Έχουν περάσει σχεδόν τρία 24ωρα από όταν οι πιο καταστροφικές εκρήξεις στην ιστορία του Λιβάνου μετέτρεψαν τη Βηρυτό σε μια πόλη-ερείπιο, που θρηνεί τουλάχιστον 157 νεκρούς.

Έχοντας επιβιώσει από πολέμους, κατοχή και βομβαρδισμούς στη διάρκεια των 40 ετών, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας εξακολουθούσαν να μην έχουν βιώσει τίποτα αντίστοιχο της καταστροφής της Τρίτης.

Τώρα, η οργή τους ξεχειλίζει, καθώς όλα δείχνουν ότι η πόλη τους μετατράπηκε σε μια σύγχρονη Χιροσίμα εξαιτίας της αμέλειας των υπεύθυνων, οι οποίοι δεν είχαν λάβει μέτρα για κανόνες ασφαλείας στην φύλαξη εκατοντάδων χιλιάδων τόνων εκρηκτικών υλών στο λιμάνι, στο κέντρο της πόλης.

Γράφοντας στον Guardian, ο Κιμ Γκατάς, κάτοικος της Βηρυτού και μέλος του Ιδρύματος Carnegie για τη Διεθνή Ειρήνη, μοιράζεται τη δική του σκοπιά για τα γεγονότα, τις αιτίες που πυροδοτούν το θυμό του λαού του Λιβάνου, αλλά και τις προοπτικές για την επόμενη μέρα.

Όπως γράφει

«Δυο μέρες μετά, και ακόμα μετράμε τους νεκρούς, καταγράφουμε τους επιζώντες και σκάβουμε για εκείνους που θάφτηκαν ζωντανοί.

Δυο μέρες μετά, και κάθε ώρα που περνάμε ξύπνιοι, κάθε άγρυπνο λεπτό σημαδεύεται από τον ήχο του σπασμένου γυαλιού: ραγισμένα τζάμια καταρρέουν, θραύσματα σκουπίζονται, λόφοι από σπασμένα γυαλιά δημιουργούνται στις γωνίες των δρόμων. Περισσότερο γυαλί, περισσότερα θραύσματα στις καρδιές μας.

Δυο μέρες μετά και ακόμα κανένας υπουργός, κανένας αξιωματούχος της κυβέρνησης δεν έχει απολογηθεί στο λαό του Λιβάνου. Κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να επισκεφθεί τα νοσοκομεία, να συναντήσει τους τραυματίες ή να επιβλέψει τις ζημιές στις γειτονιές μας.

Περισσότεροι από 150 άνθρωποι σκοτώθηκαν, 500 εξακολουθούν να αγνοούνται, 4.000 έχουν τραυματιστεί και 300.000 έχουν μείνει άστεγοι. Όμως κανείς δεν έχει παραιτηθεί, και το παιχνίδι της ανταλλαγής κατηγοριών έχει αρχίσει. Από ό,τι φαίνεται, κανείς δεν ευθύνεται για το γεγονός, που ουσιαστικά αποτελεί κήρυξη πολέμου κατά του λαού του Λιβάνου.

Μεγάλο μέρος της διερεύνησης μέχρι στιγμής έχει εστιάσει στο τι ήταν αυτό που πυροδότησε την αρχική φωτιά, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού την Τρίτη. Η πιο σημαντική ερώτηση, όμως, είναι η εξής: Γιατί υπήρχαν 2.750 τόνοι νιτρικού αμμωνίου, που κατασχέθηκε υπό περίεργες συνθήκες από ένα πλοίο ρωσικών συμφερόντων το 2014, παρατημένοι στην αποθήκη του λιμανιού για έξι χρόνια; Το λιμεναρχείο, οι δικαστικές αρχές, πιθανότατα και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης, γνώριζαν για αυτή την ωρολογιακή βόμβα που είχε εγκαταλειφθεί στο κέντρο μιας πόλης 2 εκατομμυρίων κατοίκων.

