Ο Μπάρι Κόσκι θεωρείται διεθνώς ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όπερας με ανανεωτική ματιά. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, εγγονός εβραίων μεταναστών, και την ίδια περίπου εποχή που ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Κωμικής Οπερας του Βερολίνου, την περίοδο 2012-2013, σκηνοθέτησε τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ, από κοινού με τη Σούζαν Αντράντε, της βρετανικής θεατρικής ομάδας «1927», που έκανε θριαμβευτική πρεμιέρα στη γερμανική πρωτεύουσα. Εκτοτε, η παραγωγή αυτή εξελίχθηκε στο πλέον επιτυχημένο και συζητημένο ανέβασμα της τελευταίας όπερας του συνθέτη στην εποχή μας. Η παράσταση, στην οποία η αισθητική του καμπαρέ, του μιούζικ χολ και των θεαμάτων της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συναντά το λυρικό θέατρο και το βρετανικό χιούμορ, έχει ως σήμερα μαγέψει περισσότερους από 350.000 θεατές από το Λος Αντζελες, τη Μινεσότα, την Κίνα και τη Σεούλ, ως το Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, την Ισπανία, την Ελβετία και από εκεί στο Μπαλσόι της Μόσχας και την Κωμική Οπερα του Παρισιού. Τι σημαίνει, άραγε, για τον ίδιο η επιτυχία αυτή;

«Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσαμε να την προβλέψουμε πριν από την πρεμιέρα, το 2012 στο Βερολίνο»
λέει ο 51χρονος Κόσκι από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής με αφορμή την επικείμενη παρουσίασή της από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. «Δουλεύαμε την παράσταση για τρία ολόκληρα χρόνια. Ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο να παρουσιάσεις μια νέα παραγωγή του «Μαγικού αυλού» στο Βερολίνο. Οι άνθρωποι έχουν δει πάρα πολλές, δεν περιμένουν να εκπλαγούν. Είναι μια όπερα στην οποία πάει κανείς με τα παιδιά του, τους ηλικιωμένους γονείς, την επιλέγει για την περίοδο των Χριστουγέννων και μέχρι εκεί. Αυτή η παράσταση φαίνεται πως κατάφερε να τους εκπλήξει, γιατί ήταν κάτι διαφορετικό, τόσο από πλευράς αισθητικής όσο και σε σχέση με τον τρόπο που αφηγηθήκαμε την ιστορία».
Σήμερα, έξι χρόνια μετά, θα άλλαζε κάτι στην παραγωγή; «Αυτό το λέω πάντα συνήθως μετά τη δεύτερη παράσταση. Ποτέ δεν είμαι ικανοποιημένος, τελειότητα δεν υπάρχει. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη παράσταση δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι γιατί το animation είναι δεδομένο και μας πήρε έναν ολόκληρο χρόνο να το φτιάξουμε. Οπότε, είμαι ικανοποιημένος που εξακολουθεί να γνωρίζει εντυπωσιακή επιτυχία».

