Στον ευρωπαϊκό χώρο όλα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα των τρεχουσών διαπραγματεύσεων μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία. Τουλάχιστον το βραχυπρόθεσμο μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. Αρχικά, ως γνωστόν, ο Μάρτιν Σουλτς αποφάσισε, μετά την εκλογική κατάρρευση του κόμματός του, να μη δεχθεί για ακόμα μία φορά τον σχηματισμό «μεγάλου συνασπισμού». Ομως, επειδή (όπως στη χώρα μας) οι ψηφοφόροι απεχθάνονται τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών δέχθηκε ξανά να συζητήσει με τη γερμανίδα καγκελάριο τις πιθανότητες συνεργασίας.
Αν τελικά επιτευχθεί συμφωνία, η Ανγκελα Μέρκελ μάλλον θα ενδώσει σε κοινωνικά θέματα (π.χ., μισθοί, ασφάλεια).
Θα απαιτήσει όμως να έχει το πεδίο ελεύθερο στα θέματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα αρχίσουν να συζητούνται σοβαρά τον χρόνο που έρχεται. Σε αυτόν τον χώρο η Μέρκελ προτιμά τη βήμα προς βήμα ενοποίηση με στόχο τη διατήρηση του γερμανοκρατικού status quo. Δηλαδή τη διατήρηση του χάσματος μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου που οδηγεί στη συσσώρευση πλεονασμάτων στις ανταγωνιστικές οικονομίες (κυρίως στη γερμανική) και ελλειμμάτων στις λιγότερο αναπτυγμένες. Καθώς και τη διατήρηση της ανισορροπίας δύναμης μεταξύ της κυρίαρχης Γερμανίας και της οικονομικά προβληματικής Γαλλίας. Σε αυτού του είδους το γερμανικό όραμα, αυτή τη στιγμή ούτε ο πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος έχει σοβαρά εμπόδια στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει τη γαλλική οικονομία, ούτε οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες δεν έχουν κοινή πολιτική έναντι της γερμανικής στρατηγικής, δεν μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά.
Συμπερασματικά, είτε επιτευχθεί ο μεγάλος συνασπισμός είτε ξαναγίνουν εκλογές, το σχεδόν σίγουρο είναι πως η αρχική τουλάχιστον ενοποιητική διαδικασία θα πάρει λιγότερο μακρονική και περισσότερο μερκελική μορφή. Το όραμα των πατέρων της ΕΕ καθώς και όλων των ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών για μια πολιτικά πιο δημοκρατική και κοινωνικά πιο αλληλέγγυα Ευρώπη θα περιθωριοποιηθεί. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως, τελικά, το γερμανικό σχέδιο θα επικρατήσει. Μια συντονισμένη προσπάθεια ενός νοτιοευρωπαϊκού μετώπου με στόχο τη δημιουργία σοβαρών αναδιανεμητικών μηχανισμών, καθώς και μια συνεργασία της νοτιοευρωπαϊκής περιφέρειας με τη Γαλλία του Μακρόν, μπορεί να ανατρέψει το σχέδιο της γερμανίδας καγκελαρίου. Κάτι τέτοιο σίγουρα δεν θα συμβεί στη χρονιά που έρχεται αλλά μπορεί να συμβεί μεσο-μακροπρόθεσμα.

