Στις 3 Νοεμβρίου 1944, μερικές ημέρες μετά την Απελευθέρωση, η νέα σεζόν της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα εγκαινιαστεί με τη «Γιορτή της Λευτεριάς», η οποία θα διαρκέσει ολόκληρο το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου και θα πραγματοποιηθεί με τη συμμετοχή του συνόλου, σχεδόν, του καλλιτεχνικού δυναμικού του οργανισμού, ο οποίος μόλις πριν από μερικούς μήνες είχε αυτονομηθεί από το Εθνικό Θέατρο. Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων διαπνέεται από πατριωτική έξαρση ενώ, παρ’ όλο που είναι πολυγραφημένο, μαρτυρεί ιδιαίτερη φροντίδα και η τελευταία σελίδα του περιλαμβάνει στίχους του Κωστή Παλαμά, του Μανώλη Καλομοίρη και του Αντίοχου Ευαγγελάτου προκειμένου να τονωθεί ακόμα περισσότερο το εθνικό φρόνημα…
Η ΕΛΣ ιδρύθηκε στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας (1939) και ανδρώθηκε στα σκληρά χρόνια της Κατοχής. Χαρακτηριστικό είναι πως η πρεμιέρα της σεζόν 1940-1941 με τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι δόθηκε στις 25 Οκτωβρίου, τρεις μόλις ημέρες πριν από την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, παρουσία του γιου του συνθέτη, του Ιωάννη Μεταξά, αλλά και του ιταλού πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος μερικές ώρες μόνο μετά τη δεύτερη παράσταση θα επέδιδε στον έλληνα πρωθυπουργό το τελεσίγραφο της φασιστικής κυβέρνησης της χώρας του.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ΕΛΣ συμμετείχε στη γενικότερη ευφορία και στον ενθουσιασμό των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης έχοντας πληρώσει τον δικό της βαρύ «φόρο»: στη διάρκεια της Κατοχής οι κρατικές σκηνές και τα σύνολα, περισσότερο από το ελεύθερο θέατρο, λειτούργησαν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των κατακτητών, αφού όχι μόνο το πρόγραμμα και οι μετακλήσεις όφειλαν να έχουν την έγκρισή τους αλλά και πολλές παραστάσεις διοργανώθηκαν με γνώμονα λόγους προπαγάνδας. Στο πλαίσιο αυτό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πολύβιος Μαρσάν, δεν ήταν εξαίρεση η συμμετοχή καλλιτεχνών σε εκδηλώσεις που διοργάνωναν οι αρχές κατοχής, γεγονός που οδήγησε (και) στον στιγματισμό και στην άδικη συκοφάντηση προσώπων μετά την Απελευθέρωση, κυρίως λόγω φθόνου και προσωπικών αντιπαραθέσεων. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη «Γιορτή της Λευτεριάς» φαίνεται πως δεν συμμετείχε η νεαρή Μαρία Καλογεροπούλου –μετέπειτα Κάλλας -, η οποία στα χρόνια της Κατοχής έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στη Λυρική Σκηνή της Αθήνας δοκιμάζοντας τη γεύση της επιτυχίας. Σύντομα, τον Σεπτέμβριο του 1945, για μια σειρά λόγους που κατά καιρούς έχουν συζητηθεί, με έμφαση στο αίσθημα υποβιβασμού που βίωσε εξαιτίας οικονομικών ανακατατάξεων στην ΕΛΣ και στη ζηλοφθονία ορισμένων συναδέλφων της, θα εγκατέλειπε τη χώρα μας αποτελώντας το «συμβολικό θύμα της πανίσχυρης ελληνικής μετριοκρατίας», όπως έγραψε κάποτε ο Τσαρούχης…
Ωστόσο, παρά τον ασφυκτικό έλεγχο και τις γενικότερες σκληρές συνθήκες διαβίωσης, δεν έλειψαν οι περιπτώσεις –μεμονωμένες ή συλλογικές –όπου οι καλλιτέχνες αποτόλμησαν να σαμποτάρουν τις προπαγανδιστικές απόπειρες των κατακτητών, αλλά και οι παραστάσεις οι οποίες έδωσαν την ευκαιρία στο κοινό να εκφράσει τη λαχτάρα του για την Ελευθερία. Μια μαρτυρία της ποιήτριας και μουσικού Μαργαρίτας Δαλμάτη έτσι όπως την καταγράφει ο Πολύβιος Μαρσάν εκφράζει ζωντανά το κλίμα που επικρατούσε την περίοδο της Κατοχής στους κόλπους των λυρικών καλλιτεχνών: «Τον καιρό της Κατοχής ήμασταν όλοι ενωμένοι. Κοινό είχαμε το μίσος και την περιφρόνηση τότε στα λιγοστά όργανα των ξένων: τους προδότες, τους μαυραγορίτες, τους καταδότες και ‘κείνους που είχαν σχέση με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς… Από εμάς μπορεί να έλειπαν τα υλικά αγαθά, ήμασταν όμως όλοι ενωμένοι» έλεγε χαρακτηριστικά.

