Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018. Εκείνη η μέρα έμελλε να γραφτεί στην Ιστορία με μελανά γράμματα. Δύο μεγάλες φωτιές ξεσπούν στην Αττική. Οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής έχουν ρίξει όλο το βάρος στη φωτιά στο μέτωπο της Κινέτας που ξέσπασε το μεσημέρι. Κάποιες ώρες αργότερα, στο Νταού Πεντέλης, ένας 65χρονος βάζει φωτιά για να κάψει κλαδιά τη στιγμή που στην περιοχή πνέουν ισχυροί άνεμοι, με προειδοποίηση από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας για αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς. Ο απολογισμός της κίνησής του αυτής, δραματικός. Η φωτιά, ανεξέλεγκτη, με τη βοήθεια του ανέμου κατέκαψε ό,τι βρήκε στο πέρασμά της μέχρι τη θάλασσα. Εκατόν δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Εκατοντάδες σπίτια έγιναν παρανάλωμα και σχεδόν 13 χιλιάδες στρέμματα γης έγιναν στάχτη.

Μεθαύριο, Τρίτη, συμπληρώνεται ένας χρόνος και η περιοχή δεν έχει αλλάξει πολύ. Κάποιοι, τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, κατάφεραν να επισκευάσουν τις ζημιές, ενώ κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να μένουν μακριά από τα εντελώς κατεστραμμένα σπίτια τους. Οι μνήμες από τη φονικότερη στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους πυρκαγιά παραμένουν ακόμα νωπές. Οι αφηγήσεις κατοίκων του Νέου Βουτζά και του Ματιού, ανατριχιαστικές. Και στα χείλη όλων σχηματίζεται ένα μεγάλο «Γιατί;».

«Μαράκι, ξύπνησες;»

«Με ειδοποίησε η αδελφή μου γύρω στις 17.00 ότι κάπου εκεί κοντά έχει πιάσει φωτιά και να μαζέψουμε λίγα πράγματα για να φύγουμε. Δεν φοβήθηκα, συνέχισα να παραμένω στο σπίτι, ήρεμη» περιγράφει στο «Βήμα» η κυρία Γωγώ Μοσχού, κάτοικος Νέου Βουτζά. «Μισή ώρα μετά ακούσαμε την Αστυνομία να φωνάζει να εκκενώσουμε τα σπίτια. Κατέβασα τη μητέρα μου στο περιπολικό. Εκείνη την ώρα δεν βλέπαμε ούτε φλόγες αλλά ούτε και καπνό. Ο ανιψιός μου ήταν στον δρόμο και περίμενε τη μητέρα του και την αδελφή του για να φύγουν. Του λέω να προσέχουν και κλείνω την αυλόπορτα. Μόλις γυρίζω προς το σπίτι, βλέπω το δέντρο του γείτονα να έχει γίνει παρανάλωμα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου. Πήρα το λάστιχο και προσπαθούσα να σβήσω τη φωτιά, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο λόγω του τρελού αέρα. Οι φλόγες ερχόντουσαν πάνω μου. Φοβήθηκα πάρα πολύ. Αφησα το λάστιχο. Μπήκα σπίτι μου και πήγα κατευθείαν στο υπόγειο».

Η απόφασή της να «κρυφτεί» στο υπόγειο την έσωσε. «Ζήσαμε εφιαλτικές στιγμές αλλά σίγουρα όχι όσο τις έζησαν οι άνθρωποι που πάλευαν να σωθούν από τις φλόγες. Ηταν τόσο ήσυχα στο υπόγειο, που δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε έξω. Οι επόμενες μέρες ήταν καταστροφή» σχολιάζει. Οι φλόγες μπορεί να μην προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στο σπίτι της, αλλά της στέρησαν την αδελφή και την ανιψιά της. Οι δύο άτυχες γυναίκες παράτησαν τα καμένο αυτοκίνητό τους και προσπάθησαν να φύγουν με τα πόδια. Τις εντόπισε ο γιος τής οικογένειας να βαδίζουν ασθμαίνοντας με σοβαρά εγκαύματα στο κορμί τους. Στην προσπάθειά του να τις μεταφέρει σε νοσοκομείο των βορείων προαστίων, οι αστυνομικές δυνάμεις τον έστειλαν μέσα από το Μάτι. Τότε πήρε την απόφαση να διασχίσει «αντίθετα» τη λεωφόρο για να τις σώσει. Οι δύο γυναίκες κατέληξαν ύστερα από λίγες ημέρες νοσηλείας στον Ευαγγελισμό.

«Μας κατέστρεψαν. Μας άφησαν να καούμε. Δεν υπήρχε ούτε Πυροσβεστική, ούτε κανείς άλλος. Ακόμα και η Αστυνομία που πέρασε μας κατέστρεψε. Δεν έπρεπε να πει «φύγετε» όταν η φωτιά ήταν δίπλα μας. Οταν κάνεις εκκένωση, ο κόσμος πρέπει να είναι ασφαλής» λέει αγανακτισμένη η κυρία Μοσχού, καταγγέλλοντας την αναλγησία του κράτους εκείνες τις δύσκολες ώρες. Εναν χρόνο μετά δεν μπορεί να διανοηθεί ότι δεν θα ξαναδεί την αδελφή της. «Κοιτάω το σπίτι της και περιμένω ότι θα ανοίξει το παράθυρο και θα της πω «Μαράκι, ξύπνησες;»».

«Είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ»

Κάθε φορά που έπιανε φωτιά κοντά στο σπίτι της, η ζωγράφος κυρία Φούλη Μητσιάλη μαζί με τον άνδρα της και τον γιο της έπιαναν τα λάστιχα για να προστατεύσουν την περιουσία τους. «Οταν είδαμε ότι ο άνεμος ήταν διαφορετικός από άλλες φορές, ξεκινήσαμε να καταβρέχουμε την περιοχή γύρω από το σπίτι ώστε να το προστατεύσουμε. Τελικά δεν τα καταφέραμε. Δεν έμεινε τίποτα. Ούτε η ταυτότητά μου, ούτε τα κλειδιά μου. Εμεινα μόνο με τα ρούχα που φορούσα. Ημουν τόσο σίγουρη ότι ούτε τώρα θα καεί, που δεν προετοιμάστηκα καθόλου. Οσο για την Πυροσβεστική, δεν ήρθε ποτέ. Φοβόντουσαν μην καούν. Μας έλεγαν ότι δεν έχουν εντολή και καθόντουσαν στον κεντρικό δρόμο» περιγράφει στο «Βήμα».

Για την ίδια και την οικογένειά της η καθημερινότητά τους παραμένει δύσκολη. «Χάθηκε όλη μας η ζωή μέσα σε λίγα λεπτά. Οι φωτογραφίες μου, του παιδιού μου, όλα χάθηκαν σε μια στιγμή. Εγώ είμαι καλλιτέχνις και κάηκαν το εργαστήριό μου, όλα μου τα σχέδια, οι υπολογιστές μου. Σαν να μην υπήρξα ποτέ ενεργή καλλιτέχνις. Σαν να μην υπήρξα ποτέ» σχολιάζει.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η μη έκδοση της άδειας κατεδάφισης και ανέγερσης του νέου σπιτιού της. «Θα είναι μια αρχή για εμάς η έκδοσή της. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε εάν θα υπάρξει και πότε θα υπάρξει. Θυμάμαι την περίπτωση των πυρόπληκτων στην Ηλεία που περίμεναν τόσα χρόνια να αποζημιωθούν και δεν ξέρω εάν αποζημιώθηκαν και τρελαίνομαι ότι και εδώ θα συμβεί το ίδιο. Το σπίτι που μένω τώρα το θεωρώ ξενοδοχείο. Δεν μπορώ να το νιώσω για σπίτι μου» καταλήγει.

«Να αφήσουμε μια σωστή περιοχή στους νέους»

«Υπάρχουν στιγμές που θυμάμαι τα πάντα και στιγμές που δεν θυμάμαι τίποτα. Ηταν τέτοια η έκπληξη του να είσαι ήσυχος στο σπιτάκι σου και ξαφνικά να μυρίζεις καπνό και σιγά-σιγά αυτός να μετατρέπεται σε φλόγες». Με αυτά τα λόγια περιγράφει τις πρώτες στιγμές που έζησε εκείνη τη Δευτέρα του Ιούλη στο Μάτι η κυρία Μαρία Διανέλλου, κόρη του μεγάλου ηθοποιού Λαυρέντη Διανέλλου. Από τις φλόγες το σπίτι της ισοπεδώθηκε παρασύροντας και όλη της τη ζωή. «Για μένα το τραγικό ήταν ότι έφυγαν όλα τα κειμήλια τα οικογενειακά. Χάθηκαν οι φωτογραφίες του πατέρα μου, οι φορεσιές της μάνας μου. Χάθηκαν οι φωτογραφίες οι δικές μου. Σαν να μην έχω παρελθόν, έτσι αισθάνομαι σήμερα. Είναι σημαντικό να ανατρέχεις, να διαβάζεις και να κοιτάζει τις φωτογραφίες σου και εγώ δεν έχω τίποτα πια. Τίποτα. Μόνο μια αφίσα του πατέρα μου στο ημιυπόγειο την οποία κάθομαι και κοιτάζω» αναφέρει στο «Βήμα της Κυριακής».

Η κυρία Διανέλλου, παρά την καταστροφή, δηλώνει αισιόδοξη. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι την περασμένη Τετάρτη κατέθεσε στην Πολεοδομία την άδεια ανακατασκευής. «Εχθές από τη χαρά μου που θα πήγαινα τα χαρτιά δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Γιατί δεν έχω άλλη περιουσία. Βέβαια αυτά που χάθηκαν είναι ανεκτίμητα, αλλά τι να κάνουμε. Είμαι γενικά αισιόδοξος άνθρωπος».

Η άναρχη και αυθαίρετη δόμηση στο Μάτι έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην καταστροφή. Στο ερώτημα εάν η πολιτεία δεν αδειοδοτούσε τις επισκευές και τις ανακατασκευές και το Μάτι έπρεπε να χτιστεί από την αρχή με σωστό ρυμοτομικό σχεδιασμό, η κυρία Διανέλλου απαντά θετικά. «Με μεγάλη ευχαρίστηση. Οχι για εμένα, που είμαι 70 χρονών, αλλά για τη μελλοντική γενιά. Να ζήσει με χάρτα με φαρδείς δρόμους, με ρυμοτομία. Η μητέρα μου είχε αγοράσει αυτό το αγροτεμάχιο το 1965. Από τότε είχε προβλεφθεί δρόμος που θα συνόρευε με το ανατολικό τμήμα του οικοπέδου μας. Ο οποίος δεν έγινε ποτέ. Κάποτε πρέπει να γίνει η αρχή που θα βελτιώσει το μέλλον. Για αυτό εγώ θυσιάζω τα δύο μέτρα ανατολικά για να γίνει δρόμος» καταλήγει.