Στις 29 Απριλίου του 1933 πέθανε στη γενέτειρά του την Αλεξάνδρεια ο μεγάλος έλληνας, ποιητής, Κωνσταντίνος Καβάφης.

Η είδηση στην Ελλάδα έφτασε λίγες ημέρες αργότερα και στις 2 Μαΐου ο σημαντικός συγγραφέας, ανταποκριτής και δημοσιογράφος ,Μιχαήλ Ροδάς αποχαιρετά τον σπουδαίο αλεξανδρινό ποιητή.

«Από την Αλεξάνδρεια έφθασε το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του ποιητού Κ. Καβάφη που πέρασε σαν σκιά ανάμεσά μας το περασμένο καλοκαίρι.

»Είχε ποθήση χρόνια και καιρούς νάρθη στας Αθήνας και να γνωρίση από κοντά τους πνευματικούς του φίλους, τους παλαιούς και τους νέους, μα η σκληρή μοίρα τον έφερε με σακατεμένη την υγεία, με κομμένα τα φτερά, άφωνο σχεδόν από το βαρύ νόσημα του λάρυγγός του»

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 3.5.1933, Ιστορικό Αρχείο, «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Ροδάς μεταφέρει τα λόγια του Καβάφη σε εκείνο το ταξίδι του στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1932

«Μια κι’ έκαμα αρχή, μούλεγε βραχνιασμένος και με κόπο την ώρα του αποχαιρετισμού μας, θα την εξακολουθήσω γιατί δεν μπόρεσα καλά- καλά, με γαλήνια ψυχή, να γνωρίσω την ώμορφη Αθήνα. Έχω πολλούς φίλους και είμαι υποχρεωμένος σ’ αυτούς με την αγάπη των στο έργο μου…»

Η επιθυμία του Καβάφη όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Κι έτσι με το κείμενο του στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» ο Ροδάς, εν είδη μνημοσύνου, αναφέρθηκε στην αφετηρία του μεγάλου ποιητή μέσα από τα λόγια του ιδίου, δημοσιευμένα το περιοδικό «Νέα Τέχνη» το 1924.

«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ, μικρός πολύ έφυγα και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία.

»Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλίαν. Στην εφηβική μου ηλικία κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνανταντινούπολι. Στην Ελλάδα είνε πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω αγγλικά, γαλλικά και ολίγα ιταλικά»

Ο Ροδάς γράφει για τον τρόπο που «γνωρίστηκε» ο Καβάφης με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

«Η πρώτη ποιητική του εργασία φανερώθηκε στα 1886 σε διάφορα περιοδικά και ημερολόγια. Μα γενικώτερα έγινε γνωστός στον διαννοούμενο ελληνικό κόσμο με την μελέτη του κ. Γρηγορίου Ξενόπολου που εδημοσιεύθη με τον τίτλο “Ένας ποιητής”, στο τεύχος των “Παναθηναίων”του αειμνήστου Κίμωνος Μιχαηλίδη στις 30 Νοεμβρίου και στις σελίδες 97 -102.

Κλείνοντας, ο Ροδάς αναφέρεται στο ποίημα του Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους» σημειώνοντας πως το συγκεκριμένο ποίημα «στέκεται σαν γίγαντας που δεν θα λυγίση ποτέ από τον χρόνο, και είχε απόλυτο δίκιο.

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης »