Διαπορούν ορισμένοι γιατί, σχεδόν ενάμιση χρόνο από τις εκλογές του 2019, δεν κάμπτεται του κ. Μητσοτάκη η δημοσκοπική επίδοση και δεν βρίσκει πεδίο επανάκαμψης ο κ. Τσίπρας, δεδομένου ότι και αρρυθμίες και ανορθογραφίες καταγράφει σχεδόν καθημερινά τελευταίως η κυβερνητική δραστηριότητα.

Πώς τα καταφέρνει και στέκεται τόσο ψηλά, σε τόση μεγάλη απόσταση ο Πρωθυπουργός από τον βασικό ανταγωνιστή του, διερωτώνται αρκετοί που στατικά παρακολουθούν την πολιτική και θεωρούν δεδομένη στον χρόνο τη φθορά όσων εμπλέκονται στη διακυβέρνηση της χώρας.

Η εξήγηση είναι συγκεκριμένη και εν πολλοίς απλή. Ο Μητσοτάκης για άλλα εξελέγη και άλλα του προέκυψαν στη διαδρομή.

Για την πολλά υποσχόμενη αλλαγή και μεταρρύθμιση της οικονομίας τον επέλεξε ο ελληνικός λαός, αλλά πριν περάσουν έξι μήνες από την εκλογή του οι συνθήκες άλλαξαν δραματικά.

Η αποστολή της οικονομικής μεταρρύθμισης πνίγηκε στου κορωνοϊού την απειλή και αργότερα στα νερά της ελληνοτουρκικής κρίσης.

Ετσι, ο κ. Μητσοτάκης λίγους μήνες από την εκλογή του διακρίθηκε ως χειριστής μεγάλων κρίσεων και εθνικών απειλών, παρά για οτιδήποτε άλλο.

Αντέδρασε δυναμικά στην πρώτη φάση της πανδημίας, δεν άφησε την Ελλάδα να παρασυρθεί σε ένα κύμα μετάδοσης και τραγικών καταστάσεων, όπως συνέβη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, και σχεδόν ταυτόχρονα απέκρουσε το μεταναστευτικό κύμα που καθοδηγούσε ο Ταγίπ Ερντογάν πρώτα στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και αργότερα στον Εβρο.

Και από τον περασμένο Αύγουστο χειρίζεται με επιτυχία την επόμενη τουρκική πρόκληση στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αντιμετωπίζοντας, έστω εν μέσω αντιφάσεων, τις συνέπειες του φθινοπωρινού πανδημικού φαινομένου μετά τη θερινή κινητικότητα και το άνοιγμα του τουρισμού.

Ως διαχειριστής αυτών των κρίσεων, παρά τις όποιες αστοχίες, κατά γενική ομολογία κέρδισε, δεν έχασε. Εχει άλλωστε διεθνώς καταγραφεί ότι σε περιόδους εθνικών κρίσεων και απειλών οι πολίτες συσπειρώνονται γύρω από τον ηγέτη τους. Στην προκειμένη περίπτωση οι πολίτες διέκριναν ικανότητες και έτσι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του ενισχύθηκε, παρά απομειώθηκε.

Αντιθέτως ο κ. Τσίπρας συνεχίζει να φέρει τα βάρη της δικής του ατελούς διακυβέρνησης και οι επικρατήσασες κρίσεις δεν του επέτρεψαν να τα αποβάλει. Εξάλλου αναγκάστηκε να συντονιστεί εν πολλοίς με τις κυβερνητικές επιλογές, δεν βρήκε προφανές πεδίο άσκησης αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και οι όποιες απόπειρες φαντάζουν προβληματικές, δεν ερεθίζουν, ούτε κινητοποιούν τους πολίτες. Αντιθέτως μπορεί και να προκαλούν τους εχέφρονες πολίτες, οι οποίοι επιζητούν ορθολογική και ρεαλιστική διαχείριση των τρεχουσών ιδιαίτερων συνθηκών.

Κατά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης θα κριθεί σε επόμενο χρόνο, όταν θα υπάρξει σχετική ομαλοποίηση και θα χρειαστεί να ξεδιπλώσει την πολιτική του και να αντιμετωπίσει τα λεγόμενα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας και της οικονομίας.

Παραδοσιακά σε αυτό το πεδίο κρίνονται οι κυβερνήσεις μας. Και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο πατέρας του σημερινού Πρωθυπουργού, σε αυτό το πεδίο της πραγματικής εσωτερικής διαρθρωτικής πολιτικής εκρίθη κατά τη διακυβέρνησή του μεταξύ 1990 – 93.

Ας μην ανυπομονούν λοιπόν οι ανταγωνιστές του κ. Μητσοτάκη, παρά να προετοιμάζονται καταλλήλως για την επόμενη μεγάλη πρόκληση της εσωτερικής ανασυγκρότησης και ανασύνταξης της χώρας.