Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσαν τις προηγούμενες ημέρες ένα πρόχειρο διαγώνισμα.

Εχοντας δείξει ότι σε κάποια πεδία ήταν επαρκώς προετοιμασμένοι ή πάντως σε θέση να αντεπεξέλθουν (π.χ. πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες, οικονομικές κινήσεις, πυρκαγιές και θεομηνίες του καλοκαιριού, κλπ.), εξετάστηκαν σε ένα πεδίο, όπου οι ίδιοι είχαν καλλιεργήσει υψηλές προσδοκίες.

Αφορά την αξιοκρατία στην στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και της ίδιας της κυβέρνησης.

Οι επιδόσεις της κυβέρνησης σε αυτήν την  δοκιμασία δεν ήταν καλές. Είτε με τα κρούσματα των κομματικών  διορισμών στα νοσοκομεία, είτε με την περίπτωση του πλαστού βιογραφικού του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών Α. Διαματάρη, φάνηκε ότι τα αντανακλαστικά δεν λειτούργησαν και οι ενδεδειγμένες κινήσεις δεν έγιναν.

Και στις δύο αυτές ενδεικτικές περιπτώσεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήλθε αντιμέτωπος με τον ίδιο τον εαυτό του.

Σε ό,τι αφορά τον πολιτευτή που διορίστηκε διοικητής στο νοσοκομείο Καρδίτσας, είχε να αντιμετωπίσει μία δική του προεκλογική δήλωση-διαβεβαίωση περί του ακριβώς αντιθέτου.

Στην περίπτωση του κ. Διαματάρη, επρόκειτο για μία προσωπική του επιλογή.

Θα μπορούσε να έχει διασώσει το προσωπικό του προφίλ με ο κ. Μητσοτάκης με έγκαιρες και εύστοχες αντιδράσεις. Να έχει αποτρέψει την κακή δημοσιότητα και την απογοήτευση, είτε επιπλήττοντας δημοσίως, είτε απομακρύνοντας με συνοπτικές διαδικασίες αρμοδίους και υπευθύνους.

Η υπόθεση του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών αποτελεί για περισσότερους λόγους προσωπικό πλήγμα για τον Πρωθυπουργό. Και με την τροπή που πήραν τα πράγματα έχασε μία ευκαιρία.

Αντί να αποπέμψει ο ίδιος ως όφειλε ένα πρόσωπο το οποίο τον εξέθεσε, του προσέφερε την δυνατότητα να παραιτηθεί με φθηνές δικαιολογίες και «με πόνο ψυχής».

Το ότι ο παραιτηθείς υπουργός επικαλείται ως λόγο παραίτησης αποπροσανατολιστικά δημοσιεύματα με στόχο να πλήξουν την κυβέρνηση και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη, δεν διορθώνει την βλάβη. Θα όφειλε να έχει παραδεχθεί το λάθος του και να έχει ζητήσει και συγγνώμη. Δεν το έκανε και η αίσθηση που αρχίζει να κυριαρχεί είναι ότι καλές οι κουβέντες, αλλά εν τέλει κάποια πράγματα πολύ δύσκολα θα αλλάξουν – αν αλλάξουν.

Αυτό που ίσως δεν αντιλαμβάνονται στο Μέγαρο Μαξίμου και στην κυβέρνηση εν γένει, είναι ότι δικαιολογίες του τύπου «ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ τι έκανε;», όχι μόνο δεν αφορούν κανέναν, αλλά ενοχλούν κιόλας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το μέτρο σύγκρισης και αλίμονο αν ήταν…

Είναι ευθύνη του Πρωθυπουργού να αντιμετωπίσει εγκαίρως κάθε κρούσμα αλαζονείας και αμετροέπειας. Και είναι χρήσιμο να αντιληφθούν όλοι στην κυβέρνηση ότι το ζήτημα δεν είναι τι λέει ή δεν λέει ο ΣΥΡΙΖΑ ή η αντιπολίτευση.

Το ζήτημα είναι τι βλέπουν, τι αισθάνονται και τι λένε οι πολίτες. Μία κρίσιμη μάζα από εκείνους που εξέλεξαν τον κ. Μητσοτάκη ενοχλείται από κάτι τέτοια περισσότερο από όλους…