Λέον Τολστόϊ
Για τον Σαίξπηρ και το δράμα

Εισαγωγή-μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου.
Παράρτημα: Τζορτζ Οργουελ,
«Ο Ληρ, ο Τολστόι και ο τρελός».
Μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής.
Εκδόσεις Ποικίλη Στοά, 2016,
σελ. 183, τιμή 13 ευρώ

Αν την πραγματεία του Τολστόι Για τον Σαίξπηρ και το δράμα την είχε γράψει άλλος, δεν επρόκειτο σήμερα κανείς να ασχοληθεί με αυτήν. Κι άλλοι έχουν βρει ελαττώματα στον Σαίξπηρ. Κανείς τους όμως δεν ήταν Τολστόι. Και ουδείς υπήρξε τόσο κατεδαφιστικός –δυσφημιστικός, θα λέγαμε –όσο ο γίγαντας της Γιασνάγια Πολιάνα. Επιπλέον, όπως τονίζει ο Τζορτζ Οργουελ σε ένα από τα καλύτερα δοκίμιά του, το Ο Ληρ, ο Τολστόι και ο τρελός, ο Τολστόι ήταν και πολύ ικανός δοκιμιογράφος. Γι’ αυτό έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, ειδικά εφέτος, που έχουμε τα 400 χρόνια από τον θάνατο του Σαίξπηρ, όχι μόνον η αμετάφραστη ως τώρα (αν δεν κάνω λάθος) πραγματεία του Τολστόι αλλά και (περισσότερο, κατά τη γνώμη μου) το εξαιρετικό δοκίμιο του Οργουελ που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1947 στο περιοδικό Polemic και ανασκευάζει τα επιχειρήματά της. Σ’ αυτό αξίζει να επιμείνουμε.

«Επιδημική υποβολή»


Ο Τολστόι αναλύει διεξοδικά τον Βασιλιά Ληρ και αποφαίνεται ότι πρόκειται όχι μόνο για υπερτιμημένο αλλά και για κακό έργο –κι ότι αυτό ισχύει για το σύνολο των έργων του Σαίξπηρ. Πολλές από τις δραματουργικές και άλλες ατέλειες που εντοπίζει είναι σωστές, παραδέχεται ο Οργουελ. Αλλά τότε πώς εξηγείται η τεράστια απήχηση του Σαίξπηρ και ο καθολικός θαυμασμός; «Αν ο Σαίξπηρ είναι όλα αυτά που ο Τολστόι απέδειξε ότι είναι», λέει ο Οργουελ, «πώς γίνεται να τον θαυμάζουν όλοι; Προφανώς η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ένα είδος μαζικής ύπνωσης ή «επιδημικής υποβολής»».
Βέβαια, «επιδημική υποβολή» που να διαρκεί για πάνω από τέσσερις αιώνες δεν υπάρχει. Η κριτική πραγματεία του Τολστόι δημοσιεύεται το 1906. Εναν αιώνα και πλέον αργότερα οι αμφισβητήσεις και οι απορριπτικές κρίσεις όσον αφορά τον Σαίξπηρ έχουν σχεδόν ξεχαστεί, όπως και οι εικασίες για το ποιος ακριβώς έγραψε τα έργα του.
Είναι αξιοπρόσεκτο το ότι ενώ ένας κορυφαίος ρώσος συγγραφέας όπως ο Τολστόι «κατεδαφίζει» τον Σαίξπηρ, ένας Ρώσος επίσης θα ήταν εκείνος που το 1964 με τον Αμλετ και το 1971 με τον Βασιλιά Ληρ, ο σκηνοθέτης Γκριγκόρι Κόζιντσεφ, θα μετέφερε εκπληκτικά στον κινηματογράφο τα δύο αυτά έργα. Το πρώτο με έναν ανεπανάληπτο πρωταγωνιστή, τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στον ρόλο του Αμλετ, και το δεύτερο με έναν επίσης ανεπανάληπτο ηθοποιό στον ρόλο του Ληρ, τον Γιούρι Γιάρβετ. Καμία άλλη κινηματογραφική μεταφορά των δύο έργων δεν μπορεί να συγκριθεί με τις παραπάνω ταινίες, που αναδεικνύουν διά του κινηματογράφου, ενός πολύ νεότερου μέσου, δύο μείζονα θέματα τα οποία κανείς μετά τους έλληνες τραγικούς δεν τα ανέδειξε με τη δύναμη και την ασύγκριτη ποιητικότητα του Σαίξπηρ: της εξουσίας και της αμφιβολίας. Κατά τον Οργουελ, τον Σαίξπηρ «μπορεί να μην τον θυμόμασταν καν ως συγγραφέα αν δεν ήταν επίσης ποιητής».
Αλληγορική γλώσσα και ποιητικότητα