Το animation νίκησε την άρνηση

Ο Κόσκι ομολογεί ότι ο «Μαγικός αυλός» δεν ήταν μια όπερα την οποία «καιγόταν» να σκηνοθετήσει. Μάλλον το αντίθετο, δεν το ήθελε, το αρνούνταν επί χρόνια. Αποφάσισε να το επιχειρήσει όταν είδε τη δουλειά της ομάδας «1927», η οποία έχει ως ιδρυτικά μέλη τη συγγραφέα και περφόρμερ Σούζαν Αντράντε και τον κομίστα και εικονογράφο Πολ Μπάριτ, οι οποίοι επιχειρούν να εξερευνήσουν ένα νέο είδος παραστατικής τέχνης που συνδυάζει το animation, τη μουσική και το ζωντανό θέαμα. «Σκέφτηκα πως αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο πιο κοντά στο πνεύμα του Μότσαρτ και κυρίως του Σικανέντερ, του λιμπρετίστα του «Μαγικού αυλού». Ολοι μιλούν για τον συνθέτη, λίγοι σκέπτονται το ποιος ήταν ο Σικανέντερ και τι είδους θέατρο έκανε. Στην πραγματικότητα, ο λιμπρετίστας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη συγκεκριμένη όπερα. Επαιζε τον Παπαγκένο παρ’ όλο που δεν ήταν λυρικός τραγουδιστής, ήταν τραγουδιστής καμπαρέ. Γι’ αυτό ο Παπαγκένο είναι συγκεκριμένος ρόλος αναφορικά με την έκταση της φωνής, γιατί ο Σικανέντερ δεν μπορούσε να τραγουδήσει ούτε πιο ψηλά ούτε πιο χαμηλά. Ο «Μαγικός αυλός» είναι πολύ διαφορετική όπερα από αυτές του Ντα Πόντε («Γάμοι του Φίγκαρο», «Ντον Τζιοβάνι», «Ετσι κάνουν όλες»). Ο Σικανέντερ στο θέατρό του χρησιμοποιούσε πολλά οπτικά εφέ, γι’ αυτό κάθε σκηνή του «Μαγικού αυλού» είναι τόσο έντονα σχεδιασμένη, γεμάτη εφέ: φωτιές, νερό, δράκους… Ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο του Σικανέντερ για να δει τέτοιου είδους θέατρο. Οταν, λοιπόν, παντρεύεις αυτό το πράγμα, το βοντβίλ, το τσίρκο του 18ου αιώνα, το καμπαρέ με τη μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ δημιουργείς μια υπέροχη σχιζοφρένεια η οποία καταφέρνει να μαγνητίσει το ενδιαφέρον».
Θεωρεί πως αυτός ο τρόπος προσέγγισης ταιριάζει, άραγε, σε όλες τις όπερες; Ο Κόσκι το αρνείται. Δεν μοιάζει έτοιμος να υποκύψει σε «συνταγές», παρά τις διθυραμβικές κριτικές. «Μετά την πρεμιέρα, όλοι μου έλεγαν ότι αυτό είναι το μέλλον της όπερας, οι κριτικές μάς παρότρυναν να το επιχειρήσουμε πάλι. Ολα αυτά τα βρίσκω ανοησίες. Σε κάθε παραγωγή αρχίζω από το μηδέν, ποτέ δεν κάνω τα ίδια πράγματα. Στον «Μαγικό αυλό» αυτή η μείξη δούλεψε καλά στην αφήγηση, εξυπηρέτησε τη μουσική αλλά δεν θα σκηνοθετούσα άλλη παραγωγή με τον ίδιο τρόπο. Η Σούζαν και ο Πολ έκαναν άλλη μια παραγωγή μαζί μας όπου χρησιμοποίησαν ακροβάτες, οπότε ήταν αρκετά διαφορετικό. Για παράδειγμα, στις παραγωγές μου δεν χρησιμοποιώ βίντεο, μια-δυο φορές μόνο χρησιμοποίησα βίντεο-εφέ. Εν προκειμένω ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που δούλεψα με δισδιάστατο animation αλλά επαναλαμβάνω ότι δεν σκέπτομαι να το κάνω πάλι, δεν νομίζω πως ταιριάζει σε άλλες όπερες».
Του επισημαίνω ένα απόσπασμα της κριτικής των «New York Times» σύμφωνα με την οποία ο ίδιος και η ομάδα «1927» «άνοιξαν τον δρόμο για ένα πιο ελεύθερο και πειραματικό στυλ παρουσίασης μιας όπερας σήμερα». Πιστεύει, άραγε, κάτι τέτοιο για τον εαυτό του, έστω κι αν δεν σκέπτεται να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα σε κάποια μελλοντική σκηνοθεσία; «Δεν νομίζω ότι συμφωνώ με αυτή την κριτική. Στην πραγματικότητα, νομίζω πως με αυτή την παραγωγή προσπαθήσαμε να έρθουμε πιο κοντά στα ανεβάσματα του 18ου αιώνα. Με το animation μπορούμε να αλλάζουμε εύκολα τοποθεσίες και να προσφέρουμε μεγάλη οπτική χαρά. Ο τρόπος αυτός του ανεβάσματος, με τους τραγουδιστές να αλληλεπιδρούν με καρτούν επί σκηνής, προσφέρει μια σύνδεση ανάμεσα στο τι κάνουμε σήμερα και στο θέατρο του 18ου αιώνα. Ο «Μαγικός αυλός» χρειάζεται μεγάλη βοήθεια στο κείμενο, στον διάλογο –ο οποίος εν προκειμένω δεν υπάρχει –στην ίδια τη δομή της όπερας. Είναι Singspiel, οπότε υπάρχει πολύ κείμενο, πολύς διάλογος που χρειάζεται επεξεργασία».