«Ερχόντανε στιγμές που μας φέρνανε σακιά με σταφίδες και περνούσαμε ουρά και μας έβαζαν μέσα σ’ ένα μπολάκι δυο κουπάκια σταφίδα» διηγούνταν με τη σειρά του ο τενόρος Αντώνης Καλαϊτζάκης στη μαρτυρία που περιλαμβάνεται στην έκδοση με τίτλο «Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής 1888-1988» του Μ.Α. Ράπτη. «Μας έβαζαν συσσίτιο φασόλια» συνέχιζε. «Τα λεφτά που μας δίνανε ήταν ελάχιστα. Τον μισό μισθό τον δίναμε για να πάρουμε ένα μπουκαλάκι του φαρμακείου λάδι και το στάζαμε με το σταγονόμετρο. Κι όμως, βγάζαμε παραστάσεις. Κρατήσαμε το θέατρο με πολλή αγάπη και προσπάθεια. Οι Ιταλοί τότε, θυμάμαι, έστειλαν τον Μπελέτσα και έκανε αναδιοργάνωση του θεάτρου. Ημασταν τότε «κολλητοί» με το Εθνικό Βασιλικό Θέατρο και στεγαζόμασταν στην Αγίου Κωνσταντίνου. Μαζί τα δύο θέατρα κατορθώσαμε να υπάρξουμε, αλλά η ουσία είναι ότι υφιστάμεθα φοβερές θυσίες. Κάναμε απεργίες, με κίνδυνο να μας τουφεκίσουνε. Μια-δυο περιπτώσεις φτάσαμε στο τσακ. Δεν θυμάμαι καλά, νομίζω παίζαμε τότε τη «Νυχτερίδα» και κάναμε απεργία και μας κυνηγούσανε. Τότε η απεργία ίσον θάνατος…».
Λίγο παρακάτω, ο Καλαϊτζάκης θα πει: «Στην περίοδο της Κατοχής ανέβαιναν καταπληκτικές οπερέτες και όπερες. Μας αναγκάζανε να τραγουδήσουμε και στα κατοχικά στρατεύματα σε διάφορα κέντρα στην Αθήνα». Ο ίδιος δεν ήθελε να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις αυτές, καθώς ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση, παρά το γεγονός ότι η αμοιβή για τέτοιες περιπτώσεις ήταν ένα αξιόλογο δέμα με τρόφιμα. «Δεν το σήκωνε η καρδιά μου να διασκεδάζω τους ιταλούς κατακτητές. Επρεπε να πω το «Πίκολο μπαμπίνο ιναμοράτο». Αρχίζω «Πίκολο μπαμπίνο ιναμοράτο, πίκολο μπαμπίνο ιναμοράτο» κ.λπ. Τα ίδια και τα ίδια. Νευρίασαν τότε και με έδιωξαν κακήν κακώς, χωρίς βέβαια το δέμα με τα τρόφιμα. Αυτό ήταν για μένα λύτρωση, αν και πεινούσα. Οταν γνώρισα αργότερα τους Ιταλούς, όχι σαν κατακτητές, σε ειρηνική περίοδο, διαπίστωσα πόσο αγαπούσαν την τέχνη και την Ελλάδα. Ο φασισμός τούς είχε πράγματι φανατίσει».
