«Οταν για πρώτη φορά προ 12 ετών ήρθε στας Αθήνας η μεγάλη Ισπανίς καλλιτέχνις Elvira de Hidalgo θυμούμαι τη φρενίτιδα που είχε καταλάβει το αθηναϊκό κοινό προ του φωνητικού αυτού θαύματος» γράφει ο μουσικοκριτικός Ιωάννης Ψαρούδας τον Οκτώβριο του 1931 στο «Ελεύθερον Βήμα» και συνεχίζει: «Εις το ίδιο θέατρο των «Ολυμπίων», ο αυτός ενθουσιασμός υποδέχεται πάντα την λαμπράν καλλιτέχνιδα εις ό,τι μουσικό έργο και αν παρουσιασθή. Γιατί παντού είναι υπέροχη και μερικές φορές υπερβάλλει και εαυτήν».

Πρόκειται για μία μόνο από τις δεκάδες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν πως η γυναίκα η οποία έμεινε στην ιστορία κυρίως ως «η δασκάλα της Μαρίας Κάλλας», εκτός από σημαντική παιδαγωγός ήταν και η ίδια μια σπουδαία καλλιτέχνις. Η ισπανίδα υψίφωνος Ελβίρα ντε Ιντάλγκο εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα αφού πρώτα διέγραψε λαμπρή πορεία στα μεγάλα θέατρα. Οπως ειπώθηκε, ήρθε εδώ επειδή ερωτεύθηκε.

Οποιος και αν ήταν ο λόγος, ευτυχώς ήρθε! Οχι μόνο επειδή πρώτη αναγνώρισε το ταλέντο της Κάλλας και της έδωσε όλα τα τεχνικά εφόδια που της επέτρεψαν να ανθήσει καλλιτεχνικά, αλλά και επειδή με τη διδασκαλία της (δεκάδες Ελληνες έμαθαν δίπλα της κλασικό τραγούδι), με τις εμφανίσεις της στη σκηνή (στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις) αλλά και με τις σκηνοθεσίες όπερας που έκανε αργότερα, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της μουσικής κουλτούρας του ελληνικού κοινού και στη διάδοση του μελοδράματος σε μια χώρα η οποία στην πραγματικότητα δεν είχε παράδοση στο είδος.

Το εφηβικό ντεμπούτο

Εχουν γραφτεί γι’ αυτήν πολλά άρθρα, στην αγορά κυκλοφορούν όλες οι διασωθείσες ηχογραφήσεις της (ανάμεσά τους και εκείνες του «Μπαρμπα-Γιάννη Κανατά» και άλλων ελληνικών τραγουδιών), στο YouTube υπάρχουν βιντεάκια όπου μιλάει για τη διασημότερη μαθήτριά της. Ομως η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο παραμένει μια μεγάλη άγνωστη, με ένα πέπλο μυστηρίου να σκεπάζει σχεδόν όλες τις πράξεις της: Την απόφασή της να αποσυρθεί από την ενεργό δράση ενώ μεσουρανούσε, την εγκατάστασή της στη φτωχή Ελλάδα με την ισχνή (σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη) καλλιτεχνική ζωή, την εγκατάστασή της αργότερα στην Αγκυρα της Τουρκίας όπου έζησε για περίπου μία δεκαετία.

Για να πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή, η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο γεννήθηκε το 1891 ή το 1892 στην Αραγωνία της Ισπανίας, συγκεκριμένα στο χωριό Βαλντερόμπρες. Παρακολούθησε μαθήματα τραγουδιού στη Βαρκελώνη και αργότερα στο Μιλάνο. Τον Απρίλιο του 1908 έκανε το ντεμπούτο της στο Σαν Κάρλο της Νάπολι, ερμηνεύοντας τη Ροζίνα από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσίνι. Ηταν μόλις 16 ετών. Επειτα από μερικά χρόνια, το 1916, τραγουδούσε και πάλι τον «Κουρέα» στη Σκάλα του Μιλάνου, σε εορταστική παράσταση για τα εκατό χρόνια από τη σύνθεση της όπερας. Προικισμένη με σπάνια φωνητικά χαρίσματα αλλά και γυναίκα όμορφη και εξαιρετικά γοητευτική πάνω και κάτω από τη σκηνή, καθιερώθηκε ως μία από της σημαντικότερες κολορατούρες εκείνης της εποχής, με εμφανίσεις, μεταξύ άλλων, στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης και στο Teatro Colón του Μπουένος Αϊρες, δίπλα σε μυθικούς τραγουδιστές, όπως ο Ενρίκο Καρούζο, ο Τίτα Ρούφο, ο Ματία Μπατιστίνι, ο Αλεσάντρο Μπόντσι, ο Φεοντόρ Σαλιάπιν, ο Τίτο Σκίπα, ο Μπενιαμίνο Τζίλι, ο Μιγκέλ Φλέτα, ο Τζιάκομο Λάουρι Βόλπι κ.ά. Φαίνεται όμως, όπως επισημαίνει και ο Νίκος Πετσάλης-Διομίδης στο βιβλίο του με τίτλο «Η άγνωστη Κάλλας» (εκδόσεις Καστανιώτη), πως «αν και ήταν γενικά ομιλητική (…), αναφερόταν με φειδώ στο ένδοξο παρελθόν της και λίγα μόνο αναμνηστικά και φωτογραφίες είχε κρατήσει».

Νεανική φωτογραφία της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, στην οποία αμέσως διακρίνονται η χάρη και γοητεία της, συστατικά τα δύο της τέχνης και του χαρακτήρα της.

