Η περίοδος που διανύουμε είναι κρισιμότερη από ό,τι πολλοί πιστεύουν. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει κινδύνους και απειλές, προσπαθεί να εμπεδώσει μία αίσθηση ομαλότητας, στην ουσία προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της στο τέλος μίας 10ετούς περιόδου πολυδιάστατης κρίσης.

Όσο διάφορα σοβαρά συμβαίνουν ή κυοφορούνται, οι πολιτικές δυνάμεις επιχειρούν να επανατοποθετηθούν στο νέο, άγνωστο αλλά  και διαφαινόμενο περιβάλλον.

Δεν σημαίνει αυτό όμως ότι οι προσπάθειές τους είναι αντιστοίχως σοβαρές με τις συνθήκες τις οποίες πρέπει να αντιληφθούν και να διαχειριστούν, από την θέση και τον ρόλο που κάθε μία πολιτική δύναμη κατέχει.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσει κανείς τι συμβαίνει κατά την μετεκλογική περίοδο στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ασκείται σε μία διαρκή ακροβασία μεταξύ ακρότητας, εξαλλοσύνης και υποτιθέμενης πολιτικής ωρίμανσης. Η παραδοξότητα είναι προφανής, καθώς σύμφωνα με τις διακηρύξεις, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα κατορθώσει να προοδεύσει πολιτικά τώρα ως αντιπολίτευση, ενώ απέτυχε σε αυτό όσο ήταν κυβέρνηση.

Αλλά, ευτυχώς ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και μερικά στελέχη του, έκαναν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο μερικές αποκαλυπτικές διευκρινίσεις.

Στην συνεδρίαση της πολυπληθούς, λεγόμενης επιτροπής ανασυγκρότησης, στην οποία μετέχουν πολλοί και διάφοροι, από την Ρεγγίνα Βάρτζελη έως τον Απόστολο Γκλέτσο, ακούστηκαν μεταξύ των άλλων τα εξής:

Ο κ. Τσίπρας ξεκαθάρισε ότι με την περιβόητη διεύρυνση και το «παιδομάζωμα» των ορφανών του ΠαΣοΚ δεν έχει στόχο να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ «μια δύναμη συστημικής εναλλαγής». Όπως είπε:

«Αφήνουμε αυτή τη φιλοδοξία σε άλλους, αν την έχουν. Αν και δεν μπορούν να το καταφέρουν, όπως απεδείχθη».

Ο γραμματέας του κόμματος Πάνος Σκουρλέτης περιέγραψε την προσχώρηση διαφόρων στο κόμμα ως κορύφωση ενός «κύματος συνεύρεσης» που ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια του μνημονίου και κορυφώθηκε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Κατά τα όσα ανέφερε ο κ. Σκουρλέτης σε μία ομολογία του πώς αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ μία εθνική υπόθεση, η συμφωνία, «έθεσε υγιείς διαχωριστικές γραμμές στην ελληνική κοινωνία».

Ο Νίκος Παππας ήλθε και ενέτεινε την παραδοξολογία λέγοντας ότι στο εγχείρημα (σ.σ. της διεύρυνσης) χωράει ακόμη κι όποιος διαφώνησε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Δεν είχε όμως την ίδια άποψη ο Πάνος Λάμπρου, ο οποίος με αγωνία αναρωτήθηκε: «Να χωρέσει (σ.σ. το κόμμα) και τον Άρη Βελουχιώτη και αυτόν που τον κατέδωσε;»

Ο Νίκος Φίλης, που κατά βάση δεν του πολυαρέσει η μαζική προσχώρηση παλαιοΠαΣόΚων, ικανοποιήθηκε από τα όσα είπε ο Τσίπρας περί μη συστημικής αντιπολίτευσης και το πήγε παραπέρα, σημειώνοντας ότι πρόκειται για κόμμα της ριζοσπαστικής αριστερής αντιπολίτευσης.

Σε ένα διάλλειμμα από την δραστηριότητα στο Facebook ο Παύλος Πολάκης ήταν πάντως καθησυχαστικός. Είπε με βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο η εισδοχή κόσμου που ανήκε στη Σοσιαλδημοκρατία να βλάψει τον ΣΥΡΙΖΑ…

Οι ενδεικτικές αυτές αναφορές είναι εξαιρετικά χρήσιμες. Φανερώνουν το επίπεδο της συζήτησης που γίνεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Εχοντας κυβερνήσει επί τεσσεράμισι χρόνια και έχοντας χάσει τις εκλογές , ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να εμφορείται από τις αντιλήψεις περί αλλαγής της κοινωνίας και διάφορα άλλα τέτοια διακηρυκτικά και δήθεν επαναστατικά.

Είναι προφανές ότι αντιλαμβάνεται τις πολιτικές διαδικασίες ποσοτικά και μονοδιάστατα, αρνείται ή δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις τάσεις και τις ανάγκες της κοινωνίας.

Εξακολουθεί να περιγράφει ως στόχο την αλλαγή της κοινωνίας, όπως απερίφραστα δήλωσε το Σάββατο ο κ. Τσίπρας.

Εξακολουθεί να συγκινείται με αναφορές στον Αρη Βελουχιώτη.

Βλέπει την διαχείριση των εθνικών θεμάτων ως πολιτικό εργαλείο.

Όπως φαίνεται από όλα αυτά και από την καθημερινή πρακτική του, ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα δεν ανασυγκροτείται.

Απλώς βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα σε ένα ιδεολογικό κουλοβάχατο και καμώνεται πως εκπροσωπεί την Αριστερά στην Ευρώπη.

Μόνο που αυτή δεν υπάρχει και οι εδώ εκπρόσωποί της δεν το έχουν καταλάβει.

Το ερώτημα πλέον δεν είναι τι κόμμα θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι για πόσο θα υποδύεται έναν ρόλο που δεν μπορεί καν να μάθει.