε του επέβαλλα μια ενδυμασία. Μέρα με τη μέρα και ερχόμενος σε επαφή με σύγχρονη ή παλαιότερη ζωγραφική, βλέποντας πώς ζωγράφιζε το ατελιέ που έμενε ο Μπονάρ, ο Βιγιάρ, ή τις πολλές απεικονίσεις του ατελιέ που έχει κάνει ο Γκίκας με το ύφος του, άρχισα να επηρεάζομαι. Το ατελιέ, από τον 15ο αιώνα σχεδόν, νομίζω αρχίζει να γίνεται και αυτό με τη σειρά του ένα ζωγραφικό είδος, όπως ήταν το πορτρέτο, η θαλασσογραφία».

Ποια είναι για εσάς η σηµασία του ατελιέ;

«Είναι ο χώρος όπου αποτραβιέσαι και αποκόπτεσαι από τον κόσμο για να παρατηρήσεις τον κόσμο.
Η λέξη στα γαλλικά βγαίνει από το ρήμα atteler και θα πει ζεύω ζώo για να οργώσει. Είναι πολύ εντυπωσιακό, αλλά κατά κάποιον τρόπο εδώ μέσα ζεύεσαι, δεσμεύεσαι για να κάνεις τη δουλειά αυτή. Στην Αθήνα αγαπώ ορισμένα ατελιέ, όπως του Τσαρούχη, για παράδειγμα, που όταν πρωτοπήγα μου φάνηκε ένας μαγικός τόπος. Μια κιβωτός κλειστή και προστατευτική από την επέλαση του έξω κόσμου, ο οποίος είναι ρέων και μεταλλασσόμενος. Eδώ πρέπει να καταφέρεις να συγκρατήσεις κάτι από αυτή τη ροή και τη μεταβολή που υφίστανται τα πράγματα».

Μοιάζει και σαν ένα προστατευτικό κουκούλι που «µονώνει» τον ζωγράφο από την πραγµατικότητα.

«Αποδέχομαι ως βασική συνθήκη της ζωγραφικής τη μοναξιά. Προφανώς και σε προστατεύει το ατελιέ, το ένιωσα πολύ καλά με την καραντίνα. Εδώ μέσα ήταν το καταφύγιό μου, τόσο από την πανδημία όσο και ένα καταφύγιο ψυχικό, γιατί ευτυχώς βρήκα να βασανίζω ένα άλλο μοντέλο: τον εαυτό μου, τον οποίο είχα χρόνια να ζωγραφίσω. Είχα προβληματιστεί τι θα έκανα γιατί κατά κάποιον τρόπο είσαι δεσμευμένος στην εικόνα του άλλου όταν ζωγραφίζεις ανθρώπους».

Σκεφτήκατε να αλλάξετε εντελώς τη θεµατολογία σας;

