Η αποτίμηση των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα καθώς οι επιπτώσεις της πανδημίας ήρθαν να προστεθούν σε αυτές της 10ετούς οικονομικής κρίσης. Το γεγονός όμως αυτό έχει κινητοποιήσει διεθνή και εγχώρια κεφάλαια να τοποθετηθούν στην Ελλάδα εν όψει του τέλους της πανδημίας μέσα από το πρόγραμμα των εμβολιασμών σε συνδυασμό με το χαμηλό μισθολογικό κόστος και την υψηλή κατάρτιση του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Ευφορία

Πολλοί κάνουν λόγο για οικονομική και επενδυτική ευφορία τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. Για ένα επενδυτικό «μπουμ» που δεν θα στηριχθεί μόνο στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Αντλούν αυτή την αισιοδοξία ακριβώς επειδή οι επενδυτές βλέπουν «διόρθωση» των τιμών προς τα πάνω και θα σπεύσουν να λάβουν θέση στην αφετηρία.

Η συσσώρευση των αποταμιεύσεων και η δραστική μείωση του χρηματοοικονομικού κόστους για τις επιχειρήσεις δημιουργούν το κατάλληλο έδαφος για επενδυτικές πρωτοβουλίες. Στον κλάδο των ακινήτων καταγράφεται μεγάλο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, στο κέντρο του Τελ Αβιβ το τετραγωνικό κοστίζει έως και 15.000 ευρώ, ενώ στην Αθήνα δεν ξεπερνά τα 2.500 ευρώ. Η απόδοση ενός ακινήτου στην Ελλάδα πλέον αγγίζει το 7% έναντι 3%-4% στο εξωτερικό. Στον τομέα της ενέργειας και των υποδομών αθροιστικά οι επενδύσεις θα αγγίξουν τα 11,5 δισ. ευρώ. Σε πρόσφατο διαγωνισμό για την πώληση αιολικών πάρκων και αδειών οι επενδυτές έβαζαν «μέσο» για να προλάβουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

Το CVC, εκτός από τη Vivartia, θα επιδιώξει σε πρώτη φάση να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο σε Δωδώνη, Μεβγάλ και Ελληνική Ζύμη

Λιμάνια

Η ζήτηση για τις αποκρατικοποιήσεις των λιμανιών θεωρείται επίσης δεδομένη, ενώ έκπληξη προκάλεσε η συμμετοχή μεγάλων επενδυτικών οίκων και ασφαλιστικών ταμείων στον διαγωνισμό πώλησης του 49% του ΔΕΔΔΗΕ. Στη short list μετέχουν εννέα επενδυτές, οι οποίοι σωρρευτικά διαχειρίζονται πάγια της τάξης των 10 τρισ. δολαρίων. Κάποιοι μάλιστα εξ αυτών εμφανίζονται για πρώτη φορά με επενδυτικές βλέψεις για την Ελλάδα.

Οι επόμενες κινήσεις

Σε… εθνικό επενδυτή έχει εξελιχθεί το αμερικανικό fund της CVC, το οποίο το τελευταία χρόνια, εν μέσω οικονομικής και πανδημικής κρίσης, έχει επενδύσει πάνω από 1 δισ. ευρώ σε ελληνικά assets. Εχει αποκτήσει το θεραπευτήριο Υγεία με τις θυγατρικές του μαιευτικές κλινικές Μητέρα και Λητώ, το νοσοκομείο Metropolitan, το Ιασώ General, κλινική στο Ηράκλειο Κρήτης, συμμετοχή στη Skroutz,.gr, τις μαρίνες του τουρκικού ομίλου Dogus στην Ελλάδα, πρόσφατα ολοκλήρωσε την εξαγορά της Vivartia και συμφώνησε στην απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής.

Αυτή την περίοδο αναζητεί γραφεία στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση των στελεχών του που θα έχουν την εποπτεία των επενδύσεων.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον για το fund που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 120 δισ. δολαρίων είναι το πλάνο του για τον ελληνικό κλάδο τροφίμων. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, μετά την εξαγορά της Vivartia υπάρχει ειλημμένη απόφαση να διατεθεί επιπλέον 1 δισ. ευρώ σε εξαγορές πλειοψηφικών συμμετοχών σε δυναμικές, εξαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων.