Δυο μέρες μετά, και η τυφλή οργή ξεχειλίζει. «Σήμερα θρηνούμε, αύριο καθαρίζουμε, μεθαύριο τους κρεμάμε». Αυτό είναι μόνο ένα από τα μηνύματα που κυκλοφορούν στη Βηρυτό, σε μια χώρα σε ομηρία ενός διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου και μιας σέχτας πολέμαρχων επί τέσσερις δεκαετίες. Εικόνες από γκιλοτίνες και κρεμάλες κάνουν το γύρο των κοινωνικών δικτύων. Ευγενικοί φίλοι μου, που παίζουν κιθάρα και ράβουν μόνοι τους τα ρούχα τους, μου εξομολογήθηκαν: «Ποτέ δεν είχα καταλάβει πώς κάποιος μπορεί να σκοτώσει έναν συνάνθρωπό του. Όμως σήμερα, θα μπορούσα να σκοτώσω. Θέλω να τους δολοφονήσω».

Το γεγονός έγινε αισθητό σαν σεισμός και επιδρομή από αέρος ταυτόχρονα. Κανείς από μας στο Λίβανο δεν είχαμε βιώσει ξανά κάτι τέτοιο, κανείς μας δεν είχε ξαναδεί αυτό το είδος της απόλυτης καταστροφής, ούτε μπορούμε ακόμη να συνειδητοποιήσουμε το πραγματικό μέγεθος αυτού που συνέβη σε μας και στην αγαπημένη μας πόλη, παρ’ όλο που έχουμε περάσει περισσότερα από ό,τι μπορεί να αντέξει μια ανθρώπινη ζωή.

Αν διανύεις τη δεκαετία των 40 και ζεις στο Λίβανο, έχεις βιώσει 15 χρόνια πολέμου, δύο ισραηλινές εισβολές, 30 χρόνια συριακής κατοχής, αρκετές οικονομικές καταστροφές και υποτιμήσεις νομισμάτων, δύο βομβαρδισμούς από το Ισραήλ, μια επανάσταση, ένα κύμα πολιτικών δολοφονιών που ξεκλήρισαν τους προοδευτικούς και, από το τέλος του 2019, άλλο ένα κύμα διαδηλώσεων που απαιτεί την αποπομπή της πολιτικής ελίτ – τους ίδιους πολέμαρχους που έκαναν τους πολέμους και στη συνέχεια συνήψαν ειρήνη, ώστε οι ίδιοι και οι φίλοι τους να συνεχίσουν να γεμίζουν τις τσέπες τους.

Η επανάσταση επιτάχυνε μια οικονομική κρίση, η οποία ελλόχευε επί χρόνια, και έπειτα επιδεινώθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού και lockdown. Κι όμως, εξακολουθούμε να αντέχουμε, σαν από θαύμα, όχι χάρη στους ηγέτες μας αλλά παρά την παρουσία τους, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τα καταπληκτικά άτομα που «τρέχουν» ανθρωπιστικούς οργανισμούς, τα νοσοκομεία, τις κλινικές, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τον ιστό που κάνει τη χώρα μας αυτό που είναι: Ένας τόπος με απίστευτη κοινότητα που εξηγεί γιατί, παρά όλον αυτό τον πόνο, τόσο πολλοί από εμάς αρνούμαστε να εγκαταλείψουμε τον Λίβανο.

Η αντοχή μας είναι ευλογία και κατάρα. Βρίσκουμε τρόπους να ανταπεξέλθουμε, όμως αυτό σημαίνει ότι παρακάμπτουμε τα προβλήματα, βρίσκουμε λύσεις για όλα, όμως αυτό σημαίνει ότι δεν ξεριζώνουμε την αιτία για όλη αυτή τη σήψη. Δεν θέλουμε να πεθάνουμε, οπότε ζούμε με όποιον τρόπο μπορούμε, ξαναχτίζουμε τα πάντα κάθε φορά, όσο καλύτερα μπορούμε, όμως δεν είμαστε πρόθυμοι να παραδεχτούμε ότι χτίζουμε σε σαθρά θεμέλια.

