Προσφάτως ανακοινώθηκε ότι επισκέπτριες που πέταξαν λάδι προκάλεσαν σοβαρές ζημίες σε αρκετά εκθέματα σημαντικής αξίας (υπάρχουν άραγε και εκθέματα μικρής αξίας;) του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Η είδηση προκάλεσε συγκίνηση, αφού πρόκειται για ένα αγαπημένο μουσείο που μας εκπλήσσει ευχάριστα και με τη μόνιμη έκθεση, αλλά και με τις περιοδικές. Προκάλεσε ακόμη αγωνία για την έκταση της ζημίας και την ελπίδα αποκαταστάσεως. Προπαντός όμως προκάλεσε αγανάκτηση για την έλλειψη ελέγχου.

Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα από ευρωπαϊκά μουσεία.

Στην Πάδουα (ή Πάδοβα) της Ιταλίας, την πόλη όπου σπούδασε ο Ιωάννης Καποδίστριας, βρίσκεται το παρεκκλήσιο Σκροβένι. Οι τοιχογραφίες του είναι έργο του Τζιόττο. Για τον επισκέπτη, ιδίως τον Έλληνα, αποτελεί μια συγκλονιστική εμπειρία, αφού αναγνωρίζει στον ζωγράφο έκδηλη την επιρροή της βυζαντινής τέχνης. Κυριαρχεί το γαλάζιο, το λευκό, το κόκκινο και το χρυσαφί χρώμα. Οι επισκέπτες πολυάριθμοι, παρά το αλμυρό εισιτήριο. Δεν επιτρέπεται ο αριθμός των επισκεπτών να υπερβαίνει ορισμένα άτομα. Για τον λόγο αυτό, ο επισκέπτης εισέρχεται αφού του κλείσουν ώρα επισκέψεως. Προηγουμένως γίνεται ο έλεγχος των κινητών του πραγμάτων. Όλα παραδίδονται στο βεστιάριο, ακόμη και η τσάντα χειρός των γυναικών. Επιτρέπεται στους επισκέπτες να κρατούν μια διαφανή σακουλίτσα μόνον για το κινητό τους τηλέφωνο και τα χρήματά τους. Η σακουλίτσα χορηγείται από τους ευγενέστατους υπαλλήλους. Μετά από την είσοδο, οι επισκέπτες παρακολουθούν πρώτα μια ταινία για το παρεκκλήσιο και στη συνέχεια μπορούν να το επισκεφθούν για δεκαπέντε λεπτά. Έτσι δηλώνεται η φροντίδα για τα μνημεία.

Θα μου πείτε: Δεν έχουμε πίστωση για το βεστιάριο (γκαρνταρόμπα) και τον αρμόδιο υπάλληλο ούτε για σακουλίτσες. Και εδώ υπάρχει λύση: Ντουλάπια με κλειδί. Κλείνουν με νόμισμα και ανοίγουν με κλειδί, οπότε παίρνουμε πίσω το νόμισμα. Αυτό το σύστημα χρησιμοποιεί από ετών η Παλαιά Πινακοθήκη του Μονάχου, άρτι ανακαινισθείσα. Μάλιστα για να παρακινεί τους επισκέπτες να προτιμούν τα ντουλαπάκια, χρεώνει τη γκαρνταρόμπα, ενώ τα ντουλαπάκια δεν κοστίζουν.

Εννοείται ότι η Παλαιά Πινακοθήκη διαθέτει ωραιότατη καφετέρια, κατάστημα μουσείου – πωλητήριο και παιδότοπο με άμμο στον υπαίθριο χώρο του μουσείου για να απασχολούνται τα μικρά. Παιδότοπος συναντάται σε άλλα μουσεία και σε εσωτερικό χώρο, σε συνδυασμό με δημιουργική απασχόληση σχετική με τα εκθέματα.

Η καφετέρια είναι ασφαλώς σοφό απόκτημα για ένα μουσείο, το ίδιο και το κατάστημα και ο παιδότοπος. Ανεβάζουν τις “μετοχές” και την επισκεψιμότητα ενός μουσείου, αφού ελκύουν κόσμο και μάλιστα οικογένειες. Η επίσκεψη στο μουσείο από αγγαρεία γίνεται ευχαρίστηση.

Ο έλεγχος όμως των επισκεπτών – όλων ανεξαιρέτως – είναι κάτι πολύ περισσότερο: αποτελεί ανάγκη. Δεν είναι μόνον επειδή “γι’ αυτά πολεμήσαμε”, κατά τον Μακρυγιάννη. Η απουσία ελέγχου μας καθιστά αναξιόπιστους, αφερέγγυους και ανάξιους ως προς τη λειτουργία και τη διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών. Ούτε χρειάζεται να έχουμε σπουδάσει μουσειολογία για να κατανοήσουμε τη σημασία του ελέγχου. Απλή λογική απαιτείται και αίσθηση χρέους. Αλλιώς οι κηλίδες μας λερώνουν όλους.
* Η Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης