13 Σεπτεμβρίου 1993 – Τα μάτια όλου του κόσμου είναι προσηλωμένα στον κήπο του Λευκού Οίκου. Συγκίνηση, ελπίδα, μα προπαντός η πεποίθηση ότι μπροστά στα μάτια μας συνέβαινε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας στη Μέση Ανατολή. Εκείνη την ημέρα, όλοι θυμούνται τη χειραψία μεταξύ του Ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν και του ηγέτη της ΟΑΠ Γιάσερ Αραφάτ υπό τις ευλογίες του παριστάμενου αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, που στην τελική πράξη της Ουάσιγκτον επικύρωναν τη συμφωνία του Όσλο.

Η ίδια ατμόσφαιρα ελπίδας κατέκλυσε τις ώρες εκείνες στο Τελ Αβίβ και σε όλο το Ισραήλ, θυμάται στο άρθρο του στη Huffington Post ο Ουμπέρτο ντε Τζοβανάντζελι για εκείνη την ιστορική ημέρα, την οποία είχε βιώσει ως απεσταλμένος στο Ισραήλ.

Μολαταύτα, η πορεία των γεγονότων πήρε μια κατεύθυνση αντίθετη από εκείνη της ελπίδας που περιέκλειε εκείνη η χειραψία ανάμεσα σε δύο πρώην εχθρούς. Δύο ανθρώπους, που καίτοι για μία ζωή είχαν πολεμήσει ο ένας τον άλλον, στο τέλος κατάλαβαν ότι η πιο δύσκολη μάχη για να κερδηθεί είναι η ειρήνη. Η ειρήνη ως αναγνώριση του Άλλου, των επιχειρημάτων του. Ειρήνη ως συνειδητοποίηση ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια για το Ισραήλ και το δικαίωμα των Παλαιστινίων για ένα ανεξάρτητο κράτος αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: ενός κοινού μέλλοντος, που θα μοιράζονται δύο λαοί σε δύο κράτη.

Τα βασικά σημεία της συμφωνίας ήσαν η αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από περιοχές της Λωρίδας της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, το δικαίωμα των Παλαιστινίων για αυτοκυβέρνηση μέσω της Παλαιστινιακής Αρχής, η οποία γεννήθηκε στη συνέχεια ακριβώς εξ αυτού. Σκόπιμα εκείνη την εποχή είχαν μείνει έξω τα ακανθώδη ζητήματα της Ιερουσαλήμ, των Παλαιστινίων προσφύγων, των ισραηλινών οικισμών στην περιοχή, η ασφάλεια και τα σύνορα.

Κομβικά ζητήματα, που έμελλαν ακόμη να αντιμετωπιστούν – αυτή ήταν η δέσμευση των δύο ηγετών- σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Εκείνο που επιστέγαζε τη συμφωνία ήταν η δέσμευση για αμοιβαία αναγνώριση του Ισραήλ και της PLO: το πρώτο θα χαιρέτιζε την οργάνωση του Αραφάτ ως το νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού, ενώ από την πλευρά της η PLO, θα απέρριπτε κάθε αναφορά στην καταστατική αρχή της για τον ένοπλο αγώνα και την καταστροφή του Ισραήλ και θα αποδέχεται το δικαίωμα για την ύπαρξη του εβραϊκού κράτους.

Η συμφωνία – εν αναμονή περαιτέρω διαπραγματεύσεων που επέπρωτο να οδηγήσουν στο τελικό καθεστώς στην περιοχή – καθόριζε, μεταξύ άλλων, τη διαίρεση της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας σε τρεις τομείς: α) έναν τομέα υπό τον πλήρη έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, β) έναν τομέα όπου οι Παλαιστίνιοι θα έχουν τον πολιτικό έλεγχο ενώ το Ισραήλ θα εγγυάται την ασφάλειά του και γ) τον τομέα όπου υπάρχει η εκτεταμένη παρουσία των εβραίων εποίκων και των οικισμών τους και ο οποίος θα τεθεί υπό πλήρη ισραηλινό στρατιωτικό έλεγχο. Κατόπιν ακολουθούσε το κείμενο με τα πλήθος «συνημμένα».

Πολλές από τις ελπίδες που καλλιεργήθηκαν, ιδίως όσον αφορά την παγίωση των συμφωνιών και την πρόοδο που θα έπρεπε να καλλιεργηθεί από αμφότερες τις πλευρές, φευ, παρέμειναν μονάχα στα χαρτιά. Γεγονός είναι πως και στις δύο πλευρές υπήρχαν πολλοί αντίπαλοι της συμφωνίας. Ο Γιτζάκ Ράμπιν – ο οποίος, μαζί με τους Αραφάτ και Πέρες, το 1994 τιμήθηκε για τη συγκεκριμένη συμφωνία με το Νόμπελ Ειρήνης – λίγο αργότερα πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα : με την ισραηλινή δεξιά να τον καταγγέλλει ως προδότη στις πλατείες, δολοφονήθηκε το Νοέμβριο του 1995 από τον εβραίο εξτρεμιστή Γιγκάλ Αμίρ.

