Πίσω από την κατακραυγή για την πρόσφατη απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης να εξουσιοδοτήσει την κυβέρνηση Ερντογάν για αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη και πέραν των πανηγυρισμών για την υπογραφή από την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ της Διακυβερνητικής Συμφωνίας για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου EastMed, υψηλόβαθμοι διπλωματικοί παράγοντες των Αθηνών προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν, όσο αυτό είναι εφικτό, τα μηνύματα που εκπέμπει η Αγκυρα και να σχεδιάσουν τα προσεχή βήματα της ελληνικής πλευράς. Κοινή συνισταμένη των εκτιμήσεων είναι ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν πλέον εισέλθει σε μια νέα, πολύ δυσκολότερη, φάση σε σχέση με το παρελθόν. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη προβλεψιμότητας, ενώ η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της Ελλάδος σε θαλάσσιες ζώνες ξεπερνά πλέον κάθε προηγούμενο.

Η πορεία της Αγκυρας

Η Τουρκία και προσωπικά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν παύσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, να βλέπουν υπό αυτόνομο πρίσμα τις σχέσεις με την Ελλάδα. Αντίθετα, η θεώρηση του προέδρου της Τουρκίας, ο οποίος αισθάνεται ότι αναμετράται με την Ιστορία, αποδίδει στη χώρα του χαρακτηριστικά περιφερειακής υπερδύναμης. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα αποτελεί απλά ένα κομμάτι σε ένα παζλ που περιλαμβάνει την Κεντρική και την Ανατολική Μεσόγειο, το Κέρας της Αφρικής και την Ερυθρά Θάλασσα, καθώς φυσικά την Εγγύς Ανατολή και ευρύτερα τη θέση της Τουρκίας στον μουσουλμανικό κόσμο. Η Αγκυρα αποστέλλει Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη (UAVs) στην κατεχόμενη Κύπρο, ενώ σχεδιάζει κατασκευή ναυτικής βάσης στην Αμμόχωστο.

Παράλληλα, έχει δημιουργήσει βάσεις στο Κατάρ και στη Σομαλία και «γλυκοκοιτά» να επιτύχει κάτι ανάλογο στη Λιβύη. Τέλος, οι πρόσφατες αναφορές του εκπροσώπου της τουρκικής προεδρίας και εξ απορρήτων του κ. Ερντογάν, του Ιμπραήμ Καλίν, ότι η ασφάλεια της Τουρκίας ξεκινά πέρα από τα σύνορα της χώρας δεν αφήνουν αμφιβολίες για το σκεπτικό με το οποίο πορεύεται η Αγκυρα.

Εφόσον αυτή η ανάλυση ευσταθεί, τότε η επικέντρωση της Αθήνας στη διαχείριση της κατάστασης που προέκυψε μετά την υπογραφή του πολύκροτου Μνημονίου Συναντίληψης για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση του ξεκάθαρου αναθεωρητισμού που αυτή την περίοδο εκπέμπεται από την πλευρά της Αγκυρας.

