Σε εκτενές ρεπορτάζ το Spiegel Online αναφέρεται στις πρόσφατες κινητοποιήσεις Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων καθώς και την αποχή μαθητών στη Σάμο, λόγω της μεταφοράς της Δομής Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης Προσφύγων στο δημοτικό σχολείο Βαθέος της Σάμου. Ο ρεπόρτερ βρέθηκε στο Βαθύ και επισκέφθηκε το επίμαχο σχολείο μια κανονική ημέρα. Το κουδούνι χτύπησε για μάθημα λίγο μετά τις 8 το πρωί αλλά οι μαθητές ήταν ελάχιστοι, γράφει το ρεπορτάζ δίνοντας το κλίμα, σημειώνοντας στη συνέχεια:

«Ο λόγος που η αυλή ήταν άδεια είναι ότι από αρχές Μαρτίου οι περισσότεροι γονείς στο Άνω Βαθύ δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Θέλουν έτσι να διαμαρτυρηθούν επειδή το σχολείο έχει δεχθεί στις τάξεις ενσωμάτωσης 14 μαθητές από το υπερπλήρες προσφυγικό κέντρο του νησιού. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες πηγαίνουν στο σχολείο μόνο 20 με 35 μαθητές ημερησίως, ενώ κανονικά οι μαθητές είναι 150. Κι άλλοι γονείς από το Βαθύ και από άλλα σχολεία της Σάμου προσχώρησαν στο μποϋκοτάζ. Η αιτία του μποϋκοτάζ: ότι παιδιά των μεταναστών που ζουν στο προσφυγικό κέντρο υποτίθεται ότι αποτελούν κίνδυνο για τα δικά τους παιδιά. ‘Tα παιδιά αυτά ζουν υπό άθλιες συνθήκες, εν μέσω αρουραίων και πάσης φύσεως ασθενειών. Δεν νιώθουμε ασφαλείς όταν φέρνουμε τα παιδιά μας στο σχολείο’ ανέφερε ένας πατέρας στο περιοδικό».

Πολλές οι οπτικές γωνίες: των γονιών, των γιατρών, της κυβέρνησης

Μια μέρα μετά την επίσκεψη του δημοσιογράφου στο Βαθύ, οι γονείς αποφάσισαν να αναστείλουν, για την ώρα, το μποϋκοτάζ ως ένδειξη «καλής θέλησης», ώστε να δώσουν χρόνο στους πολιτικούς να βρουν λύση, όπως αναφέρει το Spiegel. Ωστόσο προειδοποιούν ότι αν δεν ληφθούν σοβαρά υπόψιν οι ανησυχίες τους θα συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο τη διαμαρτυρία τους. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «πράγματι οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στον καταυλισμό του λεγόμενου hotspot της Σάμου είναι δραματικές. (…) Ο καταυλισμός αρχικά προοριζόταν να φιλοξενήσει περίπου 650 άτομα και σήμερα ζουν πάνω από 4000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες ανήλικοι. Αυτό προκαλεί αναστάτωση στον πληθυσμό». Ωστόσο το ρεπορτάζ φιλοξενεί και την άποψη του Νίκου Κακλαμάνη, γιατρού στο δημόσιο νοσοκομείο Σάμου, ο οποίος αναφέρει: «Όσα ισχυρίζονται οι γονείς μια απόλυτη ανοησία. Όλα τα παιδιά προσφύγων έχουν εξεταστεί από παιδίατρο πριν πάνε στο σχολείο, έχουν χαρτιά με τα εμβόλιά τους, δεν αποτελούν κίνδυνο για κανέναν.» Ο ίδιος εκτιμά η στάση των γονέων αντανακλά την αυξανόμενη απόρριψη των κατοίκων του νησιού να αποδεχθούν τους νεοαφιχθέντες και σημειώνει ότι κάποιοι γονείς είναι απλά ρατσιστές και ξενοφοβικοί, άλλοι λάθος ενημερωμένοι κι άλλοι απλώς παρασύρονται λόγω φόβου.

