«Ολως παραδόξως, το «κλείσιμο» της Νέας Υόρκης είναι ηπιότερο σε σχέση με αυτό άλλων χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία, αλλά δεν παύει να μη θυμίζει σε τίποτα την πολυάσχολη «πόλη που δεν κοιμάται ποτέ». Εγώ δουλεύω πλέον από το σπίτι, καθώς διεξάγω έρευνες Βιοπληροφορικής κυρίως, για τις οποίες χρειάζομαι μόνο τον υπολογιστή μου. Οι επιστημονικές συναντήσεις γίνονται πλέον εξ αποστάσεως».

Η πραγματικότητα της νεαρής επιστήμονος Κωνσταντίνας Θεοφανοπούλου που ζει στις ΗΠΑ και εργάζεται ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Rockefeller, όπως άλλωστε η πραγματικότητα όλων μας, έχει αλλάξει άρδην τους τελευταίους μήνες. Τα πεδία της έρευνάς της είναι η Νευροβιολογία της γλώσσας, αλλά και η Εξελικτική Γενετική, ενώ ασχολείται ενεργά με την υποστήριξη των γυναικών και των υποεκπροσωπούμενων μειονοτήτων στην επιστήμη. Με την «εισβολή» του COVID-19 στις ζωές μας όμως, οι προσπάθειές της πλέον εστιάστηκαν στον αγώνα ενάντια στον ιό, καθώς συμμετέχει σε μία πρωτοποριακή έρευνα του Πανεπιστημίου Rockefeller με επικεφαλής τον δρα Ερικ Τζάρβις για την κατανόηση του ρόλου των γονιδίων ως προς την ανθεκτικότητα ή την ευπάθεια ενός οργανισμού απέναντι στον ιό.

Ποιες είναι οι ερευνητικές προσπάθειες του Πανεπιστηµίου Rockefeller απέναντι στον COVID-19;

«Οι ερευνητικές προσπάθειες του Rockefeller επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία τεστ που θα αναγνωρίζουν ποιοι έχουν μολυνθεί στο παρελθόν, στην κατανόηση του μηχανισμού της λοίμωξης και στη συλλογή πλάσματος ατόμων που έχουν ήδη παραγάγει αντισώματα για τον ιό με σκοπό τη μετάγγισή τους σε άλλα άτομα. Στο εργαστήριο όπου δραστηριοποιούμαι έχουμε συλλέξει DNA διάφορων οργανισμών, που, εκτός από τον άνθρωπο, μπορούν να μολυνθούν από τον ιό, όπως είναι η νυχτερίδα και ο φολιδωτός μυρμηγκοφάγος, και δημιουργούμε γενετικές «βιβλιοθήκες» υψηλής ποιότητας για να μελετήσουμε αν υπάρχει κάτι διαφορετικό στα γονίδια των οργανισμών που μολύνονται και νοσούν σε σχέση με αυτούς τους οργανισμούς που δεν μπορούν να μολυνθούν ή που μολύνονται και δεν νοσούν. Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι καθιστά έναν οργανισμό ξενιστή, και τι ευαίσθητο ή ισχυρό έναντι του ιού εξ αρχής. Εστιάζουμε αρχικά σε γονίδια που διευκολύνουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα των οργανισμών-ξενιστών, όπως το ένζυμο της μετατροπής της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2), στο οποίο προσδένεται η πρωτεΐνη-ακίδα του κορωνοϊού για να εισβάλει στα κύτταρά μας».

