Frans Masereel
Η πόλη

Μυθιστόρημα σε 100 ξυλογραφίες
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Eπιμέλεια Σταύρος Πετσόπουλος.
Εκδόσεις Αγρα, 2017
σελ. 240, τιμή 14 ευρώ

Δεν έχει λόγια, παρά μόνο εικόνες. Για την ακρίβεια, εκατό ξυλογραφίες που αναπαριστούν με συγκλονιστικό τρόπο την εποχή που έζησε ο σπουδαίος αλλά σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στο ευρύ κοινό φλαμανδός ζωγράφος και χαράκτης Φρανς Μαζερέελ (1889-1972). «Η πόλη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αγρα, αφηγείται μια μέρα και μια νύχτα στη ζωή ενός μητροπολιτικού κέντρου το οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι το Βερολίνο, όπου ο Μαζερέελ ταξίδεψε από την πόλη διαμονής του, Γάνδη, για να φτάσει στο Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε το 1921. Οι αθλιότητες και οι διασκεδάσεις των αστών στην ταραγμένη Βαϊμάρη αναπαριστώνται με αριστουργηματική δεξιοτεχνία και έχουν ως πρόγονό τους τα κοινωνιολογικά κείμενα της «Μητροπολιτικής αίσθησης» του Γκέρογκ Ζίμελ, λειτουργούν ως προπομπός της «Μητρόπολης» του Φριτς Λανγκ ή του «Ανθρώπου με την κινηματογραφική μηχανή» του Τζίγκα Βερτόφ ενώ θυμίζουν τις καρικατούρες του Τζορτζ Γκρος για το Βερολίνο της δεκαετίας του ’20, πεποίθηση που ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι δυο τους ήταν πολύ καλοί φίλοι. «Η πόλη» του βιβλίου αποπνέει ωστόσο και ένα γαλλικό άρωμα, δεδομένου ότι εκεί ζούσε όταν έφτιαξε τα χαρακτικά για το συγκεκριμένο «μυθιστόρημα εικόνων».

Στο Παρίσι, που ήδη από τον 19ο αιώνα αποτελούσε την επιτομή της νέας, θορυβώδους και ποικιλόμορφης συσσώρευσης των μαζών. Θα μπορούσε βέβαια να εικονίζει την απόλυτη παγκόσμια πόλη, να συνιστά «ένα αθάνατο μνημείο της σύγχρονης μεγαλούπολης με τα ατέλειωτα πλήθη των ανθρώπων, τις αναρίθμητες μοίρες τους και το πανδαιμόνιο των παθών τους, με τις τραγικές, τέλος, αντιθέσεις μεταξύ πολυτέλειας και αθλιότητας, υπερβολής και στέρησης που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά της» όπως έγραφε κάποτε ο επίσης φίλος του Μαζερέελ, Στέφαν Τσβάιχ, και μπορεί να διαβάσει κανείς στον πρόλογο του βιβλίου.

Αμφιθυμία της μεγαλούπολης

Η αφήγηση ξεκινάει με την εικόνα ενός άνδρα ο οποίος είναι γυρισμένος πλάτη στον αναγνώστη και αντικρίζει σκεπτικός ένα τοπίο από βιομηχανικά φουγάρα. Συνεχίζει με αιχμηρές εικόνες από τα νέα ήθη μιας βιομηχανικής μεγαλούπολης: καταστολή, εκπόρνευση, αυτοδικία, μέθη και βία σε κάθε της μορφή με φόντο διαβολικές μηχανές και γκροτέσκες μορφές, χρηματιστήρια, εργοστάσια και πανύψηλα κτίρια. Κλείνει με την τρυφερή εικόνα μιας γυναίκας η οποία μέσα από μια σοφίτα βλέπει και έναν όμορφο, έναστρο ουρανό, πέρα από τις υψικαμίνους του αστικού τοπίου.
«Κανείς άλλος γραφίστας δεν έχει συλλάβει με τόση ένταση την αμφιθυμία της σύγχρονης μεγαλούπολης» σημειώνει η συγγραφέας Μαρίνα Γουόρνερ στην εισαγωγή του βιβλίου. Και είναι λογικό, γιατί τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, όπως σαγήνη για τις δυνατότητες αλλά και αγωνία για τα αδιέξοδα του αστικού περιβάλλοντος, ενυπήρχαν στην ψυχή του ίδιου του Μαζερέελ. Γοητευμένος από τα φώτα της μεγάλης πόλης αλλά και ορκισμένος εχθρός της δεσποτικής κοινωνίας που θέλει μόνο να διατηρήσει την εξουσία της, ο Μαζερέελ αποπειράται να στηλιτεύσει όλους τους εχθρούς της ελευθερίας. Ωστόσο, όπως είχε γράψει ο Ερμαν Εσε: «Δεν είναι ο ιδεαλιστής, ο στρατιώτης δογματικών μανιφέστων. Είναι απλώς ένας άνδρας που αγαπά και υποφέρει, που συμπαραστέκεται και παρηγορεί».

