Αν υποθέσουμε ότι έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης οι εξελίξεις στην χώρα θα κινηθούν γραμμικά και τα όσα συμβαίνουν στα πέριξ της δεν θα την βυθίσουν σε μία γεωπολιτική άβυσσο, το επόμενο διάστημα θα παρακολουθήσουμε ένα μεγάλο πολιτικό παιχνίδι.

Η εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την αλλαγή του εκλογικού νόμου, θα καθορίσουν το πλαίσιο του παιχνιδιού και θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για ένα νέο πολιτικό σκηνικό.

Ήδη έχει καταστεί σαφές εν όψει αυτών, ποιος είναι διατεθειμένος να συνομιλήσει με ποιον. Και μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει για ποιους λόγους σχηματίζονται οι ομάδες των συνομιλητών.

Η αξιωματική αντιπολίτευση για προφανείς λόγους και προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή της ή/και να τζογάρει πολιτικά ποντάροντας σε μία εσωτερική αναταραχή στην ΝΔ, εμμένει στην επανεκλογή του Πρ. Παυλόπουλου. Και αρνείται την όποια συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου, για λόγους ακόμη προφανέστερους.

Αντιθέτως, το ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται διατεθειμένο να συζητήσει με τον Πρωθυπουργό και για τον Πρόεδρο και για τον εκλογικό νόμο.

Όσο συμβαίνει αυτό, καταδεικνύονται και οι δυνατότητες αντικειμενικής αντίληψης του πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Στο ΚΙΝΑΛ δεν έχουν ψευδαισθήσεις για την κυριαρχία αυτήν την στιγμή της ΝΔ ή της εκδοχής Μητσοτάκη για την σύγχρονη Κεντροδεξιά. Δεν είναι το πρώην ΠαΣοΚ κυβερνητική δύναμη, είναι όμως ένας δυνάμει εταίρος με κυβερνητική εμπειρία μεγαλύτερη από πολλές άλλες δυνάμεις.

Γνωρίζουν δε, κρίνοντας εξ ιδίων, ότι τα πράγματα στην πολιτική μπορεί κάποιες φορές να είναι πολύ ρευστά. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το 2009 το ΠαΣοΚ είχε 44% και τρία χρόνια αργότερα είχε καταρρεύσει…

Στον ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως, έχουν την αντίληψη ότι περίπου έχει έλθει «το τέλος της Ιστορίας». Ότι τα ποσοστά τους είναι αιώνια και ότι η επιστροφή τους στην εξουσία είναι θέμα χρόνου.

Πλην όμως, υπάρχει μία εξαιρετικά κρίσιμη παράμετρος. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν διαθέτει πολιτική πρόταση. Δεν έχει την πολυτέλεια να διακηρύττει σκισίματα μνημονίων και επιστροφές γερμανικών αποζημιώσεων, δεν μπορεί πλέον να δικαιολογείται για αυταπάτες, ενώ προσπαθεί να ξεπλύνει την «αμαρτία» του εναγκαλισμού με τον Καμμένο, μέσω του Ραγκούση, της Μαριλίζας, της Βάρτζελη και του Τζουμάκα.

Η ακόμη πιο κρίσιμη παράμετρος εν όψει της αλλαγής του πλαισίου του πολιτικού παιχνιδιού είναι όμως άλλη: με όποιο σύστημα και αν γίνουν οι επόμενες εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα έχει απολύτως καμία άλλη ευκαιρία. Αν δεν κερδίσει, θα μετρά τέσσερις ή και πέντε ήττες από τον Μητσοτάκη και το άστρο του θα δύσει αναγκαστικά.

Στο ΚΙΝΑΛ το γνωρίζουν αυτό και έχουν συναίσθηση της κινητικότητας στην πολιτική. Μπορεί τα πράγματα να μην εξελιχθούν σε μία συνεχή μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ κομμάτων της Κεντροαριστεράς ή να δούμε μία μαζική επιστροφή μεταμελημένων γενίτσαρων από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Μπορεί όμως να διαμορφωθούν νέες δυναμικές και νέες συνθήκες, που θα καταστήσουν το κόμμα του κ. Τσίπρα πιο απηρχαιωμένο και από το παλαιό ΠαΣοΚ. Και υπό αυτούς τους όρους να δούμε άλλου είδους συνθέσεις.

Η αντίληψη αυτής της όχι και τόσο απίθανης δυναμικής, ίσως και να είναι σήμερα μία από τις βασικές προϋποθέσεις πολιτικής επιβίωσης…