Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η με κάθε επισημότητα ανακοίνωση της Τρίτης από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο εμπεριέχει κάποια στοιχεία πολιτικού ρεαλισμού. Όμως θα πρέπει εκεί να αναγνωρίσει κανείς ότι ο ρεαλισμός αυτός εκπορεύεται εκ του φόβου και οδηγεί σε περίεργα μονοπάτια.

«Την ώρα που η χώρα κάνει το άλμα προς τα εμπρός ξεπερνώντας διχαστικά διλήμματα του παρελθόντος, δεν έχει την πολυτέλεια να διχάζεται με αφορμή το ποδόσφαιρο. Ιδίως σε τόσο κρίσιμες στιγμές για τα εθνικά μας θέματα», ανέφερε την Τρίτη ο κ. Πέτσας, στον απόηχο της εισήγησης της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού για υποβιβασμό του ΠΑΟΚ λόγω κάποιας ιδιοκτησιακής σχέσης με την ομάδα της Ξάνθης.

Και συνέχισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με αυτά τα λόγια: «Η Κυβέρνηση σέβεται το αυτοδιοίκητο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δεν θα επιτρέψει, όμως, ένα θέμα του ποδοσφαίρου να θέσει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή που τόσο δοκιμάστηκε στα χρόνια της κρίσης. Ούτε θα μείνει θεατής στο θέατρο του παραλόγου που εξελίσσεται με φόντο διαχρονικές παθογένειες που προσβάλλουν κάθε Έλληνα πολίτη».

Για να καταλήξει: «Με απόφαση του Πρωθυπουργού, αναλαμβάνεται άμεσα νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να μην επιβάλλονται εξοντωτικές κυρώσεις, για θέματα όπως αυτά για τα οποία γνωμοδότησε η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού».

Αναζητεί κανείς με κόπο τι σχέση έχει το ένα με το άλλο, από όλα αυτά που αναφέρονται με αφορμή μία εισήγηση για την τύχη μίας ποδοσφαιρικής ομάδας.

Παρεμπιπτόντως δε, «η Κυβέρνηση δεν εκβιάζεται» και «με απόφασή του Πρωθυπουργού, διαγράφεται από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Ευρωβουλευτής κ. Θεόδωρος Ζαγοράκης». Ο οποίος είχε απειλήσει με παραίτηση για τον ίδιο λόγο που η κυβέρνηση αποφάσισε να αλλάξει τον νόμο…

Από όλα αυτά προκύπτουν ερωτήματα και διαπιστώσεις. Και όσο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τον πολιτικό ρεαλισμό, άλλο τόσο γίνεται μάρτυς του παραλογισμού.

Υπό ποια έννοια η εφαρμογή μίας υπάρχουσας νομοθεσίας δημιουργεί κοινωνικό διχασμό; Προφανώς και όλοι μπορούν να φανταστούν πώς θα αντιδρούσαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ σε περίπτωση υποβιβασμού της ομάδας τους. Θα ακούγονταν τα γνωστά για «το κράτος των Αθηνών», θα γίνονταν κινητοποιήσεις, θα έκλειναν δρόμοι και εθνικές οδοί, θα «χωριζόταν η Ελλάδα στα δύο» και διάφορα άλλα τέτοια δραματικά.

Τι σημαίνει όμως αυτό; Ποια ακριβώς είναι η κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας και ποιος ο ρόλος της πολιτικής της ηγεσίας, αν ο διχασμός είναι τόσο εύκολος και μάλιστα για ένα τέτοιο θέμα; Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις δυστυχώς απογοητευτικές.

Πώς μπορεί κάποιος εν τέλει να πείσει ότι δεν εκβιάζεται υπό αυτές τις συνθήκες;

Με μία δόση υπερβολής, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει υπό αυτήν την έννοια ότι σε περιόδους κρίσιμες για τα εθνικά θέματα, κάθε αίτημα θα ικανοποιείται, προκειμένου να αποφευχθούν οι εντάσεις και να είναι όλοι ήρεμοι και χαρούμενοι. Ή να αξιώνει οιοσδήποτε ότι και για την δική του περίπτωση θα πρέπει να αλλάζουν οι νόμοι, ειδάλλως θα γεννιόταν απειλή για την κοινωνική συνοχή.

Με δεδομένο το τι θα μπορούσε να προκαλέσει μία απόφαση υποβιβασμού του ΠΑΟΚ, κατανοεί κανείς τις ανησυχίες της κυβέρνησης. Η ομολογία τους όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο και η αγωνιώδης παρέμβασή της, δεν είναι ευχάριστα στοιχεία.

Εργο της είναι προφανώς και εκ του νόμου η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και η αποτροπή του διχασμού. Είναι όμως μείζον ζήτημα το αν η υποχώρηση σε κάθε απειλή εκ μέρους οργανωμένων ομάδων δίνει το καλό παράδειγμα ή αν εν τέλει, οι νόμοι θα αλλάζουν κατά περίσταση προκειμένου να μην δυσαρεστηθούν κάποιοι. Δεν συμπίπτουν αυτά και τόσο με την δέσμευση και το χρέος να «καταστεί η χώρα αγνώριστη».

Όσο για την εξυγίανση του ποδοσφαίρου, καλύτερα να μην γίνεται συζήτηση…