Δημοκρατικός μοντερνισμός

Γεννημένος στο μικρό θέρετρο του Μπλανκενμπέργε στο Βέλγιο, γιος αστικής οικογένειας από τη Γάνδη, γνώρισε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης τον σατιρικό καλλιτέχνη Ζιλ ντε Μπρούκερ (Jules de Bruycker) o οποίος τον έφερε σε επαφή με τη χαρακτική αλλά το κυριότερο, του έδωσε μια συμβουλή: να αφήσει πίσω του το επαρχιακό Βέλγιο και να πάει στο Παρίσι.
Αυτό και έπραξε. «Η πόλη» κυκλοφόρησε σε Παρίσι και Βερολίνο το 1925. Αποτελεί τον αριστουργηματικό επίλογο μιας σειράς «μυθιστορημάτων-εικόνων» στα οποία ο Μαζερέελ γίνεται ο καθένας και ανακαλύπτει τον κόσμο με όλες τις αντιφάσεις του, εφευρίσκοντας ταυτόχρονα ξανά από την αρχή το είδος του εικονογραφημένου βιβλίου. Ηδη από το 1918 είχε δημιουργήσει την πρώτη του «ιστορία δίχως λέξεις». Ηταν οι «25 εικόνες για το πάθος του ανθρώπου» ενώ ακολούθησαν τα «Ο ήλιος», «Η ιδέα», «Ιστορία δίχως λέξεις», μεταξύ άλλων, έργα που έμελλε να επηρεάσουν τις μελλοντικές γενιές καλλιτεχνών και να αποτελέσουν τον πρόδρομο του graphic novel.
To ήθος του και η τεχνική του παραμένουν ωστόσο χαρακτηριστικά μιας παλιότερης γενιάς. Ο Μαζερέελ ποτέ δεν χρησιμοποίησε μοντέλο, ποτέ δεν έκανε δοκιμαστικά σχέδια, ζωγράφιζε από μνήμης ενώ διέθετε μια αρετή «που φαινομενικά χαρακτηρίζει τους αστούς και πεζούς ανθρώπους» όπως λέει ο Τσβάιχ. Σχεδίαζε με ζήλο χειρωνακτικό, υπομονετικό και επίμονο, πιστός στο μότο των παλιών γερμανών μαστόρων της τέχνης: Nulla dies sine linea (ούτε μια μέρα να μην περνά χωρίς να σχεδιάζεις έστω και μία γραμμή).

Σοφία με ρούχα απλά

Στο εξπρεσιονιστικό ιδίωμά του, εκούσια ή ακούσια συνυπάρχει η παράδοση της ξυλογραφίας του 15ου αιώνα σε Γερμανία και Κάτω Χώρες με το περιεχόμενο δημοφιλών μεσαιωνικών παλαιτύπων σαν την Biblia Pauperum, τη «Βίβλο των Φτωχών». «Τα βιβλία του είναι «οι πραγματικοί διάδοχοι των πλανόδιων βιβλιοθηκών των colporteurs, των περιφερόμενων πωλητών βιβλίων» σχολιάζει η Γουόρνερ. «Στις σελίδες τους η σοφία ντύνεται με ρούχα απλά». Εκεί έγκειται και η γοητεία της τέχνης του. Στον πρωτόγονο χαρακτήρα της τεχνικής τους και στο περιεχόμενο και την ατμόσφαιρα των έργων του που συμβάδιζαν με τον μοντερνισμό της εποχής του αλλά δεν απευθύνονταν στους μυημένους της τέχνης. Οπως έγραφε ο Τσβάιχ: «Ο Μαζερέελ δημιουργεί «καλές εικόνες» με την έννοια που ο Τολστόι ορίζει τα «καλά βιβλία»: να μπορεί, δηλαδή, να τα καταλάβει και η υπηρέτρια και ο ποιητής, και ο φοιτητής και ο καθηγητής. Τα σχέδια του Μαζερέελ, σαν τους στίχους του Ουόλτ Ουίτμαν, ανήκουν σε μια Δημοκρατία της Φαντασίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