Η Ζαλγκίρις κέρδισε χθες μια Ρεάλ Μαδρίτης, που δεν ήθελε να παίξει άμυνα, πήρε την θέση στην οκτάδα που άξιζε, με βάση το μπάσκετ που παίζει εδώ και δυο μήνες κι απάλλαξε τον Ολυμπιακό από το μαρτύριο στης σταγόνας: η ομάδα του Ντέιβιντ Μπλατ δε έχει να περιμένει τίποτα – απόψε ολοκληρώνει άδοξα την χειρότερη εμφάνισή της στην Ευρωλίγκα τα τελευταία χρόνια.

Αν σταθούμε αποκλειστικά στα αποτελέσματα ο Ολυμπιακός έχει πάει και χειρότερα: τη σεζόν 2015-16, όταν ακόμα η διοργάνωση γινόταν με το παλιό σύστημα, ο Ολυμπιακός είχε ολοκληρώσει τη δεύτερη φάση των ομίλων έβδομος μεταξύ οκτώ ομάδων και δεν είχε μπει ούτε τότε στα play off. Αυτό που του συνέβη φέτος δεν είναι πρωτόγνωρο – είναι, όμως, δύσκολο να το εξηγήσεις. Το 2015-16, παρόλο που ο Σπανούλης κι ο Πρίντεζης ήταν τρία χρόνια νεότεροι, ο Ολυμπιακός, με προπονητή τον Γιάννη Σφαιρόπουλο τότε, είχε πληρώσει την κάκιστη επιλογή ξένων παικτών – φυσικά, όπως πάντα, και κάποιους τραυματισμούς. Τώρα το πράγμα μοιάζει περίπου ανεξήγητο, σε σχέση με το πώς η σεζόν άρχισε.

Συμβαίνει καιρό τώρα

Είναι δύσκολο να βγει ένα συμπέρασμα και να αποδοθεί ακριβοδίκαια ευθύνη μετά από μια τέτοια χρονιά: το πιθανότερο είναι πως για διαφορετικούς λόγους φταίνε όλοι – δηλαδή και η διοίκηση και ο προπονητής και οι παίκτες. Η ανάγνωση της αποτυχίας θα ήταν απλή, αν δεν υπήρχαν μερικά μεγάλα ερωτηματικά. Το πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι τι έγινε και η ομάδα άλλαξε τόσο πολύ από τον Ιανουάριο και το ματς με τον Παναθηναϊκό και μετά. Αυτό είναι κάτι που μόνο όσοι ζουν την καθημερινότητα της ομάδας μπορούν πραγματικά να το απαντήσουν: όλοι οι υπόλοιποι μπορούμε απλά να κάνουμε εικασίες. Το κακό είναι ότι αυτό συμβαίνει καιρό τώρα.

Απλοϊκά και λάθος συμπεράσματα

Υπάρχουν δυο αναγνώσεις της εφετινής σεζόν: η πρώτη είναι η απλούστατη και με βάση αυτή φταίει ο προπονητής και μόνο. Ο Μπλατ ανέλαβε τον Ολυμπιακό για να κάνει κάτι απλό: να αλλάξει τις αγωνιστικές του προτεραιότητες – και δεν αναφέρομαι μόνο στον τρόπο παιγνιδιού. Η πιο μεγάλη αλλαγή του εφετινού Ολυμπιακού έχει να κάνει με τους πρωταγωνιστές του: ο Ολυμπιακός έπρεπε να μεταβληθεί από ομάδα στην οποία οι Έλληνες παίκτες ήταν απόλυτοι πρωταγωνιστές, σε ομάδα της οποίας το βάρος έπρεπε να σηκώσουν οι νεοφερμένοι ξένοι, αλλά και δυο παλιότεροι (ο Στρέλνιεκς και ο Μιλουντίνοφ) που έπρεπε να αξιοποιηθούν περισσότερο. Στο τέλος της διαδρομής είναι φανερό ότι το σχέδιο δεν βγήκε: δεν έλειψαν μόνο οι νίκες – οι παίκτες έγιναν χειρότεροι. Ο Γκος δεν θυμίζει σε τίποτα τον παίκτη που κέρδισε τη Ρεάλ. Ο Λε Ντέι, που έμοιαζε να είναι τουλάχιστον ένα καλό «τεσσάρι», αν και για άλλη θέση αποκτήθηκε, χάθηκε στη μετριότητα. Ο χρόνος της συμμετοχής του Τουπάν μειώθηκε. Ο Τίμα έφυγε. Ο Στρέλνιεκς είναι τραυματίας. Ο μοναδικός που κράτησε σταθερά σε καλά επίπεδα την απόδοσή του είναι ο Μιλουντίνοφ, που προετοιμάζεται για το NBA. Και οι Ελληνες; Αυτοί από την αρχή δεν έμοιαζαν ιδιαίτερα χαρούμενοι με την αλλαγή πλεύσης: ο Σπανούλης έδειξε τον επαγγελματισμό του – οι άλλοι προσπάθησαν απλά να τον μιμηθούν κάνοντας λίγα και προβλεπόμενα. Ο Πρίντεζης έκανε την χειρότερη σεζόν του την τελευταία πενταετία. Ο Μάντζαρης έπαιξε λιγότερο αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι όταν πήρε τις ευκαιρίες του έδειξε ότι αδικήθηκε. Ο Παπανικολάου έκανε το τελευταίο του αληθινά καλό ματς με την Μπασκόνια. Αν όλα αυτά τα δεις τώρα που η σεζόν ολοκληρώθηκε, το συμπέρασμα είναι ότι ο Μπλατ είναι ο πρώτος και ο μεγαλύτερος υπεύθυνος: δεν κατάφερε να φτιάξει την ομάδα που ήθελε, μπερδεύτηκε σε πολλά, ίσως με κάποιους παίκτες να μην είχε και την καλύτερη επικοινωνία. Αλλά υπάρχουν κάποια πράγματα που μαρτυρούν πως αυτό το συμπέρασμα είναι απλοϊκό. Και μάλλον λάθος.