Τα επόμενα βήματα της Αθήνας

Μετά την αρχική διπλωματική εκστρατεία της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ξεκίνησε με τις επισκέψεις του Νίκου Δένδια σε Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία, Κύπρο και φυσικά στην Ανατολική Λιβύη (όπου και συναντήθηκε με τον Χαλίφα Χάφταρ), καθώς επίσης με την υπογραφή από τους κ.κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, Νίκο Αναστασιάδη και Βενιαμίν Νετανιάχου της Διακυβερνητικής Συμφωνίας για τον EastMed την προηγούμενη Πέμπτη 2 Ιανουαρίου στο Ζάππειο (εκκρεμεί η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος, Αιγύπτου, Κύπρου και Γαλλίας που είχε προγραμματιστεί για το τρέχον Σαββατοκύριακο στο Κάιρο, αλλά μετατέθηκε για μερικές ημέρες), η Αθήνα αναμένεται πλέον να επικεντρώσει την προσοχή της ευθέως στην Αγκυρα. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης Θεμιστοκλής Δεμίρης, προγραμματίζεται να μεταβεί προσεχώς στην τουρκική πρωτεύουσα (πιθανόν στις 9 ή 10 Ιανουαρίου) ώστε να έχει πολιτικές διαβουλεύσεις με τον υφυπουργό Εξωτερικών Σεντάτ Ονάλ. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις διεξάγονται συνήθως ανά εξάμηνο και έχουν ευρεία ατζέντα. Ωστόσο, αυτή τη φορά τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Η ελληνική πλευρά θα ήθελε η συζήτηση να επικεντρωθεί στις τρέχουσες διμερείς εξελίξεις και να αναζητηθούν τρόποι να εκτονωθεί η ένταση που έχει συσσωρευθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Η επέκταση των συνομιλιών σε θέματα πέραν των διμερών θα έδινε, σύμφωνα με πληροφορίες, την εντύπωση ότι όλα βαίνουν κατά το σύνηθες (business as usual), κάτι που προφανώς δεν ισχύει υπό τις παρούσες συνθήκες.

Η Αθήνα εκτιμά ότι η επανάληψη των διερευνητικών επαφών με ορίζοντα, έστω μακρινό, μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ αποτελεί τον δρόμο που θα άρει το αδιέξοδο. Είναι σαφές όμως ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει υπό το καθεστώς πιέσεων και τετελεσμένων, όπως αυτό που επιβάλλει το Μνημόνιο Συναντίληψης Αγκυρας – Τρίπολης. Επομένως, το «πάγωμα» ισχύος του Μνημονίου θα ήταν η ελάχιστη προϋπόθεση της ελληνικής πλευράς για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών. Παράλληλα, στο υπουργείο Εξωτερικών εξετάζονται και πρόσφατες αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων που αφορούν, μεταξύ άλλων, μονομερείς δραστηριότητες για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές.

Η μελέτη του κειμένου του Μνημονίου από τους εμπειρογνώμονες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι εξονυχιστική. Σύμφωνα με άριστα ενημερωμένες πηγές, οι τουρκικές συντεταγμένες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα 2 του τουρκο-λιβυκού κειμένου δεν έχουν επιλεγεί τυχαία. Ορισμένες δεν αφορούν μάλιστα σημεία στην ηπειρωτική Τουρκία, αλλά νησίδες και βράχους που βρίσκονται άνω του συμπλέγματος του Καστελλορίζου, ενώ κάποιες εντοπίζονται ακόμη και μεταξύ Κω και Νισύρου. Η προβολή αυτών των συντεταγμένων ξεπερνά κατά πολύ τον γνωστό κώνο που «ενώνει» τις θαλάσσιες ζώνες Τουρκίας – Λιβύης. Παράλληλα, οι λιβυκές συντεταγμένες έχουν προβολή σε περιοχές που επικαλύπτουν τα δύο θαλάσσια οικόπεδα νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης που έχουν παραχωρηθεί προς έρευνα και εκμετάλλευση στην κοινοπραξία Total (που είναι ο διαχειριστής) – ExxonMobil – ΕΛΠΕ και τα οποία η Τρίπολη είχε αμφισβητήσει με ρηματική διακοίνωση ήδη από τον περασμένο Αύγουστο.