«Κοιτάξτε, πρέπει να πω ότι νιώθω πολλές φορές και μια αμηχανία που με ρωτάνε συνεχώς οι άνθρωποι «Τι ζωγραφίζεις;». Και πρέπει να πεις: «Ζωγραφίζω αυτό που ζωγράφισα και πρόπερσι και πριν από δέκα χρόνια, έναν άνθρωπο». Και εκεί αισθάνομαι ότι δοκιμάζουν μια απογοήτευση γιατί προσδοκούν την αλλαγή, ότι ζωγραφίζω καράβια ή βουνά ή, τι να πω, ρομπότ. Η ερώτηση όμως θα έπρεπε να τίθεται αλλιώς: «Πώς ζωγραφίζεις;». Το τι ζωγραφίζεις αφορά την εικόνα, το πώς ζωγραφίζεις αφορά τη ζωγραφική. Αλλά εκεί δεν μπορείς να απαντήσεις, γιατί η γλώσσα της ζωγραφικής είναι απλώς αισθητή διά της όρασης και επίσης δεν διαβάζεται όπως η εικόνα. Η ερώτηση με στενοχωρεί, γιατί πάντα αισθάνομαι ότι απογοητεύω τους ανθρώπους επειδή δεν αλλάζει τίποτα. Πλην όμως εγώ αισθάνομαι ότι είναι σταδιακή η αλλαγή, θέλω να πιστεύω τουλάχιστον ότι ο πίνακας είναι αποτέλεσμα αλλεπάλληλων επιστρωματώσεων, λαθών, διορθώσεων, πράξεων και μετάνοιας για αυτές τις πράξεις – η έννοια του παλίμψηστου την οποία πιστεύω για τη ζωγραφική. Ο πίνακας δεν οδηγείται σε αυτό που βλέπουμε εξαρχής, θα ήταν πολύ εύκολο, πολύ κοντινό στην τέχνη της αφίσας. Πολλά στοιχεία, τουλάχιστον στα δικά μου έργα, αποτελούνται από πολλές αποσιωπήσεις πραγμάτων που είχαν ζωγραφιστεί και μετά θάφτηκαν από κάτω. Δεν νομίζω ότι αυτή η «ταφή», αυτή η απόκρυψη, τα εξαφανίζει. Το αποτύπωμά τους ενυπάρχει. Αυτό το οποίο υπήρξε, ηχεί και δίνει βάθος στον πίνακα».

Η σταθερότητα του ατελιέ δηµιουργεί µια σχέση µε τον χώρο, η οποία εξελίσσεται. Θα σκεφτόσασταν να φύγετε και να διαρρήξετε αυτόν τον δεσµό;

«Δεν ξέρω να απαντήσω καλά, με την έννοια ότι πράγματι αισθάνομαι πως αυτό το εργαστήριο είναι μια προέκταση δική μου. Εδώ μέσα έγινα αυτό που είμαι.

Είναι ένα ατελιέ της ταλαιπωρίας: στάζει τον χειμώνα, το καλοκαίρι έχει πάντα πολύ περισσότερη ζέστη απ’ ό,τι έξω, δεν είναι κατάλληλο για αυτή τη χρήση, γιατί δεν έχει βορινό προσανατολισμό. Δεν βάφω τους τοίχους, δεν τους ξεσκονίζω, όλα είναι όπως ήταν όταν ήρθα εδώ. Δεν περιποιούμαι κάτι για να το ζωγραφίσω. Το να φύγω προφανώς θα έδινε κάποιες άλλες εικόνες, δεν θα άλλαζε όμως τη ζωγραφική».

Αυτή η επιλογή σάς οδηγεί να δηµιουργείτε «εικόνες της φθοράς». Γιατί σας ελκύουν τόσο πολύ;

«Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να δραπετεύσω από αυτές, γιατί είμαι και κληρονόμος μιας κουλτούρας της φθοράς. Δεν γεννήθηκα στο Ντάλας. Είμαστε κληρονόμοι ενός αρχαίου, ενός βυζαντινού πολιτισμού, που είναι παρόντες στις μέρες μας μέσα από εικόνες της καταστροφής. Το γούστο μας έχει ανατραφεί πολύ με την αίσθηση του φθαρμένου.

Από την άλλη, και στη ζωγραφική που αγαπάω κυριαρχεί η φθορά. Ακόμα και σε σύγχρονες εκφάνσεις της, όπως στη δουλειά του Αλμπέρτο Μπούρι ή του Γιάννη Κουνέλλη. Από τη φύση της η ζωγραφική είναι μια γλώσσα της φθοράς με την έννοια ότι το χρώμα για να καταστεί ζώσα ύλη πρέπει να πεθάνει, να φθαρεί, να χάσει αυτή την πρωταρχική ιδιότητα της μπογιάς. Με μεγάλη δυσκολία μπορώ να φανταστώ πώς θα έπρεπε να απεικονίσω ένα ολοκαίνουργο διαμέρισμα».

 

INFO
«Γιώργος Ρόρρης – Η ευγένεια του απέριττου»: Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Χώρα, Ανδρος, από τις 4 Ιουλίου έως τις 3 Οκτωβρίου.