Γουέμπερ και Τίμα

Η σεζόν του Ολυμπιακού δεν είναι προβληματική από την αρχή της – παρόλο που η ομάδα έχει τρύπες στο ρόστερ της. Μέχρι το ματς με τον Παναθηναϊκό στο ΣΕΦ, όπου πιθανότατα ο Ολυμπιακός κάνει το καλύτερο εφετινό παιγνίδι του, ο Ολυμπιακός του Μπλατ παίζει καλό μπάσκετ και δημιουργεί την ελπίδα ότι θα γίνει καλύτερος: σε αυτό το διάστημα έχει κερδίσει την Χίμκι, την Λαμποράλ, την Μπαρτσελόνα, την Μπάγερν εκτός έδρας, έχει κερδίσει στο ΣΕΦ την Ρεάλ, την Εφές και τον ΠΑΟ, έχει διαλύσει την Κανάρια και την Μπουντούσνοτς κι έχει χάσει από τη Φενέρ πληρώνοντας λάθη διαιτητών. Όλα αυτά δεν μπορεί να τα κάνει μια ομάδα που δεν έχει προπονητή. Επίσης τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει γιατί η ομάδα στηρίζεται σε όσα έκανε τα προηγούμενα χρόνια: μόνη εξαίρεση, το χω ξαναγράψει, το ματς με τη Μπαρτσελόνα, που κατά τη γνώμη μου ήταν κι αυτό μια από τις αιτίες της καταστροφής που ακολούθησε.

Πέρα από αυτά υπάρχουν οι περιπτώσεις δυο παικτών που δείχνουν πως η ιστορία δεν είναι τόσο απλή. Ο ένας είναι ο Γουέμπερ που μόλις ήρθε: ο τύπος μοιάζει να είναι ο Σπάιντερ μαν, κατά τη γνώμη μου μόνο και μόνο γιατί είναι ένας αμόλυντος απο τη γκρίνια νεοφερμένος σε ένα μη υγιές περιβάλλον. Ο δεύτερος είναι ο Τίμα. Όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό αναγεννήθηκε: κάθε παιγνίδι του είναι ένα επιθετικό κρεσέντο. Αυτό οφείλεται στον ίδιο και στη διάθεσή του. Σε τίποτα άλλο. Γιατί εδώ δεν την είχε; Η απάντηση είναι όλη η σεζόν του Ολυμπιακού.

Το περίφημο ηχητικό

Εχω μια υποψία και την έχουν και πολλοί άλλοι: η χρονιά του Ολυμπιακού καταστράφηκε με το περίφημο ηχητικό μήνυμα του Πρίντεζη, όχι γιατί αυτό βγήκε στη δημοσιότητα, αλλά γιατί περιέγραψε μια κατάσταση που εντέλει λειτούργησε ως άλλοθι αποτυχίας. Η σύνθεση της χρονιάς, με βάση τα όσα ακούσαμε να λέει ο Πρίντεζης είναι απλή. Ο Ολυμπιακός κάνει το καλοκαίρι ένα νέο ξεκίνημα. Στο ματς με τον ΠΑΟ ολοκληρώνει τον πρώτο κύκλο του και δείχνει όλη την πρόοδό του. Οι παίκτες περιμένουν μετά από εκείνη την εμφατική νίκη κάποια χρήματα, αφού υπάρχουν καθυστερήσεις. Ο Πρίντεζης πάει στη διοίκηση να το υπενθυμίσει και γυρνά με άσχημα νέα («δεν υπάρχει σάλιο»), ενώ ανακοινώνει στους άλλους πως ο ίδιος ζήτησε να μείνει στην άκρη. Η δημοσιοποίηση της ιστορίας και η αμήχανη τοποθέτηση της διοίκησης γενούν μια απερίγραπτη ψιθυρολογία που γίνεται το άλλοθι όλων για κάθε ήττα: κανείς δεν ζητά τίποτα από παίκτες, αφού έχει γίνει γνωστό ότι είναι απλήρωτοι. Η ίδια η διοίκηση, πρώτα από όλα, δεν παίρνει θέση – δεν καλεί κανείς μια φορά έστω τον Μπλατ για να εξηγήσει την απότομη πτώση της απόδοσής της ομάδας. Και χωρίς κάποιον να κρατήσει το τιμόνι το καράβι πάει στα βράχια.

Είναι έτσι; Το χειρότερο στην ιστορία αυτή είναι ότι και αυτή η εξήγηση είναι μια αληθοφανής εικασία – μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι. Αλλά όλη αυτή η συζήτηση υπήρξε τελικά διαβρωτική: ο Ολυμπιακός είναι σαν να πείστηκε ότι είναι άρρωστος και τελικά αρρώστησε. Δεν είναι καθόλου απλό το τι θα συμβεί προσεχώς. Εχω κάποιες ιδέες, αλλά ας μην σας κουράσω άλλο: θα τα πούμε αύριο…