Στο μεταίχμιο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και των 100 ετών από τη μικρασιατική τραγωδία, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: θα ακολουθήσει τον δρόμο της εξωστρέφειας και της αξιοσύνης ή θα παραμείνει βυθισμένη στην εσωστρέφεια και στη μιζέρια;
Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε αυτονόητη. Αν και υπερβήκαμε τους εαυτούς μας για να φτάσουμε στο θαύμα του 2004, το κράτος μας αποδείχθηκε τόσο σαθρό, που δεν μπόρεσε να συντηρήσει το οικονομικό και κοινωνικό κεκτημένο εκείνης της περιόδου.
Σήμερα, δέκα περίπου χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, οι πολίτες απαιτούν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανόρθωσης της χώρας, αναθεμελίωσης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Δεν μας αρκεί η ανασυγκρότηση, η προσπάθεια δηλαδή να συμμορφώσουμε την υπάρχουσα κατάσταση. Χρειαζόμαστε αναθεμελίωση, μια συνολική αλλαγή που θα έχει ως βάση μια παραγωγική κοσμογονία.
Η κρίση μάς βρήκε απροετοίμαστους και δεν μας επέτρεψε να είμαστε δημιουργικοί. Τα σχέδια απλής ανασυγκρότησης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας –και όχι αναθεμελίωσής του –εκπονήθηκαν κυρίως από πρόσωπα που δεν γνώριζαν επαρκώς την ελλαδική ιδιαιτερότητα και δεν ενδιαφέρονταν για την οικοδόμηση μιας ισχυρής Ελλάδας. Είναι εμφανές ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι ελλαδικές συνθήκες, ώστε να χαραχθεί ένας αποτελεσματικός οδικός χάρτης για την ανατίμηση του έθνους. Ξένοι και Ελληνες δεν κατανόησαν ότι ακόμη και οι αρνητικές μας πρακτικές επιτελούν συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες. Και τούτο γιατί ό,τι μοιάζει ή και είναι παράλογο έχει λόγους που υφίσταται. Αυτό δεν σημαίνει συμφιλίωση με τα κακώς κείμενα, αλλά υπενθύμιση ότι ο δρόμος για το μέλλον περνά μέσα από τον σεβασμό της πραγματικότητας.
Είναι αυτονόητο ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις όμως δεν προχώρησαν ικανοποιητικά μέχρι σήμερα επειδή αποτέλεσαν κατά βάση έξωθεν επιβαλλόμενες εντολές. Δεν καταφέραμε να τις δούμε ως απελευθέρωση του δυναμισμού της κοινωνίας μας, ως δυνατότητα πραγμάτωσης του προσωπικού μας οράματος.
Δεν συμβιβάζομαι με μια χώρα που η αστική της παραγωγική τάξη έχει απολέσει τον δυναμισμό της και είναι κρατικοδίαιτη. Η ελλαδική αστική τάξη χρειάζεται να βρει την αυτοπεποίθησή της και τη ζωτική της ικανότητα ώστε να δημιουργήσει χωρίς άσκοπους περιορισμούς και κανονιστικές αρχές. Χρειαζόμαστε τρόπους που θα επιτρέψουν τη συμφιλίωση του φιλελεύθερου πνεύματος με την αποτελεσματικότητα.
Η παραγωγική αναθεμελίωση πρέπει να στοχεύει στις νέες επενδύσεις, αλλά συγχρόνως να κινηθεί προς τις διεθνώς εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Είναι επίσης ανάγκη να στηριχθεί και η ευρεία τάξη των αυτοαπασχολουμένων, αλλά με όρους ανταγωνιστικότητας. Μια ευρεία και υγιής τάξη αυτοαπασχολουμένων και επιχειρηματιών, πέρα από το πνεύμα δημιουργικότητας και καινοτομίας που δύναται να κομίσει, έχει τον τόπο –την Ελλάδα –και το έθνος –τον ελληνισμό –ως θεμελιώδη σημεία αναφοράς. Είναι κομβικής σημασίας το να διερευνηθούν οι δυνατότητες συνενώσεων των πολλών και κατακερματισμένων αυτοαπασχολουμένων ή επιχειρηματιών δίχως την κρατική χειραγώγηση. Στηρίζω πολλά στη συνένωση των δυνάμεων των ελλήνων επιχειρηματιών και αυτοαπασχολουμένων.