Κόρνα, τρομπόνια και τρομπέτες… ασθενούν!
Μια χαρακτηριστική περίπτωση σαμποτάζ περιγράφει ο συνθέτης Αλέκος Ξένος στην Αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια από τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη σε επιμέλεια Αλέξανδρου Χαρκιολάκη. Ηταν στρατευμένος στην Αριστερά και οι δημόσιες παρεμβάσεις αλλά κυρίως η δράση του κατά τη δεκαετία του ’40 αποτελούν μέρος της ιστορικής πραγματικότητας του τόπου. Γράφει λοιπόν: «Τότε, το 1943, συνέπεσε να προετοιμάζουν οι Γερμανοί μια μεγάλη γιορτή για να τιμήσουν την άνοδο του Τρίτου Ράιχ. Σ’ αυτή τη γιορτή προγραμμάτισαν να πάρει μέρος και η Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας με έργα Βάγκνερ. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε με τι τρόπο θα τη σαμποτάρουμε. Η πρόκληση θα ήταν μεγάλη για τους Γερμανούς, που προετοίμαζαν τη γιορτή στο θέατρο «Ολύμπια» με σημαίες, τεράστιες φωτογραφίες του Χίτλερ, προσκλήσεις όλων των ανώτερων αξιωματούχων και των κουίσλιγκς. Δύο ήταν τα εμπόδια: ο φόβος των μουσικών, ιδιαίτερα των ανοργάνωτων που θα πρόδιδαν ίσως τις σκέψεις μας, και ο αυστριακός αρχιμουσικός που παρίστανε τον αντιχιτλερικό στα κρυφά και είχε συνάψει σχέσεις με παλιό μέλος του Κόμματος. Και από τις δύο πλευρές αντιμετωπίζαμε τη διαρροή και μετά το χτύπημα»
Ο Ξένος συνεχίζει λέγοντας πως ύστερα από πολλή σκέψη ήρθε στο μυαλό όσων προετοίμαζαν το σαμποτάζ ο τρόπος με τον οποίο ορισμένες ομάδες οργάνων –συχνά των κόρνων, όπως σημειώνει –εκβίαζαν τις διευθύνσεις προκειμένου να εισπράττουν περισσότερα χρήματα. «Σκέφτηκα να μεταχειριστώ αυτό το κόλπο, αλλά για αντιστασιακό σκοπό. Συνεννοηθήκαμε με τα πιο έμπιστα κομματικά μέλη διαφόρων οργάνων και αποφασίσαμε την ημέρα της γιορτής να «αρρωστήσουν» τα τρομπόνια, τα κόρνα και οι τρομπέτες. Ηταν αρκετό να λείψει σε έργα του Βάγκνερ το βαρύ πυροβολικό –η συναυλία θα ματαιωνόταν και το κύρος των κατακτητών θα κουρελιαζόταν. Πραγματικά, την ημέρα και ώρα της γιορτής άρχισε να καταφτάνει όλο το σκυλολόι στα σημαιοστόλιστα «Ολύμπια» και στην κατάλληλη στιγμή οι μουσικοί έπαιρναν τις θέσεις τους. Σε λίγο μεγάλη αναταραχή στα παρασκήνια, είχε φτάσει η είδηση για την αρρώστια των μουσικών. Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Ο αρχιμουσικός να τρέχει χλομός στον υπεύθυνο υποδοχής, να καταφθάνουν σε λίγο τα Ες Ες, να γίνονται ανακρίσεις. Τελικά, με τα κρυφά προδοτικά όργανά τους έφτασαν στον υπεύθυνο. Είχα στήσει το στέκι μου απέναντι, σ’ ένα καφενείο. Εκεί έρχεται ένας από τους οργανωμένους τεχνικούς του συνεργείου λήψεως της συναυλίας και μου λέει λαχανιασμένος: «Κρύψου, εξαφανίσου, θα σε κάνουν σαπούνι οι Γερμανοί». Πραγματικά, την άλλη μέρα στις τέσσερις τα χαράματα καταφτάνουν τα Ες Ες στο σπίτι μου, μα το πουλί είχε πετάξει. Είχα μαζέψει όσα πράγματα μπόρεσα και πήγα σε παράνομη κατοικία. Για τους άλλους μουσικούς έπεσαν πάνω στους Γερμανούς οι μουσικοί ιθύνοντες και δεν είχαν σοβαρές συνέπειες. Ολα φορτώθηκαν επάνω μου. Με έδιωξαν από την Κρατική Ορχήστρα…».