Πόσα ακόμη μπορεί να αντέξει μια χώρα και ένας λαός; Είναι αυτό το σημείο καμπής; Και αν ναι, προς ποια κατεύθυνση; Ολοκληρωτική εξέγερση και πραγματική αλλαγή για μια καινούργια αρχή ή απόλυτη ανημποριά και ήττα;

Τον Φεβρουάριο του 2005, ο πρώην πρωθυπουργός του Λιβάνου, Ραφίκ Χαρίρι δοφονήθηκε, με χίλια κιλά εκρηκτικών που ανατίναξαν τα αυτοκίνητα της συνοδείας του, σκοτώνοντας ακόμη 22 άτομα και καταστρέφοντας την προσφάτως ανοικοδομημένη περιοχή στην παραλία της Βηρυτού. Η δολοφονία αποδόθηκε από τον Λίβανο στους τότε πολέμαρχους της Δαμασκού, και η οργή και οι μαζικές διαδηλώσεις που κράτησαν πάνω από δύο μήνες σήμαναν το τέλος της τριακονταετούς συριακής στρατιωτικής κατοχής. Όμως άφησαν πίσω τους ένα παγιωμένο σύστημα που διευκόλυνε τους νέους ηγέτες του Λιβάνου να συνεχίσουν το πλιάτσικο στη χώρα για χάρη των εαυτών τους ή των φίλων τους στη Δαμασκό.

Αυτό συμπεριλαμβάνει και τη Χεζμπολάχ, η οποία έκτοτε εξακολουθεί να δυναμώνει ως λιβανέζικο πολιτικό κόμμα και στρατιωτική οργάνωση. Μεγάλο μέρος του σημερινού θυμού στρέφεται εναντίον τους – αρκετοί θεωρούν ότι το νιτρικό αμμώνιο ήταν δικό τους, για να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή βομβών ή ότι η φωτιά ξεκίνησε όταν Ισραηλινοί χτύπησαν από αέρος τις αποθήκες όπλων της Χεζμπολάχ στο λιμάνι. Όπως και να έχει, η Χεζμπολάχ είναι επίσης μέρος του συστήματος διαφθοράς που βυθίζει τη χώρα. Εκείνοι που θέλουν να σώσουν το κεφάλι τους μπροστά στην αυξανόμενη λαϊκή οργή, ίσως προσπαθήσουν να κατευθύνουν όλο αυτό το θυμό αποκλειστικά στη Χεζμπολάχ, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οργάνωση δεν μπορεί να λειτουργήσει στο Λίβανο χωρίς την άμεση ή έμμεση συνέργια του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού κατεστημένου, που δείχνει ευχαριστημένο από τις συμφωνίες μαζί της και από την προστασία που παρέχουν ο ένας στον άλλο.

Αυτός είναι και ο λόγος που το σύνθημα που κυριάρχησε στις διαδηλώσεις από τον Οκτώβριο έλεγε «Όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι». Και αυτός είναι ο λόγος που μοιάζουμε να βρισκόμαστε σε σημείο καμπής διαφορετικού βεληνεκούς, σε ένα σημείο καμπής που θα μπορούσε να ανατρέψει την ηγεσία ή τουλάχιστον να δέσει τα χέρια της σέχτας των διεφθαρμένων ηγετών, να φέρει στην εξουσία μια νέα κυβέρνηση ή να γεννήσει ένα νέο σύστημα, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.

Πολλά παραμένουν αναπάντητα για τις λεπτομέρειες των γεγονότων της Τρίτης. Όμως αυτό που είναι ξεκάθαρο, είναι πως εκείνοι που επέτρεψαν να συμβεί η συμφορά, δεν μπορούν να είναι οι ίδιοι που θα τη διερευνήσουν. Θα πρέπει να διενεργηθεί διεθνής έρευνα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι όλες οι λεπτομέρειες θα έρθουν στην επιφάνεια. Όχι μόνο σχετικά με το πώς άρχισε η φωτιά και πώς οδηγηθήκαμε στην έκρηξη, αλλά κυρίως σχετικά με το πώς και γιατί τα επικίνδυνα υλικά ήταν αποθηκευμένα στο λιμάνι, αλλά και με την πλήρη αλυσίδα της ευθύνης.

Αυτή είναι η στιγμή που η ασυλία πρέπει επιτέλους να τελειώσει στον Λίβανο. Αυτή είναι η στιγμή για δικαιοσύνη, όχι μόνο για εκείνους που πέθαναν στην καταστροφή, αλλά και για εκείνους που έχουν σκοτωθεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Δυο μέρες αργότερα και οι Λιβανέζοι κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: Καθαρίζουν και ξαναχτίζουν. Δεν περιμένουν από την απούσα πολιτεία να τους βοηθήσει, αλλά περιμένουν δικαιοσύνη».