Στην Ελλάδα ήρθε για πρώτη φορά το 1919 για να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με το ταλέντο της. Επέστρεψε το 1930, προσκεκλημένη του Ελληνικού Μελοδράματος (του προάγγελου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής), για να πρωταγωνιστήσει στον «Ριγκολέτο», στην «Τραβιάτα» και στον «Κουρέα της Σεβίλλης», δίπλα σε δύο έλληνες σταρ της όπερας, τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη και τον βαρύτονο Γιάννη Αγγελόπουλο. Η επιτυχία ήταν και πάλι τεράστια. Κοινό και Τύπος την αποθέωναν, εκείνη μέσα από συνεντεύξεις της εξέφραζε ξανά και ξανά την απόλαυση που της έδινε το τραγούδι μπροστά στους έλληνες θαυμαστές της. Και όταν οι ερωτήσεις ξέφευγαν από θέματα της τέχνης της και γίνονταν πιο προσωπικές, επιστράτευε το χιούμορ της, αποφεύγοντας στην πραγματικότητα να απαντήσει. «Παιδιά έχετε;» τη ρώτησε ο δημοσιογράφος των «Αθηναϊκών Νέων» το 1931. «Εχω ένα, τον Μόκη», του απάντησε, «αλλά δεν τον έφερα μαζί μου, διότι έμαθα όταν απεφάσισα να έλθω εις την Ελλάδα, ότι είχον σημειωθή κρούσματα της νόσου της Μασσαλίας». Επρόκειτο βεβαίως για τον σκύλο της.

Δείτε επίσης: Ελβίρα ντε Ιντάλγκο: Ο φύλακας-άγγελος της Κάλλας

Η ελληνική περίοδος

Το 1932 η Ντε Ιντάλγκο επέστρεψε στη χώρα μας, αυτή τη φορά για να εγκατασταθεί για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, έως το 1948. Σύμφωνα πάντα με την έρευνα του Πετσάλη-Διομήδη «άγνωστο γιατί, εμφάνιζε πάντα την παρουσία της στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα συγκυριών, ισχυριζόμενη ότι είχε έρθει μόνο λίγο πριν τον πόλεμο και είχε, δήθεν, αποκλεισθεί εξαιτίας του. Η αλήθεια όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Την Ανοιξη του 1930 (…) γνώρισε και ερωτεύθηκε τον Παναγή Καραντινό, άνθρωπο ευαίσθητο και καλλιεργημένο, αλλά και ικανό επιχειρηματία και συνιδιοκτήτη του θεάτρου των Ολυμπίων. (…) Ηταν ακόμα παντρεμένη, σε δεύτερο γάμο, με τον πρώην γραμματέα του Κλεμανσό Armand Bette – διευθυντή του Καζίνο της Οστάνδης». Γυναίκα μοντέρνα, χειραφετημένη, επέλεξε να χαράξει μόνη την πορεία που θα ακολουθούσε στη ζωή της. Στην Ελλάδα συνέχισε να τραγουδάει με τεράστια πάντα επιτυχία τους μεγάλους ρόλους της, ανάμεσά τους την «Τραβιάτα», τη «Λουτσία Ντι Λαμερμούρ», τη «Μανόν» και τη «Λακμέ», περιοδεύοντας και με δικό της θίασο στην Πάτρα, στον Βόλο, στην Κεφαλλονιά, στη Ζάκυνθο και αλλού. Παράλληλα, δίδασκε στο Ωδείο Αθηνών και παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι της, με την Κάλλας να γίνεται η αγαπημένη μαθήτριά της. Μεταξύ άλλων, το 1939, ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Κωστής Μπαστιάς, επέλεξε την Ντε Ιντάλγκο ως καλλιτεχνική σύμβουλο για τη στελέχωση του σώματος των μονωδών και των χορωδών του νεοσυσταθέντος ιδρύματος.

Το 1948, η ισπανίδα υψίφωνος εγκατέλειψε τη χώρα μας και εγκαταστάθηκε στην Αγκυρα της Τουρκίας, όπου συνέχισε να βιοπορίζεται παραδίδοντας μαθήματα τραγουδιού. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο Μιλάνο, πάντα διδάσκοντας. Είχε παχύνει πολύ, παρέμενε όμως κοκέτα, μια χαριτωμένη, εύστροφη, γεμάτη κέφι και ενέργεια γυναίκα. Η οποία είχε διαρκώς στο στόμα της ένα αναμμένο τσιγάρο. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1980, σε ηλικία 88 ετών, τρία χρόνια μετά τον θάνατο της αγαπημένης μαθήτριάς της. Η Μαρία Κάλλας, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο ιταλικό «Oggi» την περίοδο που μεσουρανούσε, είχε πει: «Επαναλαμβάνω με συγκίνηση, αφοσίωση και ευγνωμοσύνη ότι σε αυτή την επιφανή ισπανίδα καλλιτέχνιδα οφείλω όλη την προπαρασκευή και την καλλιτεχνική μου διαμόρφωση ως ηθοποιού και μουσικού. Αυτή η εκλεκτή γυναίκα, η οποία εκτός από την πολύτιμη διδασκαλία της μου έδωσε και όλη την καρδιά της, υπήρξε μάρτυρας της ζωής μου στην Αθήνα, τόσο της καλλιτεχνικής όσο και της οικογενειακής». Δεν ήταν η μοναδική φορά που η ντίβα είχε εκφράσει δημοσίως την αγάπη και την ευγνωμοσύνη της για την ισπανίδα ομότεχνή της. Δασκάλα και μαθήτρια παραμένουν ακόμα και σήμερα δύο λαμπρά, αυτόφωτα αστέρια στον μελοδραματικό ουρανό.