Ο θάνατος ενός ανθρώπου των βιβλίων όπως ο Τζορτζ Στάινερ, που άφησε πίσω του ένα λαμπρό έργο κριτικής σοφίας, μας βγάζει, για λίγο, από το στενόχωρο πεδίο των πολιτικών παθών. Οχι γιατί η σκέψη και η παρέμβαση συγγραφέων όπως ο Στάινερ δεν έχουν πολιτική διάσταση. Προφανώς έχουν, και μάλιστα όλα τα προσφιλή θέματα του Στάινερ, η μνήμη, η γλώσσα, η μετάδοση της κουλτούρας, η αδυναμία της αισθητικής καλλιέργειας απέναντι στην κρατική βαναυσότητα, όλα αυτά είχαν και έχουν πολιτική βαρύτητα.

Ωστόσο φιγούρες όπως ο Στάινερ ή ο Χάρολντ Μπλουμ, που μας άφησε κι αυτός, δεν ξεχωρίζουν απλώς για το τι έγραψαν και είπαν. Μας συγκινούν από το γεγονός του πάθους που ξόδεψαν ως δάσκαλοι. Σε τέτοιες προσωπικότητες, κακά τα ψέματα, επιβιώνουν οι αρετές ενός «αστικού πολιτισμού» για τον οποίο διαθέτουμε πια άφθονες καρικατούρες, στρεβλά είδωλα και επώδυνες διαψεύσεις. Τι περιείχε αυτός ο αστικός πολιτισμός ο οποίος, εν τέλει, έφερε τον δάσκαλο στα ανοιχτά, πολυεθνικά και διαφυλετικά ακροατήρια; Περιείχε όρεξη για ευρυμάθεια και εμβάθυνση μαζί. Περιείχε πάνω απ’ όλα διαρκή διερώτηση για τα θεμέλια της ύπαρξης, τη σχέση διδαχής και ευθύνης, τις βαρβαρότητες της Ιστορίας και τους τρόπους με τους οποίους η ανάγνωση ανακαινίζει και ελευθερώνει τη ζωή μας. Ο αστικός πολιτισμός των δασκάλων αυτών είχε αναμφίβολα κάποιο μερίδιο συντηρητισμού. Ωστόσο ο συντηρητισμός αυτός δεν ήταν αχάριστος, απάνθρωπος, ανελεύθερος και δογματικός. Στον πυρήνα του είχε μια διεκδίκηση ελευθερίας και προσωπικής αξιοπρέπειας, γι’ αυτό άλλωστε μπορούσε πάντα να μπερδεύει τους πρόθυμους λογογράφους της Αριστεράς και της Δεξιάς.

Ο δάσκαλος μπαίνει στη σκηνή ενός εικοστού αιώνα με στρατόπεδα θανάτου και μηχανές ολοκληρωτισμού, για να διασώσει την υγιή ειρωνεία, την αγάπη για την ανάγνωση, την τέχνη της συνομιλίας με τα κείμενα. Δεν είναι ο γκουρού που υπόσχεται την έξοδο από τον πόνο, τη στέρηση και τη βία αλλά ο φορέας μιας τραγικής γνώσης, μιας γνώσης που σέβεται το διφορούμενο όλων των μεγάλων κατασκευών στην ιστορία του πολιτισμού.

Στον δάσκαλο δεν προστρέχουμε για να βρούμε blueprint πολιτικό σχέδιο ή αρχές δημόσιων πολιτικών. Μπορεί να υποθέσει κανείς πως τους δασκάλους τους διαβάζουμε σαν πηγές κοσμικής σοφίας. Δεν είναι το ίδιο με τους κοινωνικούς επιστήμονες, ούτε με τους δημόσιους διανοουμένους που παρακολουθούν καθημερινά τα κοινωνικοπολιτικά ήθη και σχολιάζουν ή ερμηνεύουν τάσεις και ιδεολογικά θέματα. Οι δάσκαλοι στέκονται σε μεγαλύτερη απόσταση, δίχως αυτό να τους μετατρέπει σε αριστοκράτες της προδημοκρατικής εποχής. Υπάρχει νομίζω μια παρεξήγηση για τη σχέση δημοκρατίας και πνευματικότητας, και από αυτήν δεν γλίτωσε ούτε ο Στάινερ και κάποιες αμφιλεγόμενες θέσεις του. Η παρεξήγηση αφορά την «απόσταση του λογίου» από την κοινωνία, τις ανάγκες και τις πολιτικές αξιολογήσεις. Κυρίως από την Αριστερά έχει καλλιεργηθεί η ιδέα ότι όποιος πνευματικός άνθρωπος γράφει για θέματα που δεν συμβάλλουν ευθέως και σαφώς στην «υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής» είναι αμφίβολης αξίας και πάντως αντίπαλος της δημοκρατίας και των αξιών της.