Η ανάγκη μιας δυνατής ιδέας

Ο Κόσκι θεωρεί πως καμία παραγωγή του «Μαγικού αυλού» δεν έχει τύχη σήμερα εάν δεν υπάρχει μια ριζοσπαστική ερμηνευτική ιδέα. «Είναι πολύ διαφορετικό από τον Βέρντι, τον Βάγκνερ ή ακόμη και τον Γιάνατσεκ όπου η μουσική τα λέει όλα. Ολα αυτά που γράφτηκαν για την παράστασή μας περί νέας μορφής όπερας, νέο κοινό κ.λπ. είναι μεγάλη συζήτηση, το θέμα είναι σύνθετο. Η σκηνοθεσία της όπερας είναι μόλις 100 ετών. Στον 18ο και στον 19ο αιώνα ο διευθυντής σκηνής ή ο ίδιος ο συνθέτης έλεγαν στους τραγουδιστές πού να σταθούν και τι να κάνουν. Τα τελευταία χρόνια η διαδικασία επανανακάλυψης της όπερας, ειδικά στο Βερολίνο τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, υπήρξε πολύ σοβαρή. Αρα λοιπόν η προσπάθειά μας δεν ήταν κάτι καινούργιο. Oταν οι «New York Times» γράφουν κάτι τέτοιο, ίσως πρέπει να διαβάσουν λίγο περισσότερο Ιστορία όπερας».
Τι είναι, άραγε, αυτό που γοητεύει τον ίδιο στο λυρικό θέατρο; «Το να δουλεύω με την ανθρώπινη φωνή» απαντά ο Κόσκι. «Εχω πραγματική εμμονή με αυτό. Με κεντρίζει απίστευτα να δουλεύω επάνω σε ιστορίες, χαρακτήρες και συναισθήματα που εκφράζονται με τη φωνή, με μια φυσική διαδικασία όπου ο ήχος βγαίνει από το διάφραγμα μέσω του στόματος. Το βρίσκω πραγματικά μαγικό».
Πρόσφατα, η «Κάρμεν» που παρουσίασε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Το ίδιο και οι «Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» που ανέβασε το καλοκαίρι του 2017 στο «άντρο» του Βάγκνερ, το διάσημο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, κατακτώντας τον τίτλο του πρώτου εβραϊκής καταγωγής σκηνοθέτη ο οποίος εργάστηκε εκεί. Τι σημαίνει, άραγε, αυτό για τον ίδιο; «Η αλήθεια είναι ότι όταν δουλεύω στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Βιέννη δεν σκέφτομαι καθόλου την καταγωγή μου» λέει ο Κόσκι και συνεχίζει. «Οταν όμως σκηνοθετείς στο Μπαϊρόιτ και μάλιστα τους «Αρχιτραγουδιστές», μια όπερα που έχει να κάνει πολύ με την ιδέα του εθνικισμού, το μοναδικό έργο που παιζόταν στο Μπαϊρόιτ κατά τη διάρκεια του Γ’ Ράιχ, δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι μιλάμε για ένα έργο που θεωρείται κομμάτι του αντισημιτισμού του Βάγκνερ» σχολιάζει εν αναμονή των μελλοντικών του υποχρεώσεων οι οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν συνεργασίες με την Οπερα του Παρισιού, τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, το Φεστιβάλ της Εξ Εν Προβάνς κ.ά.