Αναμφίβολα, η Αίγυπτος αποτελεί χώρα-κλειδί για την Ελλάδα σε σχέση με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή για την οποία έχουν εσχάτως επιστρέψει οι ιδέες για την κατάθεση συντεταγμένων, αν και θα επρόκειτο για μια κίνηση που πέραν της Αγκυρας ίσως να δημιουργούσε επιπλοκές και στις επαφές με το Κάιρο. Η Αθήνα θα επιμείνει για πρόοδο στο ζήτημα της οριοθέτησης με την Αίγυπτο κατά τις συνομιλίες σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων που αναμένεται να πραγματοποιηθούν στις 8 και 9 Ιανουαρίου στην ελληνική πρωτεύουσα. Ωστόσο, προς το παρόν, το Κάιρο «δεν καίγεται» τόσο πολύ για το Μνημόνιο Συναντίληψης περί οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών που υπέγραψαν η Αγκυρα και η Τρίπολη, όσο για το άλλο που αφορά τη στρατιωτική τους συνεργασία. Αυτό άπτεται ζωτικών συμφερόντων ασφαλείας για το καθεστώς του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι που θα πράξει τα πάντα για να αποφύγει την επικράτηση ισλαμικών δυνάμεων και ειδικά των Αδελφών Μουσουλμάνων στη Λιβύη. Είναι διατεθειμένο το Κάιρο να προχωρήσει σε οριοθέτηση με την Αθήνα, και αν ναι, ποια μορφή θα λάβει αυτή; Πόσο πιθανό είναι να δεχθεί τη συμπερίληψη του Καστελλορίζου στην οριοθέτηση; Θα μπορούσε η Αθήνα να αποδεχθεί μια μερική οριοθέτηση και ποια θα ήταν τα ανταλλάγματα για κάτι τέτοιο; Επιπλέον, θα αποδεχθεί η αιγυπτιακή πλευρά την πλήρη επήρεια επί θαλασσίων ζωνών για νησίδες νοτίως της Κρήτης σε αντίθεση ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν;

Το χαρτί του EastMed και η απάντηση στην Αγκυρα

Η υπογραφή της Διακυβερνητικής Συμφωνίας αναφορικά με «ένα σύστημα αγωγού για τη μεταφορά του αερίου της Ανατολικής Μεσογείου στις ευρωπαϊκές αγορές», όπως είναι ο ακριβής τίτλος του κειμένου που υπεγράφη στο Ζάππειο την περασμένη Πέμπτη (βρίσκεται στη διάθεση του «Βήματος»), ήταν μια βαθιά πολιτική κίνηση στην οποία έπρεπε να προχωρήσει η Αθήνα – μαζί με τη Λευκωσία και το Τελ Αβίβ – ώστε να απαντήσει στις κινήσεις της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Από την άποψη αυτή, η θέση που διατύπωσαν και οι τρεις ηγέτες ότι ο αγωγός δεν στρέφεται εναντίον κανενός ηχεί μάλλον παράξενα. Είναι άλλωστε σαφές ότι η Αγκυρα επιδιώκει να ακυρώσει τον EastMed και ότι ο East Med αντίκειται στις τουρκικές επιδιώξεις. Πέραν δε του θέματος της εξασφάλισης χρηματοδότησης, που ίσως να είναι και πρόωρο, η διέλευση του αγωγού θα αποτελέσει κρίσιμο ζήτημα στο μέλλον. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) περιέχει σαφείς προβλέψεις για τα δικαιώματα των παράκτιων κρατών επί του θέματος αυτού, ιδιαίτερα σε περίπτωση που έχει υπάρξει οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας Ελλάδος – Τουρκίας.

Η Τουρκία και προσωπικά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν παύσει να βλέπουν υπό αυτόνομο πρίσμα τις σχέσεις με την Ελλάδα

Η συμφωνία αποτελείται από 20 άρθρα και τρία παραρτήματα. Στο Αρθρο 10 αναφέρεται ότι «τα Μέρη μπορούν να διαμορφώσουν πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες και διευθετήσεις αναφορικά με τη συνεργασία σε θέματα ασφαλείας σε σχέση με το Εργο / Σύστημα Αγωγού». Υπάρχουν ακόμη δύο σημεία επί των οποίων πρέπει να δοθεί περαιτέρω σημασία.