Οι δάσκαλοι όμως δεν είναι, απαραίτητα, καθοδηγητές. Ούτε, κατ’ ανάγκην, «ταγοί» με την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος από ένα ευρύτερο κοινό. Πολλοί μπερδεύουν τον δάσκαλο με αυτόν ή αυτήν (γιατί η πνευματικότητα του δασκάλου μοιράζεται σε άνδρες και γυναίκες, παρά την ιστορική καθήλωσή της στην ιδέα του «μεγάλου άνδρα») που θα υπαγορεύσουν στον κόσμο τι πρέπει να γίνει ώστε να ζήσουμε με ευτυχία, αρμονία ή δικαιοσύνη. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, δάσκαλος θεωρείται κάποιος που μπορεί να έχει απαντήσεις για το χρέος, τα 12 μίλια, τις γεωστρατηγικές βλέψεις του Ερντογάν ή τα προβλήματα του Ελληνισμού από καταβολής. Προφανώς, δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα.

Στέκομαι εν τέλει σε μια παρουσία σαν αυτή του Τζορτζ Στάινερ. Το βέβαιο είναι πως δεν έγραψε ποτέ ένα βιβλίο όπου μέσα τρεμοπαίζει το περίφημο «Τι να Κάνουμε» του Λένιν (που το είχε πάρει από τον Νικολάι Τσερνισέφσκι). Υπερασπίστηκε την ενασχόληση με τη συγκριτική λογοτεχνία ως πρακτική ζωής και όχι μόνο ως γνωστικό αντικείμενο το οποίο δικαιολογούσε τη λόγια πολυπραγμοσύνη του. Πέρα όμως από την αγάπη των κειμένων, ένας δάσκαλος μεταφέρει στους συγχρόνους την πιο παράδοξη από όλες τις μέριμνες: τη μέριμνα για την προσπάθεια της κατανόησης, δηλαδή μια αληθινή εκτίμηση στη δυσκολία. Αυτό νομίζω πως είναι και το πιο πολύτιμο μάθημα από δασκάλους όπως ο Στάινερ: το ότι δεν υποσχέθηκαν στους φοιτητές και στους ακροατές τους, σε όλους τους συνομιλητές τους, εύκολη πρόσβαση στην παιδεία με το «πάτημα ενός κουμπιού». Πήγαν στα κείμενα, στα μυθιστορήματα, στη Βίβλο, στην ποίηση, υπενθυμίζοντας τον δεσμό της αυτονομίας με τα σύνθετα και δύσκολα ερωτήματα και όχι με τις ετοιμοπαράδοτες απαντήσεις.

Αν και πολιτικά μπορεί να έχει κανείς πολλές σοβαρές ενστάσεις με αυτόν τον γραμματολογικό ανθρωπισμό (και τις συντηρητικές του συνηχήσεις), παραμένει, πιστεύω, αξεπέραστος ως μέθοδος ανάγνωσης. Διότι μαθαίνεις να διαβάζεις ένα κείμενο όταν ξεπεράσεις την αυταπάτη πως ξέρεις ήδη πού το πάει και το ηθικό συμπέρασμά του. Δάσκαλος είναι εν τέλει εκείνος που μας αποτρέπει από αυτή την ψευδαίσθηση, έστω και αν είναι σχεδόν βέβαιο πως θα χάσει σε δημοφιλία.

 

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.