Το μήνυμα του «Φιντέλιο»

Στη διάρκεια της Κατοχής παίχτηκαν γερμανικές όπερες οι οποίες ως τότε δεν είχαν παρουσιαστεί στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους η «Ηλέκτρα» του Ρ. Στράους το 1942 στο Ηρώδειο, ο «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ τον ίδιο χρόνο και πάλι στο ρωμαϊκό ωδείο, ο «Κάμπος» του Ντ’ Αλμπέρ την άνοιξη του 1944 στα «Ολύμπια» και ο «Φιντέλιο» του Μπετόβεν λίγο πριν από την Απελευθέρωση στο Ηρώδειο. «Οι παραστάσεις της ΕΛΣ έδιωχναν τα σκοτάδια της Κατοχής όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο» γράφει και πάλι ο Μ.Α. Ράπτης. «Η ερμηνεία και το κέφι των καλλιτεχνών έδιναν κουράγιο κι αισιοδοξία στους πεινασμένους τότε αθηναίους θεατές και κατ’ επέκταση στον σκληρά δοκιμαζόμενο λαό».

Η αλήθεια είναι ότι από τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς το κοινό αναζητούσε στα λυρικά έργα μηνύματα ελευθερίας. Χαρακτηριστικό το ανέβασμα της «Απαγωγής από το σεράι» του Μότσαρτ τον Οκτώβριο του 1941, όπου οι θεατές αποθέωσαν κυριολεκτικά τη σοπράνο Ζωή Βλαχοπούλου βλέποντας στο πρόσωπο της σκλαβωμένης Κονστάντσε την Ελλάδα και σε αυτό του Μπελμόντε τον έλληνα πατριώτη ο οποίος έρχεται να ελευθερώσει την αγαπημένη του…
Τον Αύγουστο του 1944 η παραγωγή του «Φιντέλιο» (με τη Μαρία Καλογεροπούλου στον ρόλο της Λεονόρας) έλαβε διάσταση πολύ ευρύτερη από καθαρά καλλιτεχνική. Βρισκόμαστε στο τελευταίο έτος της Κατοχής και όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης, παιδαγωγός, δημοσιογράφος – συνεργάτης του «Βήματος» και των «Νέων» επί μακρόν – και πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της ΕΛΣ το διάστημα 1974-1980, στο περιοδικό «Θέατρο» (τεύχος 59-60, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1977), «Οι χιτλερικοί έχουν αφηνιάσει. Με την Ελληνική Εθνική Αντίσταση κυρίαρχη σε εκτεταμένες περιοχές – ορεινές και πεδινές – και απειλώντας να τους εκτοπίσει και από τις πόλεις, με τις τακτικές ελληνικές στρατιωτικές και ναυτικές μονάδες νικήτριες, με τους συμμάχους στη Βόρειο Αφρική και στην Ιταλία, καταλαβαίνουν ότι φθάνει το τέλος της εδώ παρουσίας τους και το τέλος τους γενικώς. Με την Γκεστάπο και τα Ες Ες εξαπολύουν την πιο άγρια τρομοκρατία. Στους 20.000 ήδη εκτελεσμένους προστίθενται κάθε μήνα, κάθε βδομάδα και καινούργοι. Σύμφωνα με τη μελέτη και έρευνα που δημοσίευσε το 1947 η κ. Ιωάννα Τσάτσου, μόνο την Πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 έλληνες αντιστασιακοί. Τέσσερις μέρες πριν από την παράσταση του «Φιντέλιο» είχαν τουφεκιστεί 50, και πολλές εκατοντάδες ακολούθησαν ως τις 12 Οκτωβρίου, ημέρα της Απελευθερώσεως…».