Σε άλλο σημείο το ρεπορτάζ παρουσιάζει και την άλλη πλευρά, των παιδιών που ζουν στο προσφυγικό κέντρο και τα οποία είναι «διπλά τραυματισμένα»: πρώτον λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης μετά το δύσκολο ταξίδι προς την Ευρώπη και δεύτερον γιατί τις λίγες ώρες που πηγαίνουν στο σχολείο είναι στην πραγματικότητα χωρισμένα από τα υπόλοιπα παιδιά. «Μόνο 28 προσφυγόπουλα πηγαίνουν στα δημόσια σχολεία της Σάμου. Και δεν έρχονται καν σε άμεση επαφή με Ελληνόπουλα, αφού τα μαθήματά τους γίνονται άλλες ώρες, το απόγευμα. Ακόμη και ξεχωριστές τουαλέτες υπάρχουν για τα παιδιά από τον καταυλισμό. Αλλά για τους ανήσυχους γονείς αυτό δεν φτάνει» γράφει το ρεπορτάζ. Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά, αναφέρει το ρεπορτάζ, αποδίδει το μποϋκοτάζ σε ένα κλίμα «ξενοφοβίας και ρατσισμού», ενώ οι γονείς δεν αποδέχονται αυτούς τους χαρακτηρισμούς.

Η επικίνδυνη γοητεία της ολλανδικής ακροδεξιάς

Τις περιφερειακές εκλογές στην Ολλανδία και την εντυπωσιακή άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Φόρουμ για τη Δημοκρατία του Τιερί Μποντέ στη Γερουσία, γεγονός που οδηγεί το κόμμα του πρωθυπουργού Ρούτε να χάνει την πλειοψηφία, σχολιάζει η Handelsblatt. Εστιάζει στον ηγέτη του με το όμορφο πρόσωπο, το διδακτορικό στη Νομική και το ακέραιο ρητορικό στιλ, όπως γράφει γλαφυρά. «Με αυτά τα χαρακτηριστικά ο 36χρονος Τιερί Μποντέ κατάφερε να εκτοξεύσει ως ισχυρότερη δύναμη στις περιφερειακές εκλογές το ακροδεξιό κόμμα του Φόρουμ για τη Δημοκρατία. Κι αυτό τρία μόλις χρόνια μετά την ίδρυσή του». Όπως παρατηρεί η Handelsblatt η επιτυχία του Μποντέ ξεπερνά τα όρια της μικρής Ολλανδίας και σημειώνει: «Σημαίνει ενόψει ευρωεκλογών: Όταν ο ακροδεξιός λαϊκισμός πλασάρεται ως γοητευτικός και φρέσκος, γίνεται αμέσως κοινωνικά ανεκτός. Τα αιτήματα του Μποντέ δεν απέχουν από εκείνα του Γκερντ Βίλντερς, το κόμμα του οποίου έχασε σημαντικά σε δύναμη. Θέλει να περιορίσει κι άλλο τη μετανάστευση και είναι υπέρ μιας εξόδου από την ΕΕ. Ασκεί κριτική στο πολιτικό κατεστημένο, αμφισβητεί την κλιματική αλλαγή και διατηρεί επαφές με ακροδεξιούς». Ωστόσο, όπως σημειώνει το σχόλιο, αυτή ακριβώς «γοητεία του πανεπιστημιακού» και η σκληρή συχνά στάση του, καλύπτουν μεν τις αντιφάσεις των επιχειρημάτων του αλλά τον κάνουν επικίνδυνο.

Η Süddeutsche Zeitung σχολιάζει για το ίδιο θέμα: «Από πολιτική άποψη η Ολλανδία πάντα έδειχνε τις τάσεις, ήδη εκεί πριν από 20 χρόνια ο λαϊκισμός ήταν δημοφιλής. Για το λόγο αυτό η άνοδος του Μποντέ είναι ένα σήμα κινδύνου για την Ευρώπη. Και στη Γερμανία υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες για έναν νέο Εθνικισμό. Ακόμη τον εκπροσωπεί ένας ξύλινος πολιτικός, όπως ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ. Αλλά αν βρεθεί κάποιος με τη γοητεία και το χάρισμα ενός Τιερί Μποντέ, θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση πολύ».

Δήμητρα Κυρανούδη