Από την παλαιστινιακή πλευρά, η Φάταχ – το κόμμα του Αραφάτ και του Αμπού Μάζεν (κωδική ονομασία του σημερινού προέδρου Μαχμούντ Αμπάς)- δέχθηκε μεν τις συμφωνίες, αλλά δεν συνέβη το ίδιο και με την ισλαμιστική Χαμάς, η οποία έμελλε πολλά χρόνια αργότερα να αναλάβει τον έλεγχο της κυβέρνησης στην Λωρίδα της Γάζας, αλλά ούτε και με την Ισλαμική Τζιχάντ, για την οποία ο ακρογωνιαίος λίθος της ιδεολογίας της είναι το «Μέτωπο απόρριψης» κατά του Ισραήλ.

Αλλά ούτε και σταμάτησε το κύμα των παλαιστινιακών επιθέσεων, που έκτοτε έκαναν ακόμη ένα «ποιοτικό» άλμα περνώντας στις επιθέσεις αυτοκτονίας. Η συνέχεια γνωστή: ακολούθησε η δεύτερη Ιντιφάντα, η αμφιλεγόμενη κατασκευή του φράχτη ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη που διέταξε η κυβέρνηση Σαρόν , η πολιορκία της Γάζας, που διήρκεσε πάνω από δέκα χρόνια, και μια μακρά σειρά από αποτυχημένες προσπάθειες να επαναληφθούν διαπραγματεύσεις.

Η ρήξη μεταξύ των δύο λαών, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ενισχύεται πλέον και από την τελευταία απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ως μέρος ενός «ειρηνευτικού σχεδίου», που εκ προοιμίου απορρίφθηκε από τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο Αμπάς: «Η συμφωνία του Όσλο είναι νεκρή, το Ισραήλ της έχει θέσει τέλος», τόνισε ο Αμπάς στο Παλαιστινιακό Κεντρικό Συμβούλιο στις 15 Ιανουαρίου 2018. Και πρόσθεσε πως στο μέλλον όλες οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να διεξάγονται μόνον εάν τελούν υπό διεθνή αιγίδα: «θέλω να είμαι σαφής, δεν θα δεχόμαστε πλέον καμία αμερικανική διαμεσολάβηση», τόνισε ο ίδιος ασκώντας επίθεση στις προτάσεις για την ειρήνη που υπέβαλε ο Τραμπ, αποκαλώντας τες «το χαστούκι του αιώνα».

Τη σύντομη, πρώτη, περίοδο της ελπίδας, ακολούθησε μία ακόμη πιο σκληρή και βασανιστική εποχή, της τρομοκρατίας, των αντιποίνων, της κατασκευής των τοίχων και της καταστροφής κάθε γέφυρας διαλόγου.

Η λέξη «συμβιβασμός» μοιάζει να έχει απαγορευτεί από το πολιτικό λεξιλόγιο στη Μέση Ανατολή. Η επιβεβαίωση της δικής μου ταυτότητας ανάγεται σε απόλυτη αρχή και η επιτακτικότητά της απαιτεί την πλήρη ακύρωση του άλλου και των δικαιωμάτων που επιδιώκει. Ως εκ τούτου, 25 χρόνια μετά τις συμφωνίες, εκείνο που παραμένει είναι ένας κατάλογος από ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, που έχουν αρνηθεί και αρνούνται σε μια ολάκερη γενιά νέων Παλαιστινίων το μέλλον και τα δικαιώματά τους.

Όπως τονίζεται σε μια τεκμηριωμένη έκθεση της ΜΚΟ Oxfam, που δραστηριοποιείται στην περιοχή, οι νέοι κάτω των 29 ετών αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού των Κατεχόμενων Παλαιστινιακών Εδαφών και σχεδόν ο ένας στους δύο νέους είναι άνεργος. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι νέοι αυτοί ουδέποτε είχαν την ευκαιρία να ψηφίσουν, χάνοντας έτσι κάθε ελπίδα να φέρουν στην περιοχή τους κάποια αλλαγή.

Ιδού ποια είναι η καταγγελία της έκεθσης «Η Γενιά του Όσλο», που δημοσιεύει ακριβώς σήμερα η Oxfam, ένα τέταρτο του αιώνα έπειτα από τη συμφωνία, που είχε δημιουργήσει τόσες προσδοκίες, αλλά στην πράξη έχει προκαλέσει την παράλυση μιας οικονομίας, από την οποία εξαρτάται η τύχη ενός ολόκληρου λαού.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το 1994 έως και το 2014 η κατά κεφαλήν παραγωγή στα Παλαιστινιακά Εδάφη έχει «αυξηθεί» μόλις κατά 0,1%, με το ένα τρίτο του παλαιστινιακού λαού σήμερα να αναγκάζεται να διαβιοί σε συνθήκες φτώχειας, μια κατάσταση που στη Γάζα μεταφράζεται αριθμητικά σε πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 400 χιλιάδων παιδιών.

«Περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού στα Κατεχόμενα έχει υποστεί άμεσα τις συνθήκες, που ήσαν αποτέλεσμα της συμφωνίας συμφωνίας του Όσλο – παρατηρεί ο Ρικάρντο Σανσόνε, επικεφαλής των υπηρεσιών ανθρωπιστικής έκτακτης ανάγκης της Oxfam Ιταλίας. Τα παιδιά είναι αναγκασμένα να μεγαλώνουν χωρίς ελευθερία και ευκαιρίες, αλλά και χωρίς ένα σχέδιο ικανό να διορθώσει τα κακώς κείμενα της συμφωνίας, των οποίων ήσαν τα πρώτα θύματα. Οι νέοι Παλαιστίνιοι σήμερα δεν έχουν καμία εξουσία, δικαιώματα, ή ελπίδες για το μέλλον ».

Σήμερα, το 43,4% των νέων Παλαιστινίων ηλικίας 15 έως 29 ετών δεν έχει δουλειά, αριθμός που είναι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων στην περιοχή. Μια κατάσταση που στη Γάζα πλήττει το 64,6% των νέων. Η άμεση συνέπεια είναι ότι 1,44 εκατομμύρια νεαροί Παλαιστίνιοι δεν αναζητούν ούτε καν δουλειά, ούτε πηγαίνουν στο σχολείο, με το 53% των νέων αποφοίτων να μένουν άνεργοι. Αναπόφευκτα, λοιπόν, περίπου το ένα τρίτο των νέων θέλει να εγκαταλείψει τη γη που γεννήθηκε και το 73% δεν έχει καμία ελπίδα βελτίωσης. Μεγάλο είναι επίσης το ποσοστό ανεργίας των γυναικών: φθάνει το 47,4%, που είναι το υψηλότερο στον κόσμο.

«Οι συμφωνίες είχαν υποσχεθεί το τέλος της κατοχής, τη σταθερότητα στην περιοχή και έναν ‘οδικό χάρτη’ για την ειρήνη, αλλά τίποτα από αυτά δεν έχει γίνει πραγματικότητα», προσθέτει ο Σανσόνε. «Οι Παλαιστίνιοι είναι παγιδευμένοι μέσα σε 760 χιλιόμετρα από τοίχους, μια φυλακή που εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία, αρνείται δικαιώματα και χωρίζει οικογένειες. Για να μην αναφέρουμε ότι οι παράνομοι εποικισμοί στη Δυτική Όχθη έχουν αυξηθεί σε υπερβολικό βαθμό, με πολλές παλαιστινιακές κοινότητες να έχουν χάσει παντελώς την πρόσβαση στη γη και τους πόρους, από τους οποίους εξαρτώνται για να επιβιώσουν», τονίζει ο ίδιος.

Η διαδικασία, που επρόκειτο να έχει την αφετηρία της στις συμφωνίες του Όσλο, αυτό που στην ουσία έχει βιώσει είναι μια περαιτέρω ενίσχυση της ισραηλινής κατοχής στη Δυτική Όχθη, με την παλαιστινιακή νεολαία να υφίσταται τις δεινότερες συνέπειες: μια κοινωνικο-οικονομική εξαθλίωση στα Κατεχόμενα, παρά τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια της διεθνούς βοήθειας, που χορηγήθηκαν βάσει της Διακήρυξης Αρχών της συμφωνίας από το 1993 και μετά. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, χωρίς τους περιορισμούς που έχει επιβάλλει η ισραηλινή κατοχή, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην περιοχή θα είχε αυξηθεί κατά 37%.

«Μια δίκαιη και σταθερή ειρήνη, που θα εδράζεται στην ίση αξιοπρέπεια και τα ίσα δικαιώματα για όλους, είναι ένας παράγοντας ζωτικής σημασίας και για τις δύο πλευρές, και για τους Παλαιστίνιους και για τους Ισραηλινούς . Θα πρέπει να αντλήσουν διδάγματα από το παρελθόν και να ξεκινήσουν μια εντελώς νέα πορεία. Αυτή είναι η μόνη ελπίδα για τα αγόρια της ‘γενιάς του Όσλο’», καταλήγει ο Σανσόνε.

Μια ελπίδα που θα απαιτούσε μια θαρραλέα ηγεσία, που θα βλέπει μακριά και θα είναι ικανή ακόμη και να πάει κόντρα στο κύμα. Να ανακαλύψει ξανά τη ζωτική δύναμη της λέξης «συμβιβασμός», που αποτελεί ένα ισχυρό αντίδοτο ενάντια στον ιό του φανατισμού.

«Στον κόσμο μου», γράφει ο Ισραηλινός συγγραφέας Έιμος Οζ, «η λέξη συμβιβασμός είναι συνώνυμη με τη ζωή. Και όπου υπάρχει ζωή, υπάρχουν συμβιβασμοί. Το αντίθετο του συμβιβασμού δεν είναι η ‘ακεραιότητα’, ούτε ο ιδεαλισμός, ούτε καν η αποφασιστικότητα, είτε η αφοσίωση. Το αντίθετο του συμβιβασμού είναι ο φανατισμός, ο θάνατος». Ο θάνατος των συμφωνιών Όσλο-Ουάσινγκτον. Και της ελπίδας, που πλέον δεν κατοικεί στους Αγίους Τόπους.