Στην κατεύθυνση αυτή δεν βαδίζουμε στα τυφλά. Η πατρίδα έχει να επιδείξει ένα θετικό προηγούμενο, το οποίο –απελευθερωμένο από τις στρεβλώσεις του –μπορεί να λειτουργήσει ως οδοδείκτης. Συγκεκριμένα, στην περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004η Ελλάδα στηρίχθηκε σε μια κοινωνική, πολιτική και ευρύτερη θεσμική συμφωνία, η οποία επέτρεψε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά όλα τα εμπόδια και να επιτευχθούν υψηλότατοι ρυθμοί ανάπτυξης, συνδυασμένοι με πραγματικά έργα. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε μια αντίστοιχη συνθήκη, ένα ειδικό επενδυτικό καθεστώς συγκεκριμένης διάρκειας, το οποίο θα επιτρέψει στην οικονομία να ανοίξει βήμα, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις αναστροφής της παρούσας κατάστασης. Να συμφωνήσουμε δηλαδή στη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου ειδικού καθεστώτος, με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, ώστε να απελευθερωθούν οι οικονομικές πρωτοβουλίες και να υπάρξει έκρηξη επενδύσεων και δημιουργίας.
Απαιτείται μια νέα εθνική συμφωνία, ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να ανοιχτεί θαρραλέα στο μέλλον. Για να μπορέσουμε όμως να επιτύχουμε την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων, επιβάλλεται να προβλεφθεί μια κοινωνική ρήτρα. Για να αγκαλιάσει ο Ελληνας τις μεταρρυθμίσεις, δεν αρκούν μαθήματα και θεωρίες. Χρειάζεται να θεσμοθετηθεί, με συγκεκριμένες δεσμεύσεις, η κοινωνική ανταποδοτικότητα των μεταρρυθμίσεων. Σημαντικό μέρος των εσόδων από τις επενδύσεις που θα πραγματοποιηθούν μέσω του ειδικού επενδυτικού καθεστώτος, στο οποίο προαναφέρθηκα, επιβάλλεται να συνδεθεί με την αύξηση των συντάξεων και των μισθών. Αμεσα, δίχως επιπλέον νομικές και πολιτικές διαδικασίες. Μόνο έτσι θα υιοθετηθούν οι μεταρρυθμίσεις από την κοινωνία και θα γίνει κατανοητό από όλους ότι η ανάπτυξη είναι το αποφασιστικό βήμα για την ανόρθωση της οικονομίας και την αναγέννηση της κοινωνίας. Η γιγάντωση της οικονομίας θα έλθει από πολλαπλασιαστικές πολιτικές και όχι από την αναδιανομή, τη διαφορετική διαίρεση, της υπάρχουσας οικονομικής δυνατότητας.
Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προχωρήσει αν αφορά τους λίγους και περιθωριοποιεί τους πολλούς. Δυστυχώς, ο τρόπος που ασκείται η πολιτική στην Ελλάδα δεν έχει επιτρέψει να γίνει αντιληπτό ότι οι ζωές των ανθρώπων του μόχθου προστατεύονται αποτελεσματικότερα από τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τις γενναίες μεταρρυθμίσεις. Σε έναν κόσμο που αλλάζει, ανεξάρτητα από τη δική μας βούληση, η πεισματική απόρριψη της αλλαγής ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Η ανόρθωση της χώρας είναι δική μας υπόθεση, εάν δημιουργήσουμε μια Ελλάδα που πλεονεκτεί.
* Ο κ. Βασίλης Κικίλιας είναι βουλευτής Α’ Αθήνας, τομεάρχης Εθνικής Αμυνας της ΝΔ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