Το CVC δαπάνησε ήδη 175 εκατ. ευρώ για να αποκτήσει το 100% της Vivartia και θα καλύψει αύξηση κεφαλαίου 50 εκατ. ευρώ για να συμμετάσχει η Vivartia σε αυξήσεις κεφαλαίου θυγατρικών της στην εστίαση, ώστε να αποπληρωθούν δάνεια σε Alpha Bank, Εθνική και Eurobank και να αρθούν ενέχυρα επί μετοχών. Η αύξηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης συμφωνίας για την αναδιάρθρωση των χρεών της Vivartia που ανέρχονται σήμερα στα 425 εκατ. ευρώ.

Με επώνυμο προϊόν

Επίσης, θεωρείται κλεισμένο το deal εξαγοράς της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη στην Ηπειρο. Παράγοντες που γνωρίζουν τις επόμενες κινήσεις του CVC αναφέρουν πως θα επιδιώξει να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της Mεβγάλ – η Vivartia ελέγχει ήδη το 43,18% -, όπως και την πλειοψηφία των μετοχών της Ελληνικής Ζύμης, στην οποία ο Μπάρμπα Στάθης – θυγατρική της Vivartia – κατέχει ποσοστό 49%. Και οι τρεις εταιρείες πληρούν τις προδιαγραφές του CVC, αφού είναι επιχειρήσεις με επώνυμο προϊόν, ικανό management και εξαγωγική δραστηριότητα.

Για τη Δωδώνη οι πληροφορίες αναφέρουν πως το deal έχει κλείσει με ένα τίμημα περί τα 150 εκατ. ευρώ σε enterprise value (μετοχές και δάνεια). Οι ρώσοι επενδυτές της Strategic Initiatives Foods είχαν αποκτήσει τη Δωδώνη το 2012 από την Αγροτική Τράπεζα έναντι  21 εκατ. ευρώ και ανάληψη υποχρεώσεων 50 εκατ. ευρώ.

Σε αυτά τα εννέα χρόνια κατάφεραν να εξυγιάνουν την εταιρεία, να ενισχύσουν τις γραμμές παραγωγής στα Ιωάννινα, εξαγόρασαν μονάδα στη Θήβα που παράγει τη βαρελίσια φέτα Παρνασσού και έστησαν σύγχρονο εργοστάσιο στη Λεμεσό της Κύπρου για την παραγωγή χαλουμιού και παραγώγων.

Γενικότερα οι εξαγωγές της Δωδώνη με αιχμή του δόρατος τη φέτα αντιπροσωπεύουν το 35% του συνολικού τζίρου. Το 2019 ο τζίρος της Δωδώνη σημείωσε άνοδο 2% και ανήλθε στα 107,6 εκατ. ευρώ από 105,7 εκατ. ευρώ το 2018, ενώ άνοδο σημείωσαν και τα μεικτά κέρδη, τα οποία ανήλθαν στα 20,9 εκατ. ευρώ από 20,2 εκατ. ευρώ τo 2018. Tα αποτελέσματα ύστερα από φόρους κατά τη χρήση του 2019 διαμορφώθηκαν σε 2,2 εκατ. ευρώ.

Αποδεκτή πρόταση

Oι Ρώσοι ήθελαν να απο-επενδύσουν και τα δύο τελευταία χρόνια στις εγκαταστάσεις της Δωδώνη είχαν επισκεφθεί για διαπραγματεύσεις στελέχη της Οptima, που ανήκει στην οικογένεια Παντελιάδη, καθώς και στελέχη της DECΑ – επενδυτικού fund του Δημήτρη Δασκαλόπουλου – και της πολυεθνικής Friesland Campina. Τελικά φαίνεται πως η εταιρεία θα περάσει στο CVC καθώς η πρόταση του fund έχει γίνει αποδεκτή από τους Ρώσους.

Σε ανοδική πορεία βρίσκεται και η γαλακτοβιομηχανία Μεβγάλ μετά τη συμφωνία εξυγίανσης του 2016 που περιελάμβανε αύξηση κεφαλαίου, που καλύφθηκε από την κυρία Μαίρη Χατζάκου και τη Δέλτα (θυγατρική της Vivartia), αλλά και την αναδιάρθρωση των χρεών. Η Δέλτα τότε απέκτησε το 43,18% της Μεβγάλ, ισόποση συμμετοχή η οικογένεια Χατζάκου, ενώ ένα 13,5% διατηρεί  η οικογένεια Συμεωνίδη.

Σήμερα τα προϊόντα της Μεβγάλ έχουν παρουσία σε 35 χώρες, με τις εξαγωγές να αποτελούν το 35% του συνολικού κύκλου εργασιών. Την τριετία 2017-2019 ολοκληρώθηκαν επενδύσεις ύψους 9 εκατ. και έχει καταρτιστεί νέο επενδυτικό πλάνο έως το 2024. Ο κύκλος εργασιών της Μεβγάλ για το 2019 διαμορφώθηκε στο ποσό των 113,66 εκατ. έναντι 111,79 εκατ. το 2018 σημειώνοντας αύξηση 1,68% και το EBITDA κινήθηκε στα 9,63 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 6,2%.

