Οι αποδόσεις των ιταλικών κρατικών ομολόγων διευρύνθηκαν έναντι των γερμανικών (οι τιμές τους υποχώρησαν) μετά τις αναφορές για παράλληλο νόμισμα εν όψει των εκλογών του 2018. Οι πωλήσεις των ομολόγων της γείτονος ήταν απόρροια των δηλώσεων του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος ηγείται του κεντροδεξιού κόμματος Forza Italia, που φανέρωσε την υποστήριξή του στην εισαγωγή ενός παράλληλου νομίσματος. Ο κ. Μπερλουσκόνι ανέφερε ότι η πρόταση δύο νομισμάτων (ενός εθνικού για τις εσωτερικές συναλλαγές και ενός άλλου, κοινού, για τις διεθνείς συναλλαγές) αναφέρεται σε μια πραγματικότητα ουσιαστικά παρόμοια με εκείνη που υπήρχε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, με τη λιρέτα και το ECU, για μερική επανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας του κράτους.
Αναλυτές είπαν ότι τέτοιες ιδέες προσελκύουν όλο και περισσότερο την προσοχή της κοινής γνώμης καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει κοινό έδαφος με άλλες πολιτικές παρατάξεις όπως της αντιμεταναστευτικής «Λίγκας του Βορρά» και της δεξιάς «Αδελφοί της Ιταλίας». Καθώς σύμφωνα με αναλυτές μεγάλο μέρος των ιταλών ψηφοφόρων αυτή τη στιγμή υποστηρίζει κόμματα με αντιευρωπαϊκή στάση, τέτοιες φωνές αυξάνουν τους φόβους σχετικά με τον αντίκτυπο στο σύνολο της ευρωζώνης.
Η πρόταση για ένα είδος IOU που θα χρησιμοποιηθεί ως εσωτερικό νόμισμα για να πληρώνονται προμηθευτές του κράτους, φόροι, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κ.ά. δεν θα είναι πολύ μακριά από την ιδέα του για παράλληλο νόμισμα θυμίζοντας μερικώς το αποκαλούμενο παράλληλο σύστημα πληρωμών Γιάνη Βαρουφάκη.
Αν πάντως ο τελευταίος προχωρούσε στην έκδοση κουπονιών IOU, αυτά σίγουρα θα ήταν υποδεέστερα του ευρωνομίσματος, ενώ όποιος εισέπραττε IOUs θα προσπαθούσε να τα ξεφορτωθεί το ταχύτερο δυνατόν. Οσο θα διευρυνόταν το πεδίο συναλλαγών που μπορούν να πληρωθούν με IOUs τόσο περισσότερα IOUs θα εκδίδονταν και τόσο θα έχαναν αξία –όπως μία δραχμή που διαρκώς υποτιμάται. Το αποτέλεσμα θα ήταν οικονομικό χάος και ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη.
Για πρώτη φορά πάντως μετά την κρίση χρέους του 2012 για ορισμένους αναλυτές κυριαρχεί αισιοδοξία για το μέλλον της ευρωζώνης. Η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα σημειώνει σημαντική βελτίωση σε βασικές χώρες της ΕΕ, και ειδικά στη Γερμανία και στη Γαλλία. Ωστόσο παραμένει δύσκολη σε πολλές χώρες του Club Med, και ιδίως στην Ιταλία, η οποία αναφέρεται και ως «ασθενής της ευρωζώνης».
Το μεγάλο ερώτημα για τους αναλυτές είναι ποια στάση θα υιοθετήσει τελικά το δίδυμο Μέρκελ – Μακρόν (ή «Merkcron») και το κατά πόσο μπορεί να πετύχει μια προσπάθεια ανανέωσης του ευρωπαϊκού οράματος μετά τις γερμανικές εκλογές.
Καθώς η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ μάλλον δεν θα είναι ξανά υποψήφια το 2022 και, όπως όλοι οι πολιτικοί, επιδιώκει σίγουρα να μείνει στην Ιστορία για τα επιτεύγματά της, ίσως θελήσει να επιταχύνει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από την πλευρά του, ο Μακρόν γνωρίζει ότι αν αποτύχει να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση ως τη λήξη της πενταετούς θητείας του η πιθανότητα να έρθουν στα πράγματα η Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο θα είναι πολύ μεγάλη. Ετσι ορισμένοι αναλυτές καθώς βλέπουν να υπάρχει μια ουσιαστική σύγκλιση συμφερόντων δεν αποκλείουν οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας να επιδιώξουν μελλοντικά τη δημιουργία ενός πραγματικού προϋπολογισμού για την ευρωζώνη που θα λειτουργήσει ως εργαλείο τόνωσης στο ναδίρ της οικονομίας.
HeliosPlus