Πότε θεωρείτε ότι θα έχετε τα τελικά συµπεράσµατα της έρευνάς σας και πώς αυτή µπορεί να βοηθήσει πρακτικά στον αγώνα εναντίον του COVID-19;

«Πιστεύω ότι θα έχουμε αποτελέσματα μέσα στους επόμενους τρεις μήνες. Η μελέτη μας θα οδηγήσει στον έμπρακτο εντοπισμό των οργανισμών που είναι ή μπορούν να γίνουν ξενιστές του ιού, κάτι το οποίο ελπίζουμε να οδηγήσει στην αλλαγή της νομοθεσίας για το εμπόριο συγκεκριμένων άγριων ζώων. Επίσης, θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε σε ποια είδη μπορούμε εμείς οι ίδιοι να μεταδώσουμε τον ιό (π.χ. σε ζωολογικούς κήπους ή ακόμη και σε εξημερωμένα ζώα), ώστε να κινητοποιηθούμε και προς την αναχαίτιση της εξάπλωσης του ιού στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο».

Πόσο γρήγορα πιστεύετε λοιπόν ότι θα έχουµε στη διάθεσή µας ένα φάρµακο εναντίον του COVID-19;

«Μέχρι στιγμής χρησιμοποιούνται στα νοσοκομεία φάρμακα γνωστά σε εμάς από άλλους ιούς που δείχνουν να είναι αποτελεσματικά και κατά του SARS-CoV-2. Τα περισσότερα είναι φάρμακα αντι-ιικά (π.χ. remdesivir, favipiravir), δηλαδή μπλοκάρουν τη διαδικασία αναπαραγωγής του ιού, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι υπό συζήτηση ακόμη. Η χλωροκίνη φαίνεται ότι εμποδίζει την είσοδο του ιού στα ανθρώπινα κύτταρα. Αλλά και αυτή, όπως και η λιγότερο τοξική υδροξυχλωροκίνη, βρίσκεται ακόμη σε κλινικές δοκιμές. Πιστεύω θα έχουμε πιο σαφή αποτελέσματα προς το τέλος του καλοκαιριού».

Και το εµβόλιο;

«Ως προς το εμβόλιο, πραγματοποιούνται μελέτες σε πολλά πανεπιστήμια και βιοτεχνολογικές εταιρείες, των οποίων ο σχεδιασμός κυρίως διαφέρει στο τι διαλέγουν να χρησιμοποιήσουν ως αντιγόνο, το μέρος, δηλαδή, του εμβολίου που αναγνωρίζει ο οργανισμός μας ως ξένο. Μετά τον σχεδιασμό, το εμβόλιο δοκιμάζεται σε ζωικά μοντέλα και εν συνεχεία σε ανθρώπους. Κατόπιν θα πρέπει να λάβει έγκριση από τους αρμόδιους οργανισμούς και οι φαρμακευτικές εταιρείες να παραγάγουν αρκετή ποσότητα του εμβολίου για ευρεία χρήση. Υπάρχουν ομάδες που ήδη έχουν φθάσει στη φάση των κλινικών δοκιμών, και αναμένουν ότι, αν η διαδικασία κυλήσει ομαλά, θα έχουμε στη διάθεσή μας το εμβόλιο το ταχύτερο σε έναν με ενάμιση χρόνο».

Εχει ανοίξει ξανά η συζήτηση και µάλιστα από την αµερικανική κυβέρνηση για το ενδεχόµενο τελικά ο COVID-19 να «κατασκευάστηκε» σε εργαστήριο της Ουχάν. Τι πιστεύετε;

«Η επιστημονική κοινότητα έχει ταχθεί ενάντια σε όποια θεωρία συνωμοσίας περί ανθρώπινου σχεδιασμού του ιού. Το ισχυρότερο επιχείρημα έναντι όποιας τέτοιας θεωρίας έγκειται κατ’ εμέ στο σημείο της πρωτεΐνης-ακίδας που προανέφερα ότι χρησιμοποιεί ο ιός ως «κλειδί» για να εισέλθει στην «πόρτα» των ανθρώπινων κυττάρων. Και ο προηγούμενος ιός SARS χρησιμοποιεί την ίδια «πόρτα», αλλά διαφορετικό «κλειδί». Εάν, λοιπόν, κάποιος άνθρωπος επιχειρούσε να κατασκευάσει έναν νέο ιό, θα χρησιμοποιούσε λογικά έναν σίγουρο τρόπο λειτουργίας του (το κλειδί-SARS), και δεν θα ρίσκαρε με έναν νέο, που μάλιστα τα υπολογιστικά μοντέλα προέβλεπαν ως μη λειτουργικό».