Η απειλή του φόβου για τον ξένο

Μιλώντας γενικότερα και σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σήμερα στην πολιτική και στην κοινωνία, θεωρεί ότι η τέχνη απειλείται από τον κίνδυνο του εθνικισμού; «Η αλήθεια είναι ότι μιλώντας με πολιτικοκοινωνικούς όρους φαίνεται πως μπαίνουμε σε μια τέτοια φάση. Για την τέχνη, όμως, δεν είμαι σίγουρος, θέλω να είμαι πιο αισιόδοξος. Ελπίζω πως ο κόσμος της τέχνης θα αντισταθεί σε κάτι τέτοιο. Η ίδια η τέχνη στη διάρκεια των χρόνων, άλλωστε, αντιστάθηκε σθεναρά στον εθνικισμό. Κατά τη γνώμη μου, η τέχνη δεν υπάρχει αν δεν μπολιαστεί, αν δεν επηρεαστεί από κάτι άλλο και κυρίως από κάτι που προέρχεται από άλλη χώρα. Ελάχιστες είναι οι μορφές της καθαρής εθνικής έκφρασης. Είναι μια στιγμή που πρέπει να σκεφτούμε πόσους κινδύνους εγκυμονεί ο εθνικισμός στην τέχνη. Το καλό είναι ότι οι καλλιτέχνες αντιδρούν σε μια κατάσταση η οποία δεν απειλεί μόνο την Ευρώπη, αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Ο εθνικισμός είναι προ των πυλών στη χειρότερη μορφή του».
Διευθυντής της Κωμικής Οπερας του Βερολίνου ο ίδιος εδώ και έξι περίπου χρόνια, θεωρεί πως η ατμόσφαιρα στη γερμανική πρωτεύουσα έχει αλλάξει; «Μέχρι στιγμής υπάρχει μεγάλη αντίδραση στην Ακροδεξιά, παρά την εκλογική επιτυχία της. Νομίζω, όμως, ότι όταν μιλούν οι άνθρωποι αυτοί για εθνικισμό σε χώρες όπως η Γερμανία ή οι Γαλλία, είναι πλέον αργά γι’ αυτούς. Ο κοσμοπολιτισμός είναι μια κατεστημένη κατάσταση, δεν είναι εύκολο να αλλάξει. Είμαστε μακριά από τον Χίτλερ και τον Εθνικοσοσιαλισμό. Ωστόσο, δεν θέλω να υποβαθμίσω την κατάσταση. Δεν κρύβω ότι ανησυχώ. Ισως όμως στις ΗΠΑ είναι πιο επικίνδυνα τα πράγματα απ’ ό,τι στη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, είναι μια κατάσταση που μπορεί να αλλάξει προς το χειρότερο πολύ σύντομα, μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Επαναλαμβάνω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί».

Πού και πότε

Ο «Μαγικός αυλός» του Μότσαρτ σε σκηνοθεσία του Μπάρι Κόσκι και της Σούζαν Αντράντε θα παρουσιαστεί στις 31/3 και 1, 11, 13, 14, 15, 18, 20, 22, 25, 27, 29/4 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ. Μουσική διεύθυνση: Ζωή Τσόκανου – Γιώργος Μπαλατσινός. Με τους Πέτρο Μαγουλά, Σ. Ε. Κράμερ, Βασίλη Καβάγια, Χριστίνα Πουλίτση, Βασιλική Καραγιάννη, Μαρία Παλάσκα κ.ά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