Πριν από λίγες ημέρες η Ελένη Σουρανή, επικεφαλής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού και αρμόδια για θέματα Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από το Βερολίνο. Ο γερμανός συνομιλητής της, ο Γιαν Χέκερ, διπλωματικός σύμβουλος της Ανγκελα Μέρκελ, είχε μια ενδιαφέρουσα πρόταση που θα μπορούσε να ανοίξει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» ώστε να «σπάσει ο πάγος» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Το «παράθυρο ευκαιρίας», όπως πληροφορείται «Το Βήμα», ήταν η μετάβαση στη γερμανική πρωτεύουσα για συνομιλίες του Ιμπραήμ Καλίν. Και η πρόταση ήταν να διαμορφωθεί ένας δίαυλος που θα άνοιγε τον δρόμο για μια τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα στον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η ιδέα λειτούργησε. Οι σύμβουλοι των δύο ηγετών συνομίλησαν τηλεφωνικά και συμφώνησαν στην επικοινωνία των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν. Αυτή πραγματοποιήθηκε περίπου στις 15.00 της περασμένης Παρασκευής και ακολουθήθηκε από πανομοιότυπες ανακοινώσεις στις δύο χώρες. 

O εξ απορρήτων 

Ο κ. Καλίν δεν είναι τυχαία περίπτωση. Δεν είναι ένας απλός εκπρόσωπος Τύπου της τουρκικής Προεδρίας της Δημοκρατίας, αλλά ο εξ απορρήτων σύμβουλος του κ. Ερντογάν, ο άνθρωπος που αναλαμβάνει τις δύσκολες αποστολές και αυτός που συνομιλεί με κομβικά πρόσωπα, όπως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν. Ο δίαυλος του κ. Καλίν με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, διπλωματικό σύμβουλο του Αλέξη Τσίπρα, είχε αρχικά λειτουργήσει αρμονικά. Στη συνέχεια όμως και ιδιαίτερα από το 2017 και μετά ατόνησε και κάποια στιγμή απενεργοποιήθηκε, παρά τις απόπειρες να ανοίξει ξανά από το περασμένο καλοκαίρι. Δεν πρέπει δε να λησμονείται ότι στις αρχές Μαρτίου ο κ. Ερντογάν, επιστρέφοντας από τη Μόσχα όπου συζήτησε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν για τις εξελίξεις στη Συρία, είχε πει στους δημοσιογράφους που τον συνόδευαν ότι οι πόρτες της χώρας του δεν θα έκλειναν για τους πρόσφυγες, ότι η στάση της Ελλάδας στον Εβρο δεν είναι ανθρωπιστική και ότι δεν επιθυμεί να συναντήσει  τον κ. Μητσοτάκη στη Σόφια, όπου ήταν και οι δύο προσκεκλημένοι του βούλγαρου πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ. Εκτοτε ελάχιστοι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες είχαν μείνει ανοιχτοί και αυτοί σε χαμηλό επίπεδο.

H επαναλειτουργία

Τις τελευταίες ημέρες στο Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αντικρουόμενες δηλώσεις που γίνονταν από τούρκους αξιωματούχους, διαμηνύοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει πρόθυμη να αποδεχτεί την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών που σταμάτησαν το 2016, αλλά προφανώς όχι υπό τις σημερινές συνθήκες. Από την άποψη αυτή, η επαναλειτουργία των διαύλων θα είναι σημαντική. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα αλλάξουν τα πάντα από τη μια στιγμή στην άλλη. Οπως ανακοινώθηκε, οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν επικεντρώθηκαν σε θέματα «χαμηλής πολιτικής», όπως η αντιμετώπιση της πανδημίας και η πιθανή αποκατάσταση των ταξιδιωτικών ροών μεταξύ των δύο χωρών – θέματα που απασχολούν και την Ελλάδα και την Τουρκία. Ο τούρκος πρόεδρος επιθυμεί άλλωστε να μπει η Τουρκία στην επόμενη ομάδα χωρών από τις οποίες θα δέχεται τουρίστες η Ευρώπη, μαζί με αυτές των Δυτικών Βαλκανίων – κάτι για το οποίο, επί της αρχής, η Ελλάδα δεν έχει αντίρρηση. 