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το σηµείο µηδέν ώστε να αρθούν τα µέτρα;

«Θεωρώ πως δεν υπάρχει σημείο μηδέν. Η άρση των μέτρων θα πρέπει να γίνει σταδιακά και όχι άρδην, όταν ο αριθμός των ημερησίων νέων κρουσμάτων θα είναι χαμηλός, αναλογικά σε κάθε χώρα, και σταθερός για τουλάχιστον δύο εβδομάδες».

Πιστεύετε ότι έγιναν λάθη και καθυστερήσεις στις ΗΠΑ ως προς την επιβολή των µέτρων; Η Νέα Υόρκη µοιάζει να µετατρέπεται σε νέα Ουχάν…

«Στις ΗΠΑ υπήρξε μεγάλη πολιτική επιρροή στην ενημέρωση, με αποτέλεσμα ο κόσμος, παραπληροφορημένος, να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε μέχρι πολύ αργά. Είναι σαφώς ένα πολύ μεγάλο θέμα, αλλά φαίνεται ότι οι αποφάσεις λαμβάνονταν περισσότερο με κίνητρο τη συνέχιση της ροής της οικονομίας, παρά την ανακοπή της εξάπλωσης του ιού».

Εσείς προσωπικά φοβάστε τον COVID-19; Τι σας τρομάζει περισσότερο;

«Με φοβίζει περισσότερο η αβεβαιότητα που επικρατεί ως προς τα συμπτώματα του ιού και η κατάρρευση των νοσοκομείων. Με τρομάζει το ότι ακόμη και μετά από ένα τόσο μεγάλο χτύπημα μπορεί να μην αλλάξει ριζικά το σύστημα υγείας παγκοσμίως».

Γιατί θεωρείτε ότι ξέφυγε η κατάσταση σε Ιταλία και Ισπανία;

«Υπάρχουν πολλοί λόγοι: κλιματολογικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί. Οι χώρες αυτές έχουν μεγάλους πληθυσμούς, πυκνοκατοικημένες πόλεις και αποτελούν σημαντικά εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα, με επισκέπτες από όλον τον κόσμο για λόγους αναψυχής και εργασίας. Ως προς τους υψηλούς αριθμούς των θανάτων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο το ότι και τα δύο κράτη είναι «γηραιά», με περισσότερο ευάλωτο πληθυσμό. Παρόμοια πορεία κρουσμάτων βλέπουμε πλέον και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα στη Γαλλία και στη Γερμανία».

Πώς κρίνετε την εξάπλωση του COVID-19 στην Ελλάδα;

«Θεωρώ ότι όλοι δράσαμε σχετικά αργά. Η εξάπλωση του ιού στην Ελλάδα φαίνεται να είναι ελεγχόμενη, δεδομένων των συμπτωματικών περιπτώσεων που διαγιγνώσκονται, αλλά και της ελεγχόμενης κατάστασης στα νοσοκομεία. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πόσα άτομα ασυμπτωματικά/με ήπια συμπτώματα κυκλοφορούν και πώς θα εξελιχθεί η μετάδοση. Επίσης, σε χώρες με παρόμοιο πληθυσμό, όπως στην Πορτογαλία, είχαν διεξαχθεί για παράδειγμα μέχρι τις 16 Απριλίου 208,314 τεστ, ενώ στην Ελλάδα 50,771. Τέλος, το ότι βρισκόμαστε σε ένα σχετικά καλό σημείο δεν οφείλεται μόνο στο έγκαιρο κλείσιμο, αλλά και σε άλλους δημογραφικούς παράγοντες, και επίσης στο ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί τουριστικό προορισμό κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ή εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο εν γένει».