Η ελληνική περίπτωση

Κατά τη γνώμη μου οι επόμενες εκλογές δεν θα γίνουν το 2018. Ο Πρωθυπουργός έχει σκοπό, εκτός απρόοπτων εξελίξεων, να ολοκληρώσει την τετραετία. Αν η αξιολόγηση επιτευχθεί στα μέσα του 2018, πράγμα πολύ πιθανό, και αν η πορεία της οικονομίας συνεχίσει την ανοδική πορεία της, μπορεί στα τέλη του επόμενου χρόνου ο αριθμός των ξένων επενδύσεων να αυξηθεί σημαντικά. Αντίθετα με τις απόψεις της αντιπολίτευσης, η χώρα θα προχωρήσει προς την «κανονικότητα». Οσο για τις σχέσεις μεταξύ κομμάτων, όποτε και αν γίνουν οι εκλογές και όποιο κόμμα και αν κερδίσει, μάλλον δεν θα αποκτήσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Η συνεργασία του νικητή με άλλο ή άλλα κόμματα θα είναι αναγκαία. Αρα το βασικό θέμα είναι ο ρόλος που θα παίξει σε αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση ο νέος κομματικός μηχανισμός της Κεντροαριστεράς, το Κίνημα Αλλαγής. Το νεοσχηματιζόμενο κόμμα, όταν φτάσει η ώρα της εκλογικής αντιπαράθεσης, θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής τονίζει συνεχώς πως δεν πρόκειται το κόμμα της να γίνει δεκανίκι ούτε του ΣΥΡΙΖΑ ούτε της ΝΔ. Θα οδηγηθεί όμως στο εξής αδιέξοδο: Σε περίπτωση που ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πετύχουν αυτοδυναμία, θα αναγκαστεί να στραφεί προς τη ΝΔ, για δύο λόγους.
Πρώτον, ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας να αντιμετωπίσει το δίλημμα «Grexit ή δραχμή;», επέλεξε τον ευρωπαϊκό δρόμο. Η δαιμονοποίηση όμως της ριζοσπαστικής Αριστεράς από την Κεντροαριστερά συνεχίστηκε εναντίον ενός κόμματος που δεν υπάρχει πια. Δηλαδή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, όπου ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ήταν μέλος της ηγεσίας και η Ζωή Κωνσταντοπούλου πρόεδρος της Βουλής. Παρ’ όλο όμως που ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να δεχθεί ένα τιμωρητικό και υφεσιακό μνημόνιο, η δαιμονοποίηση δεν σταμάτησε. Απλώς άλλαξε μορφή. Δόθηκε λιγότερη έμφαση στα ψέματα και στις «κωλοτούμπες», και περισσότερη στον επερχόμενο κίνδυνο να οδηγηθεί η χώρα σε ένα αυταρχικό καθεστώς τσαβικού/μανδουρικού τύπου –αφού ο Πρωθυπουργός και μερικοί στενοί συνεργάτες του εξακολουθούν να έχουν στο «DNA» τους έναν αντισυστημικό, αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Αρα όσο ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στην εξουσία τα θεμέλια της ελληνικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας κινδυνεύουν.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το Κίνημα Αλλαγής θα βρεθεί σε αδιέξοδο σε περίπτωση που οι επόμενες εκλογές δεν οδηγήσουν σε αυτοδυναμία είναι πως οι ψηφοφόροι δεν θα ήθελαν πάλι εκλογές. Αν η Φώφη Γεννηματά αρνηθεί να στηρίξει μια νεοδημοκρατική κυβέρνηση, θα θεωρηθεί υπεύθυνη για το χάος που οι νέες εκλογές θα δημιουργήσουν. Αρα στο δίλημμα «συνεργασία με τη ΝΔ ή εκλογική κάθοδος;» η πρόεδρος του κόμματος θα αναγκαστεί να επιλέξει τη συνεργασία. Σε μια τέτοια περίπτωση το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να έχει την ίδια τύχη με το ΠαΣοΚ όταν συμμάχησε με την κυβέρνηση Σαμαρά –δηλαδή, αν όχι την κατάρρευση, τη ραγδαία καθοδική πορεία. Με δυο λόγια, «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», αυτό θα είναι το αδιέξοδο του Κινήματος Αλλαγής στις επόμενες εκλογές.
Ποιο θα μπορούσε να είναι ένα πιο αισιόδοξο αλλά λιγότερο πιθανό σενάριο; Επειδή υπάρχουν πολλά μέλη αλλά και στελέχη που είναι υπέρ της υπέρβασης του «τείχους» που χωρίζει την Κεντροαριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο θανάσιμος εναγκαλισμός με τη ΝΔ θα μπορούσε να αποφευχθεί. Αν συμβεί αυτό, όπως έχω ήδη υποστηρίξει από αυτές τις στήλες, η συνεργασία μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα είναι ωφέλιμη και για τις δύο παρατάξεις. Θα δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την απαγκίστρωση του ΣΥΡΙΖΑ από τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Θα έδινε επίσης την ευκαιρία ανανέωσης του ηγετικού δυναμικού του. Από την άλλη μεριά, θα δώσει τη δυνατότητα στο Κίνημα Αλλαγής να αποφύγει την εκλογική καθίζηση.
Ενα τέτοιο σενάριο είναι εφικτό γιατί και το νέο κόμμα και η ριζοσπαστική Αριστερά έχουν στη σημερινή συγκυρία πολλούς κοινούς στόχους: τη μείωση των συνεχώς εντεινόμενων ανισοτήτων, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, την πολιτικοοικονομική αλλά και κοινωνική ενοποίηση της Ευρώπης και την αντίθεσή τους στην κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού-«καζίνου». Αν οι δύο παρατάξεις συνεργαστούν, υπάρχει περίπτωση να περάσει η χώρα σε μια τροχιά ανάπτυξης με ανθρώπινο πρόσωπο. Υπάρχει, επίσης, περίπτωση το Κίνημα Αλλαγής να γίνει όχι του χρόνου αλλά μεσοπρόθεσμα ο τρίτος βασικός πόλος του κομματικού συστήματος. Ετσι θα περνούσαμε από τον τωρινό διπολισμό (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-αδύνατο Κέντρο) σε ένα τριπολικό σύστημα που θα κάνει πιο δημοκρατικό το πολίτευμα της χώρας.

Συμπέρασμα

Βραχυπρόθεσμα οι εξελίξεις και στην Ευρώπη και στη χώρα μας φαίνονται μάλλον γκρίζες. Στη Γερμανία η Ανγκελα Μέρκελ θα έχει τη δύναμη να επιβάλει τον δικό της δρόμο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση –τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Ενώ το Κίνημα Αλλαγής δεν φαίνεται διατεθειμένο να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό μάλλον θα οδηγήσει στο να γίνει δεκανίκι της ΝΔ, πράγμα που θα οδηγήσει στην εκλογική κάθοδο.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