Τους λόγους της στασιμότητας που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στο Ελληνικό Χρηματιστήριο μετά την εκτίναξη του δείκτη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, επιχειρεί να αναλύσει η ελβετική Neue Zürcher Zeitung.
Σχολιάζοντας την κατάσταση στην ελληνική χρηματαγορά η Neue Zürcher Zeitung επισημαίνει ότι η ανοδική πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου «(…) ξεκίνησε αμέσως μετά τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης τον Απρίλιο, η οποία δρομολόγησε την τελική συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές της. Οι ανατιμήσεις στην ελληνική χρηματαγορά αποδίδονται ως επί το πλείστον στο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, οι οποίοι ερμήνευσαν τη συμφωνία (…) ως απόδειξη ότι η μέχρι πρότινος ακροαριστερή κυβέρνηση στην Αθήνα αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του οικονομικού ρεαλισμού».
Ο ρόλος του QE και των κόκκινων δανείων
Όπως σημειώνει η ΝΖΖ, «πράγματι, ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φαίνεται πως προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να ολοκληρωθεί όντως το καλοκαίρι του 2018 επιτυχώς το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης. Στόχος να είναι η Ελλάδα μέχρι τότε σε θέση να καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές χωρίς έξωθεν βοήθεια. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση το έκανε η Ελλάδα στις 24 Ιουλίου με την επιτυχή έκδοση 5ετούς ομολόγου. Το Χρηματιστήριο Αθηνών είχε προκαταλάβει αυτή την εξέλιξη: στις 17 Ιουλίου ο γενικός δείκτης είχε φτάσει στο υψηλό των 858,08 μονάδων ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν στο 5,21%, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009. Έκτοτε όμως η ελληνική χρηματαγορά δεν φαίνεται να είναι σε θέση να κεφαλαιοποιεί τις καλές ειδήσεις, όπως την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στις 18 Αυγούστου (…). Από τις 24 Ιουλίου (…) οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί κατά 30 μονάδες βάσεις στο 5,5% ενώ το Χρηματιστήριο κινείται τις 835 μονάδες».
Σύμφωνα με την ελβετική εφημερίδα, «υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι΄ αυτή τη στάση αναμονής: αφενός η συμφωνία του Ιουνίου δεν ήταν επαρκής για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE της ΕΚΤ. Αφετέρου οι τράπεζες, οι οποίες έπαιζαν παραδοσιακά ηγετικό ρόλο στο χρηματιστήριο, δεν έχουν λύσει ακόμη τα προβλήματά τους με τα κόκκινα δάνεια. Μολονότι οι τράπεζες είδαν τις τιμές των μετοχών τους να αυξάνονται σημαντικά από τις αρχές του έτους (έως 30%), δεν υπαγορεύουν πλέον τις εξελίξεις στο χρηματιστήριο. Επιπλέον οι επενδυτές δεν έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Σε περίπτωση όμως που ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο γρήγορα η τρίτη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος, η εικόνα αυτή θα μπορούσε να αλλάξει άρδην».
Η αξιοπιστία είναι το πρόβλημα του Σουλτς
Κυρίαρχο θέμα στα σχόλια του γερμανικού τύπου είναι οι επικείμενες ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία.
Η Süddeutsche Zeitung αναφέρει: «Το ότι ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών Σουλτς και το κόμμα του δεν τα πάνε και τόσο καλά, αποδίδεται συχνά στο ότι η Μέρκελ αποφεύγει την ευθεία αντιπαράθεση ή ότι η καγκελάριος ‘υπνωτίζει’ τους ψηφοφόρους. Το τελευταίο συνιστά ουσιαστικά προσβολή των ψηφοφόρων, διότι υπονοεί ότι οι πολίτες είναι είτε πολύ χαζοί, είτε πολύ τεμπέληδες για να ασχοληθούν με την πολιτική. Όποιος δεν θέλει, δεν επιτρέπει να τον υπνωτίζουν. Πολλοί από εκείνους που θέλουν την Μέρκελ να παραμείνει καγκελάριος δεν το κάνουν επειδή τους έχει υπνωτίσει, αλλά επειδή εμπιστεύονται τη Μέρκελ περισσότερο από τον Μάρτιν Σουλτς. Αυτό είναι το πρόβλημα του Σουλτς και όχι πόσα τηλεοπτικά ντιμπέιτ θα γίνουν».
Για το ίδιο θέμα η Welt γράφει: «(…) Το 80% των Γερμανών αξιολογούν την κατάστασή τους θετικά, η ανεργία υποχωρεί σε επίπεδα ρεκόρ και η ανάπτυξη έχει ανοδική τροχιά. Παρά τις κρίσεις και τις βαθιές αλλαγές η Γερμανία διανύει μια από τις καλύτερες περιόδους. Το δίλημμα των Σοσιαλδημοκρατών στον προεκλογικό αγώνα είναι το εξής: προσπαθεί να σπείρει δυσαρέσκεια αντί να αναδείξει πώς μπορεί να μεγαλώσει η ικανοποίηση των πολιτών. Τώρα το SPD επιστρατεύει τον κοινωνικό φθόνο: ο Σουλτς είπε ότι είναι πιο κοντά στον οδηγό ενός Golf παρά στον παίκτη γκολφ. Ο φθόνος και ο φόβος όμως (…) δεν είναι νέα φαινόμενα».
Κώστας Συμεωνίδης