Ζήτημα τιμήματος

To CVC θα επιδιώξει να αποκτήσει τα ποσοστά των οικογενειών Χατζάκου και Συμεωνίδη για να αποκτήσει την πλειοψηφία και όλα πλέον είναι ζήτημα τιμήματος.

Πρόταση θα γίνει και στην οικογένεια Αραμπατζή που ελέγχει το 51% της Ελληνικής Ζύμης, με το άλλο 49% να ανήκει στον Μπάρμπα Στάθη, θυγατρική επίσης της Vivartia. H Ελληνική Ζύμη δραστηριοποιείται στον κλάδο προϊόντων κατεψυγμένης ζύμης. Το 2019 κατέγραψε τζίρο 83,1 εκατ. ευρώ, EBITDA 13,3 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων 10,3 εκατ. ευρώ. Τα προϊόντα της διατηρούν υψηλά μερίδια αγοράς και η εταιρεία έχει σχεδόν μηδενικό τραπεζικό δανεισμό. Οπως και στην περίπτωση της Mεβγάλ, η πρόταση του CVC θα είναι η απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου και μένει να δούμε την αντίδραση του Μιχάλη Αραμπατζή, κατόχου του 51% σήμερα, ο οποίος από την εποχή της Μακεδονικής Σφολιάτας κυριαρχεί στον κλάδο.

Ακόμη και οι τρεις αυτές εξαγορές να ολοκληρωθούν (Δωδώνη, Μεβγάλ, Ελληνική Ζύμη), προκύπτει πως το το CVC θα διαθέτει επιπλέον προς αξιοποίηση πάνω από 500 εκατ. ευρώ για την απόκτηση πλειοψηφικών συμμετοχών σε ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων σύμφωνα με το πλάνο του.

H ΕΥΔΑΠ «κλείνει» τον λογαριασμό με το Δημόσιο στα €157,5 εκατ.

Στην τελική ευθεία για να κλείσει εντός του 2021 δύο κεφαλαιώδεις εκκρεμότητες, που θα κρίνουν την πορεία της στο μέλλον, βρίσκεται η ΕΥΔΑΠ. Ο καθορισμός του κόστους του αδιύλιστου ύδατος στα 157,5 εκατ. ευρώ που εκκρεμεί από το 2013, ανοίγει τον δρόμο για τη νέα συμφωνία με το Δημόσιο για την αποκλειστική διάθεση νερού στην πρωτεύουσα για τα επόμενα 20 χρόνια. Συγχρόνως, ο διαγωνισμός για τη λειτουργία και συντήρηση της Ψυττάλειας μετά από πολλές περιπέτειες, θα ρίξει αυλαία περί τα τέλη Σεπτεμβρίου.

Η επιβάρυνση με το επιπλέον κόστος του αδιύλιστου για τα έτη 2013-2020 έφερε ζημιές στην εταιρεία το 2020, αλλά έθεσε τις βάσεις για την πολυπόθητη συμφωνία με το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία θα διασφαλίσει ένα σταθερό περιβάλλον τιμολόγησης, δίνοντας τη δυνατότητα στην ΕΥΔΑΠ να ξεδιπλώσει το αναπτυξιακό της πλάνο. Οι διαπραγματεύσεις με το Δημόσιο για τη συμφωνία-πλαίσιο, που θα «κλειδώσει» την τιμή του αδιύλιστου νερού σε τιμή μεσοσταθμικά χαμηλότερη κατά 35% ως το 2040, βρίσκονται στην τελική ευθεία.

Η εταιρεία, στο πλαίσιο του δεκαετούς επενδυτικού πλάνου 1,1 δισ. ευρώ, σχεδιάζει ένα νέο πλέγμα δραστηριοτήτων και δράσεων μετασχηματισμού, που θα της επιτρέψουν να ανακτήσει μεγάλο μέρος των 157,5 εκατ. χωρίς να μετακυλίσει το κόστος στους καταναλωτές. Η ανάπτυξη νέων δικτύων αποχέτευσης, συνολικού μήκους 1.300 χλμ., και η κατασκευή 3 νέων Κέντρων Επεξεργασίας Λυμάτων (ΚΕΛ) στην Ανατολική Αττική είναι το μεγαλύτερο πρότζεκτ, ύψους 700 εκατ.