Η «ποιητικότητα» είναι κάτι που εύλογα θα το θεωρούσε δευτερεύον ένας ρεαλιστής όπως ο Τολστόι. Η αλληγορική γλώσσα η οποία κυριαρχεί σε πολλά έργα του Σαίξπηρ αποτελεί βασικό γνώρισμα της ποιητικής του και ορίζει σε μεγάλο βαθμό το είδος των χαρακτήρων που κατά περίπτωση επινοεί, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον «τρελό» στον Βασιλιά Ληρ. Αλλά κατά τον Τολστόι σε όλο το έργο του απουσιάζουν οι «απλοί, φυσικοί και βαθιά συγκινητικοί χαρακτήρες». Παρά τον θαυμασμό –λόγω «επιδημικής υποβολής» –για τους χαρακτήρες του, ο Σαίξπηρ δεν ξέρει να δημιουργεί χαρακτήρες, ισχυρίζεται. Με άλλα λόγια, τους επινοεί χάριν εντυπωσιασμού. Τα όσα λένε είναι «περιττά και αταίριαστα» και ο Βάρδος δεν διαθέτει «την αίσθηση του μέτρου». Βεβαίως το εύρημα του τρελού, που διακωμωδεί ο Τολστόι, δεν είναι «τρικ» αλλά απόδειξη της μεγαλειώδους χρήσης της αλληγορικής γλώσσας από τον Βάρδο.
Τολστόι – Ληρ: βίοι παράλληλοι
Θα μπορούσαμε να σταχυολογήσουμε πολλά. Ο Οργουελ υποβάλλει όμως το πραγματικό ερώτημα: το θέμα δεν είναι τόσο το ποια επιχειρήματα επιστρατεύει ο Τολστόι, αλλά για ποιον λόγο έγραψε αυτή την πραγματεία. Και ειδικότερα: γιατί το μεγαλύτερο μέρος της αναλώνεται στην ανάλυση του Βασιλιά Ληρ. Λέει λοιπόν χαρακτηριστικά: «Ομως δεν μοιάζει περιέργως αυτή η ιστορία με την ιστορία του ίδιου του Τολστόι; Υπάρχει μια γενική ομοιότητα που δεν μπορεί κανείς να μην τη δει, γιατί το πιο εντυπωσιακό γεγονός στη ζωή του Τολστόι, όπως και στου Ληρ, ήταν μια τεράστια και περιττή πράξη απάρνησης. Σε προχωρημένη ηλικία ο Τολστόι απαρνήθηκε την περιουσία του, τον τίτλο του και τα συγγραφικά του δικαιώματα και έκανε μια ειλικρινή –αν και αποτυχημένηπροσπάθεια να ξεφύγει από την προνομιούχο θέση του και να ζήσει τη ζωή ενός χωρικού. Ομως η βαθύτερη ομοιότητα έγκειται στο γεγονός ότι ο Τολστόι, όπως και ο Ληρ, έκανε αυτό που έκανε παρακινημένος από λάθος κίνητρα».
Η πραγματεία του Τολστόι και το δοκίμιο του Οργουελ έχουν μεταφραστεί θαυμάσια από την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου και τον Γιώργο Μπαρουξή, αντίστοιχα. Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου δίνει στην εισαγωγή της ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την επίδραση του Σαίξπηρ στη ρωσική λογοτεχνία. Οι συγκρίσεις της όμως των απόψεων του Οργουελ με εκείνες του Τολστόι είναι ατυχείς. Δεν έχουμε αντιπαράθεση θέσεων, όπως ισχυρίζεται. Το δοκίμιο του Οργουελ συνιστά εντυπωσιακή κριτική ανάγνωση της κατεδαφιστικής πραγματείας του Τολστόι, κριτική της κριτικής δηλαδή. Και φυσικά ο Οργουελ θαυμάζει τον Τολστόι –δεν του αρνείται τα «δίκια» του. Την ουσία της κριτικής του τη συνοψίζει η κατάληξη του δοκιμίου του: Ο Τολστόι, γράφει, «έστρεψε όλες τις δυνάμεις του σαν τα πυροβόλα ενός θωρηκτού που βάλλουν ταυτόχρονα. Και με ποιο αποτέλεσμα; Σαράντα χρόνια αργότερα ο Σαίξπηρ εξακολουθεί να είναι τελείως ανεπηρέαστος, και δεν απομένει τίποτα από αυτή την προσπάθεια συντριβής του πέρα από τις κιτρινισμένες σελίδες μιας πραγματείας που δεν έχει διαβάσει σχεδόν κανείς, και η οποία θα είχε ξεχαστεί εντελώς αν ο Τολστόι δεν ήταν επίσης ο συγγραφέας των «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Αννα Καρένινα»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