Και συνεχίζει ο Μαργαρίτης: «Ενώ «σύσσωμο το Εθνος, σαν ένας Ηρακλής δεσμώτης, ετράνταζε τα σίδερα της φυλακής του και οι δονήσεις αυτές, ύστατες ελπίδες μιας υπεράνθρωπης προσπάθειας, μας έδιναν δύναμη μέσα στην απόγνωση της σκλαβιάς και της πείνας, όπως και μέσα στη φρίκη του καθημερινού χαμού των δικών μας», καθώς γράφει η κ. Τσάτσου, ενώ η Αθήνα ζούσε εφιαλτικές ώρες, η παράσταση του «Φιντέλιο» έπαιρνε το νόημα ενός άμεσου μηνύματος». Ο ίδιος θυμίζει ότι στην πρώτη γραφή του, το 1805, ο Μπετόβεν αναφερόταν στις μαζικές εκτελέσεις φιλελευθέρων και δημοκρατικών στην Αυστρία του 1793 και στις εκατοντάδες των συμπατριωτών του που σάπιζαν κλεισμένοι σε διάφορα φρούρια, όπως στο περίφημο φρούριο του Olmόtz: σε γεγονότα τα οποία, 23 χρόνων τότε, είχε ζήσει ο ίδιος ο συνθέτης…
«Η Λεονόρα δεν είναι μόνο σύμβολο συζυγικής αγάπης και συζυγικής αφοσιώσεως, αλλά και σύμβολο ελευθερίας» σχολιάζει ο Μαργαρίτης, επισημαίνοντας πως, ως προς το δεύτερο αυτό σημείο του συμβολισμού, το λιμπρέτο της όπερας είναι ως επί το πλείστον υπαινικτικό, λόγω της αυστηρής λογοκρισίας. Ωστόσο οι έλληνες θεατές έπιασαν σωστά την ουσία του έργου που δόθηκε υπό τη διεύθυνση του επιστρατευμένου αντιχιτλερικού αρχιμουσικού Χανς Χέρνερ.
«Η Μαρία Καλογεροπούλου» γράφει και πάλι ο Μαργαρίτης «που είχε ιδιαίτερα κινήσει την προσοχή του μουσικού κόσμου των Αθηνών, ερμήνευσε και τραγούδησε τον ρόλο της Λεονόρας με μεγάλο παλμό. Ιδίως συγκλονιστική ήταν στην 6η σκηνή της Α’ πράξεως, στο ρετσιτατίβο και στην άρια (τον αριθμό 9), «Αποτρόπαιο Τέρας! Πού πηγαίνεις τόσο βιαστικά;..», προπαρασκευαστική για την ένατη σκηνή, την πρώτη δηλαδή έξοδο των φυλακισμένων. Η θέα των αλυσοδεμένων ανθρώπων, που έβγαιναν σιωπηλοί, δυο δυο, τρεις τρεις, από την καγκελόπορτα της φυλακής στην αυλή, με την υποβλητική συνοδεία του πρελούντιου της ορχήστρας, σκόρπισε ένα δέος στο ακροατήριο, κι ένας διάχυτος ψίθυρος ακούστηκε. Κι όταν τέλειωσε και το χορωδιακό τραγούδι «Τι ευχαρίστηση να αναπνέει κανείς ελεύθερα στο ύπαιθρο! Μόνο εδώ είναι η ζωή – η φυλακή είναι τάφος», ακολούθησαν θυελλώδη χειροκροτήματα. Και φυσικά, στην τελική σκηνή της Β’ πράξεως, όπου έχομε την πλήρη απελευθέρωση των φυλακισμένων, έγινε από το ακροατήριο η αποθέωση της Μαρίας Καλογεροπούλου και όλων των συντελεστών της ιστορικής αυτής παραστάσεως».
Η είδηση των εκδηλώσεων αυτών, με το πλατύτερο νόημά τους, απλώθηκε σε λίγες ώρες σε όλη την Αθήνα «και προστέθηκε στα όσα αισιόδοξα συνέβαιναν εκείνες τις μέρες, που σήμαιναν το τέλος της εθνικοσοσιαλιστικής τυραννίας…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