Τελικώς οι αμφιβολίες και οι επιφυλάξεις των εμπλεκομένων υπερίσχυσαν των εκτιμήσεων για τα πιθανά οφέλη της συγχώνευσης. Με δεδομένες τις μεγάλες αντιστάσεις που υπήρχαν στα σχέδια -κυρίως εντός των δυο τραπεζών- το ναυάγιο ήταν μάλλον αναμενόμενο και δεν προκάλεσε έκπληξη.

Μετά από μόλις έξι εβδομάδες διαπραγματεύσεων οι επικεφαλής των δυο τραπεζικών ομίλων ανακοίνωσαν ότι η συγχώνευση θα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή και χρονοβόρα και πέραν τούτου δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε και στα επιθυμητά αποτελέσματα.

Συνδικάτα, εποπτικά συμβούλια, εκπρόσωποι μετόχων και αναλυτές ήταν εξαρχής κατά του εγχειρήματος. Βασικό τους επιχείρημα ότι η συγχώνευση των δυο τραπεζών θα κόστιζε δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, θα απαιτούσε δισεκατομμύρια (κυρίως μάλιστα για την κατάργηση των θέσεων εργασίας), αλλά και πολύ χρόνο.

Επιπροσθέτως, θα ήταν αμφίβολο εάν η συμπόρευση των άλλοτε κολοσσών θα εκπλήρωνε τον ευσεβή πόθο της πολιτικής για τη δημιουργία ενός νέου κολοσσού, ικανού να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σκακιέρα.
Πολιτικές πιέσεις υπέρ της συγχώνευσης;

Το τελευταίο διάστημα είχε καλλιεργηθεί μια έντονη φημολογία που ήθελε την προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ των δυο να ήταν απλώς αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων και όχι πραγματικής και ουσιαστικής διάθεσης των δυο πλευρών για μια κοινή πορεία.

Υποστηρικτές της θεωρίας αυτής παραπέμπουν συχνά στο γεγονός ότι ο πρόεδρος της Deutsche Bank Κρίστιαν Ζέβινγκ ήταν εξαρχής αρκετά επιφυλακτικός, αν όχι αρνητικός, ως προς τις προοπτικές συγχώνευσης, σε αντίθεση με τον επικεφαλής της Commerzbank Μάρτιν Τσίλκε ο οποίος ήταν πιο ανοιχτός.

Οι δυο επικεφαλής διέψευσαν βέβαια κατηγορηματικά τη σχετική φημολογία.

Γεγονός είναι, ωστόσο, ότι οι διμερείς συνομιλίες απέκτησαν μια ιδιαίτερη δυναμική μόνον μετά τις δημόσιες παρεμβάσεις του υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς και του υφυπουργού του Γιεργκ Κούκις, οι οποίοι δεν έχαναν ευκαιρία να τονίζουν τη σημασία του να υπάρχουν γερμανικές τράπεζες που να μπορούν να αντέξουν στο διεθνή ανταγωνισμό.

Η παρέμβαση θεωρείται ωστόσο μάλλον δικαιολογημένη, καθώς το γερμανικό Δημόσιο κατέχει το 15% των μετοχών της Commerzbank.

Παρά το ναυάγιο πάντως, γερμανοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι δυο τράπεζες θα αναγκαστούν να αναζητήσουν εφεξής άλλες δυνητικές συμμαχίες, αν θέλουν να παίξουν ρόλο και εκτός γερμανικών συνόρων.

Τόσο η Deutsche Bank όσο και η Commerzbank φέρονται να εξετάζουν ήδη δυνατότητες συνεργασίας με πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού.

«Η αποτυχία της εθνικής συγχώνευσης άνοιξε την πόρτα για κινήσεις και ενέργειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο», σχολιάζει ο Ίνγκο Σπάιχ από την Deka Investment.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες η ολλανδική ING και η ιταλική Unicredit φέρονται να έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για την Commerzbank. Βέβαιο είναι ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξουν σημαντικές ανακατατάξεις στη γερμανική τραπεζική αγορά.

Γερν Μπέντερ / Στέφεν Βάιερ (dpa, dpa-AFX)

Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Κοσμά