Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η περίοδος αποαποικιοποίησης που ακολούθησε έβαλαν τέλος στην παγκόσμια κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Μετά το 1945 καμία από τις παγκόσμιες δυνάμεις – ΗΠΑ και Σοβιετική Ενωση – δεν ήταν ευρωπαϊκή και μια πληθώρα άρτι ανεξαρτητοποιημένων εθνών ανέβηκε στη διεθνή σκηνή.

Μόνο οι ΗΠΑ ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να παράσχουν μια πολιτική και οικονομική τάξη στη Δύση. Η Αμερική παρείχε στρατιωτική προστασία και υποστήριξη για την πολιτική συνεργασία και το ελεύθερο εμπόριο, ενώ η υπόλοιπη Δύση προσπαθούσε να κατανικήσει τις δυνάμεις του εθνικισμού και του προστατευτισμού.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης τα Χριστούγεννα του 1991, οι ΗΠΑ έγιναν η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο – και σύντομα υπέπεσαν στην υπερβολή. Η μονοπολική εποχή τελείωσε με τη χωρίς νόημα αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.

Η παγκόσμια τάξη όμως δεν μπορεί να υπάρξει στο κενό, διότι άλλες δυνάμεις σπεύδουν πάντα να το γεμίσουν. Ετσι, η νέα αναδυόμενη δύναμη, η Κίνα, σπεύδει να εδραιωθεί στην παγκόσμια σκηνή, όπως και μια στρατιωτικά αναζωογονημένη Ρωσία. Η παρούσα τάξη δεν χαρακτηρίζεται πλέον από μία ή δύο υπερδυνάμεις αλλά ούτε και βασίζεται στην πολυμέρεια – ούτε και σε κάποιο άλλο πλαίσιο που να είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να εξισορροπεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα και να περιορίζει, να αποτρέπει και να επιλύει τις συγκρούσεις.

Η εκλογή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ σηματοδότησε από πλευράς Αμερικής την αρχή της ενεργού αποκήρυξης της παγκόσμιας τάξης που η ίδια είχε βοηθήσει να οικοδομηθεί. Επί Τραμπ, οι ΗΠΑ προσπαθούν να καταστρέψουν μεταπολεμικούς θεσμούς όπως τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου ενώ αμφισβητούν ανοιχτά διεθνείς συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ. Η πολυμερής Pax Americana του Ψυχρού Πολέμου έδωσε τη θέση της στην επιστροφή ενός κόσμου στον οποίο οι μεμονωμένες χώρες προωθούν το εθνικό τους συμφέρον εις βάρος των υπολοίπων.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να αποφύγει ή να αγνοήσει τις επιπτώσεις αυτής της κοσμογονικής αλλαγής. Ενώ η ΕΕ είναι ισχυρή από οικονομική, τεχνολογική και εμπορική άποψη, δεν αποτελεί μεγάλη δύναμη από μόνη της. Της λείπουν η ομοιογενής πολιτική βούληση και η στρατιωτική ικανότητα που χαρακτηρίζουν την αυθεντική γεωπολιτική ισχύ. Ως μια υπερεθνική οντότητα 27 κρατών-μελών, αποτελεί απότοκο ακριβώς αυτής της πολυμερούς τάξης που βρίσκεται σήμερα σε παρακμή.

Το ιστορικό πέρασμα από τη βασισμένη σε κανόνες πολυμέρεια σε ένα ασταθές σύστημα αντιπαλότητας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις είναι θλιβερά ασυνεπές προς το παρόν μείγμα αυξανόμενων παγκόσμιων προκλήσεων, με κυριότερη την κλιματική αλλαγή. Η αποτροπή της καταστροφικής υπερθέρμανσης του πλανήτη απαιτεί συλλογική δράση από μια διεθνή κοινότητα που θα περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειονότητα των χωρών, και όχι την αναβίωση μιας παγκόσμιας τάξης βασισμένης στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη.

Ευτυχώς, η ΕΕ ήδη κατέχει ηγετική θέση όσον αφορά τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, τόσο σε τεχνολογικούς όσο και σε κανονιστικούς όρους. Καθήκον της Ευρώπης είναι σήμερα να διατηρήσει και να διευρύνει την ηγετική αυτή θέση, όχι μόνο προς χάρη του πλανήτη αλλά και για το δικό της οικονομικό συμφέρον. Αλλωστε η απόσυρση της Αμερικής αναγκάζει την Ευρώπη να γίνει δύναμη από μόνη της. Διαφορετικά, θα γίνει ένα εξαρτημένο και απλό όργανο άλλων δυνάμεων.

Με γεωπολιτικούς όρους, ο τραμπισμός, η άνοδος της Κίνας και ο ρωσικός ρεβιζιονισμός – που παίρνει τη μορφή στρατιωτικής επιθετικότητας λόγω της αποδυνάμωσης της ρωσικής οικονομικής βάσης – αφήνουν τους Ευρωπαίους χωρίς άλλη επιλογή παρά να διεκδικήσουν καθεστώς μεγάλης δύναμης. Το κύμα τεχνολογικών καινοτομικών ενισχύει περισσότερο αυτή την επιτακτική ανάγκη.

Κατά βάθος, η ψηφιακή επανάσταση αφορά την πολιτική και όχι την τεχνολογία. Διακυβεύεται η ελευθερία των ατόμων και ολόκληρων κοινωνιών. Στο ψηφιακό μέλλον, οι πολιτικές ελευθερίες που θεμελιώνουν τον δυτικό πολιτισμό θα εξαρτώνται όλο και περισσότερο από ερωτήματα για την κυριότητα των δεδομένων. Τα ευρωπαϊκά δεδομένα θα ανήκουν σε εταιρείες στη Σίλικον Βάλεϊ ή στην Κίνα, ή θα υπόκεινται στον κυρίαρχο έλεγχο των ίδιων των Ευρωπαίων; Κατά την άποψή μου, το ερώτημα αυτό θα είναι κρίσιμο για να καθιερώσουν τα διαπιστευτήρια μεγάλης ισχύος της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες.

Οι Ευρωπαίοι συζητούν εδώ και καιρό συνταγματικά ερωτήματα όπως το επιθυμητό επίπεδο ολοκλήρωσης ή ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ. Αλλά ο χρόνος για τις συζητήσεις αυτές έχει παρέλθει, τουλάχιστον για την ώρα. Η πολιτική αλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη επιβάλλεται τόσο στους υπερμάχους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσο και στους πολεμίους της. Η πρόκληση σήμερα είναι να μετατρέψουμε την Ευρώπη σε μεγάλη δύναμη προτού συνθλιβεί από ισχυρότερες τεχνολογικές και γεωπολιτικές δυνάμεις.

Η Ευρώπη δεν αντέχει να μείνει πίσω τεχνολογικά ή από άποψη γεωπολιτικής δύναμης. Εχει την ευθύνη να ηγηθεί του υπόλοιπου κόσμου στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, το οποίο απαιτεί τεχνολογικές και ρυθμιστικές καινοτομίες. Σε έναν κόσμο που υποκύπτει σε αντιπαλότητες μηδενικού αθροίσματος, κύρια προτεραιότητα της Ευρώπης θα έπρεπε να ήταν να γίνει μεγάλη δύναμη στην κλιματική πολιτική.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ ήταν υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας την περίοδο 1998-2003 και επί 20 χρόνια ηγέτης του γερμανικού Κόμματος των Πρασίνων.