H εμπιστοσύνη

Θα μπορούσε αυτή η επικοινωνία κορυφής να αποτελέσει το έναυσμα για μια αποκλιμάκωση της έντασης, αρχικά, και την έναρξη κάποιων πιο συστηματικών επαφών λίγο αργότερα; Ουδείς θα έβαζε «το χέρι του στη φωτιά» στοιχηματίζοντας επί αυτού με βάση την πρόσφατη εμπειρία. Το κρίσιμο μέγεθος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η εμπιστοσύνη και αυτή θέλει χρόνο και φροντίδα για να χτιστεί. Ενα ήρεμο καλοκαίρι θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για πολιτικές διαβουλεύσεις και ίσως για τον επόμενο γύρο Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη είναι όμως εύθραυστη και η τακτική δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από «βήμα προς βήμα». 

Η κρίσιμη συζήτηση της 13ης Ιουλίου

Την ίδια στιγμή έχει ξεκινήσει μια συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου στις ευρωτουρκικές σχέσεις, μέσα από το οποίο η Αθήνα θα μπορούσε να θέσει κάποιους όρους που να καλύπτουν τις ανησυχίες της. Η χώρα που έχει επιτακτικά θέσει το ζήτημα αυτό το τελευταίο διάστημα είναι η Γαλλία. Οι σχέσεις Παρισιού και Αγκυρας πλήττονται εσχάτως από «βαρομετρικό χαμηλό», κυρίως λόγω των εξελίξεων στη Λιβύη, όπου η γαλλική πλευρά βλέπει ότι ο εκλεκτός της Χαλίφα Χαφτάρ υποχωρεί έναντι της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (GNA) του Φαγέζ αλ Σαράζ. Παράλληλα, το πρόσφατο περιστατικό στη Μεσόγειο με την αντιπαράθεση γαλλικής και τουρκικής φρεγάτας ανέβασε επικίνδυνα… τη θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις.

Το θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων βρέθηκε επίσης στο επίκεντρο των συνομιλιών που είχε τις προηγούμενες ημέρες στην ελληνική πρωτεύουσα ο Ζοζέπ Μπορέλ. Ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας συζήτησε τόσο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και με τον Νίκο Δένδια για τα επόμενα βήματα εν όψει της συνεδρίασης του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων στις 13 Ιουλίου, που θα έχει ως αποκλειστικό θέμα τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η συζήτηση θα είναι εις βάθος και σε στενό κύκλο συμμετεχόντων. Ο κ. Μπορέλ, που στην αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του αντιμετώπιζε τις ευρωτουρκικές σχέσεις μάλλον «αφελώς» (από πολιτικής απόψεως), φέρεται να έχει αντιληφθεί ότι η κατάσταση τείνει να βγει εκτός ελέγχου. Μετά την Ελλάδα πήγε στην Κύπρο, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, ενδέχεται να επισκεφθεί και την Τουρκία πριν από τις 13 Ιουλίου.

Σε ευρωπαϊκούς κύκλους, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας μοιάζει οριστικά παρελθόν. Το θέμα είναι ποια μορφή θα μπορούσαν να λάβουν οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Ορισμένα από τα ζητήματα που θέτει η Αγκυρα, όπως η απελευθέρωση των θεωρήσεων, δεν πρόκειται να γίνουν δεκτά από πολλές χώρες της ΕΕ. Η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης θα μπορούσε να είναι ένα εργαλείο, εφόσον αξιοποιηθεί σωστά. Ωστόσο, η Αθήνα – και προφανώς και η Κύπρος – επιθυμεί να τεθούν και κάποια ορόσημα και σε αυτό το πλαίσιο, εφόσον η ένταση συντηρείται, ο κ. Μητσοτάκης θα διατηρεί στο τραπέζι το αίτημα για κυρώσεις.

Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η Αθήνα αποδίδει τεράστια σημασία στις εξελίξεις στη Λιβύη για τις οποίες ο κ. Δένδιας ενημέρωσε εκτενώς τον κ. Μπορέλ. Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών είχε ακούσει από πρώτο χέρι τις απόψεις του προέδρου της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Κάιρο και τις μετέφερε στον ισπανό συνομιλητή του. Η κατάσταση στη βορειοαφρικανική χώρα θα μπορούσε να καταστεί ανεξέλεγκτη σε περίπτωση που οι εμπλεκόμενες πλευρές ξεπεράσουν τα όρια, ενώ και ο τουρκικός ρόλος στη Λιβύη είναι πλέον πρωταγωνιστικός. Στο πλαίσιο πάντως της κινητικότητας της Αθήνας, ο κ. Δένδιας αναμένεται να επισκεφθεί αύριο την Τυνησία για συνομιλίες.