Το πρώτο αφορά την αμφιθυμία της Ιταλίας να υπογράψει τώρα τη Διακυβερνητική Συμφωνία για τον EastMed και το δεύτερο το ενδεχόμενο συμμετοχής και άλλων χωρών στον αγωγό. Η υπόθεση της Ιταλίας είναι περίπλοκη. Επισήμως, η Ρώμη επικαλείται εσωτερικούς πολιτικούς λόγους που προς το παρόν την αποτρέπουν να συνυπογράψει τη συμφωνία και πιο συγκεκριμένα τα τοπικά συμφέροντα που συνδέονται με το Κόμμα των Πέντε Αστέρων του υπουργού Εξωτερικών Λουίτζι Ντι Μάιο. Η δικαιολογία αυτή ίσως να μην είναι επαρκής. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο ιταλικός ενεργειακός κολοσσός Eni διατηρεί στενές σχέσεις με δύο κορυφαίες ρωσικές εταιρείες. Πιο συγκεκριμένα, η Rosneft διατηρεί σημαντικό ποσοστό στο γιγαντιαίο κοίτασμα Zohr στην Αίγυπτο (το βασικό πετράδι του «ενεργειακού στέμματος» της ιταλικής εταιρείας), ενώ η Novatek συνεργάζεται με την Eni στο Μαυροβούνιο. Είναι επίσης σαφές ότι η Μόσχα δεν βλέπει πολύ θετικά την ανάπτυξη μιας εναλλακτικής πηγής τροφοδοσίας της Ευρώπης, ακόμη και αν οι ποσότητες αερίου της Ανατολικής Μεσογείου δεν μπορούν, τουλάχιστον προς το παρόν, να απειλήσουν τη ρωσική κυριαρχία.

Το δεύτερο σημείο συνίσταται στην πιθανή είσοδο στον αγωγό της Αιγύπτου (η υπόθεση του Λιβάνου, μιας χώρας σε σοβαρότατη εσωτερική κρίση θα πρέπει να θεωρείται πολύ απομακρυσμένη). Μετά την ανακάλυψη του Zohr και με δεδομένη την ύπαρξη στο έδαφός της σημαντικών εγκαταστάσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου, η μεγάλη αραβική χώρα έχει γίνει κομβικός παίκτης στο ενεργειακό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπήρξε άλλωστε η κινητήριος δύναμη πίσω από τη σύσταση του Φόρουμ για το Φυσικό Αέριο της Ανατολικής Μεσογείου (EMGF). Οι προθέσεις του Καΐρου είναι προς το παρόν ασαφείς, καθώς ίσως θελήσει να διατηρήσει για τον εαυτό του την ηγετική θέση στην ενεργειακή σκακιέρα της περιοχής.

Η Λιβύη και η τουρκική παρέμβαση

Η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε την περασμένη Πέμπτη υπέρ της αποστολής στρατευμάτων προς στήριξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (GNA) στην Τρίπολη. Η κίνηση αυτή έχει καταδικαστεί από διάφορες πλευρές ως συμβάλλουσα σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση εν όψει πιθανής σύγκλησης της Διάσκεψης του Βερολίνου για την επόμενη ημέρα στη Λιβύη. Ωστόσο, μοιάζει πιθανότερο η Αγκυρα να αποστείλει παραστρατιωτικές ομάδες μαχητών από τη Συρία ή κάποια ελίτ ομάδα των ειδικών δυνάμεων υπό τη μορφή στρατιωτικών συμβούλων, παρά ανοιχτή στρατιωτική βοήθεια που συν τοις άλλοις θα έφερνε την Αγκυρα σε αντιπαράθεση με τη Μόσχα εν όψει της επίσκεψης του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Τουρκία στις 8 Ιανουαρίου. Οι προκλήσεις από άποψη επιμελητείας (logistics) για αποστολή σημαντικών τουρκικών δυνάμεων, όπως π.χ. μια ναυτική μοίρα ή αεροσκαφών F-16, είναι πολύ μεγάλες, πόσω μάλλον στην περίπτωση των δεύτερων που θα απαιτήσουν πολλαπλό εναέριο ανεφοδιασμό.