Ηταν χαριτωμένος και διασκεδαστικός. Ηταν όμως και ματαιόδοξος και ατομιστής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις συμπεριφερόταν με ανεξήγητη σκληρότητα. Αυτά και άλλα παρόμοια έχουν ειπωθεί για τον Μπρους Τσάτουιν, το ομορφόπαιδο που μυθοποιήθηκε, όχι μόνον όσο ζούσε αλλά και επί μια δεκαετία και πλέον μετά τον θάνατό του από AIDS, το 1989 στα 49 του χρόνια. Ο μύθος του επιβιώνει και σήμερα που η ταξιδιογραφία γνωρίζει νέα άνθηση –και σε αυτό η συμβολή του Τσάτουιν, ο οποίος εν τούτοις απέρριπτε τον όρο ταξιδιωτική λογοτεχνία, υπήρξε τεράστια.
Η ζωή και το έργο του είναι η μεγαλύτερη διάψευση του μοντερνιστικού δόγματος ότι ο συγγραφέας δεν έχει βιογραφία. Ο Τσάτουιν ακόμη και την αρρώστια που τον οδήγησε στον θάνατο τη μυθοποίησε, ισχυριζόμενος σε μια συνέντευξή του το 1987 ότι είχε προσβληθεί στην Κίνα από μια σπάνια ασθένεια που την είχε προκαλέσει ένας μύκητας.
Εξι βιβλία πρόλαβε να εκδώσει όσο ζούσε εκείνος ο νομάς: τρία μυθιστορήματα, δύο ταξιδιωτικά και μια συλλογή από δοκίμια, ρεπορτάζ και πέντε «διηγήματα» (όπως τα θεωρούσε) με τίτλο Τι κάνω εγώ εδώ, που τον δανείστηκε από έναν άλλο νομάδα, του 19ου αιώνα: τον Ρεμπό. Μπορεί κανείς εύκολα να προβεί σε συγκρίσεις και παραλληλισμούς, αλλά οι ομοιότητες φθάνουν ως ένα σημείο. Διότι κατά την κοινοτοπία όλοι οι συγγραφείς μπορεί να έχουν σκεφτεί τουλάχιστον μία φορά να παρατήσουν τη λογοτεχνία –όμως ο Ρεμπό είναι ο μόνος που την εγκατέλειψε. Ο Τσάτουιν εντούτοις, όσο κι αν θεωρούσε τον Ρεμπό «αδελφή ψυχή», ως συγγραφέας υπήρξε ο αντίποδας του τρομερού παιδιού της γαλλικής ποίησης. Ο Τσάτουιν φεύγοντας «απέδρασε» από την Αγγλία, ενώ ο Ρεμπό από τη λογοτεχνία, την οποίαν ο πρώτος δεν εγκατέλειψε ποτέ. Με τον θάνατό του ο βίος του θεωρήθηκε από αρκετούς εντυπωσιακότερος του έργου του, ενδεχομένως επειδή κι ο ίδιος επεδίωκε να συναντήσει και να μεταγράψει το «θαυμαστό», όπως έλεγε, το άγνωστο δηλαδή, ή, αν θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, να το μετατρέψει σε έναν μύθο που να περιέχει την αλήθεια και το ψέμα, γιατί τον κόσμο που ανακαλύπτουμε, ταυτοχρόνως τον επινοούμε.
Κάποιοι είπαν πως ο Τσάτουιν ήταν «γεννημένος ψεύτης» αλλά και «δημοσιογράφος από κούνια» –μολονότι ο ίδιος τα απέρριπτε και τα δύο, όπως δεν δεχόταν ότι υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ταξιδιογραφία και την καθαρή μυθοπλασία. Αυτό βεβαίως ισχύει πρωτίστως για τα δικά του κείμενα. Οσο για τη δημοσιογραφική πλευρά, αν και δεν θεωρούσε τον εαυτό του δημοσιογράφο, τα πραγματικά περιστατικά τον διαψεύδουν. Ο Τσάτουιν προτού πάει στην Παταγωνία το 1974, όπου έμεινε επί έξι μήνες κι εξέδωσε κατόπιν το Στην Παταγωνία, το βιβλίο που θα τον έκανε διάσημο εν μιά νυκτί, θήτευσε για ένα διάστημα στο επάγγελμα ως συντάκτης και ρεπόρτερ του περιοδικού των Sunday Times.
Το ταξίδι στην Παταγωνία δεν ήταν το πρώτο του εξωτικό, ας πούμε, ταξίδι. Προηγήθηκαν ταξίδια στο Πακιστάν, στον Νίγηρα, στη Δαχομέη και στη Ρωσία για τα οποία είχε γράψει νωρίτερα στα δημοσιογραφικά του κείμενα, όπου επιχειρούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Στη Ρωσία συνάντησε τη Ναντέζντα Μαντελστάμ, χήρα του κορυφαίου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ που πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Βλαδιβοστόκ το 1938. Και αν κανείς διαβάσει τα όσα έγραψε για αυτήν παράλληλα με τη νεκρολογία της από τον Γιόζεφ Μπρόντσκι, θα βρει πολύ ενδιαφέρουσες ομοιότητες. Εκείνος ο ταγμένος της περιπέτειας και των ταξιδιών, είχε δυο σπουδαία προτερήματα: διεισδυτική ματιά και ασύγκριτη αίσθηση της λεπτομέρειας.
«Φεύγω για Παταγωνία»


Τα πρώτα ταξίδια του Τσάτουιν ήταν σαν να προετοίμαζαν την αναχώρησή του για την Παταγωνία και για το πρώτο βιβλίο του, που ανήκει πλέον στα κλασικά της παγκόσμιας ταξιδιογραφίας. Προτού ξεκινήσει μάλιστα, έστειλε στους Sunday Times ένα τηλεγράφημα με τη φράση που έμεινε ιστορική: «Φεύγω για Παταγωνία».
Η σημερινή Παταγωνία διαφέρει κατά πολύ από αυτήν που περιγράφει ο Τσάτουιν. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι με το βιβλίο του, που πουλιέται σε όλα τα κιόσκια της περιοχής, από το βορειότερο ως το νοτιότερο άκρο της, τη Γη του Πυρός, άνοιξε ο δρόμος για τον τουρισμό που εισέβαλε και σε αυτό το για αιώνες ξεχασμένο τμήμα του κόσμου. Οσοι επίδοξοι ταξιδιογράφοι πήγαν εκεί για να ανακαλύψουν μια Παταγωνία όπως την περιγράφει, απογοητεύτηκαν. Τα «πατήματα» του συγγραφέα βρίσκονται στο βιβλίο του –όχι πλέον στον πραγματικό τόπο. Και τους χαρακτήρες που παρελαύνουν στην αφήγησή του τους «έφαγε» ο τουρισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Παταγωνία έχουν αγοράσει μεγάλες εκτάσεις αρκετές διασημότητες, όπως λ.χ. ο Σιλβέστερ Σταλόνε. Σήμερα μάλιστα ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης της περιοχής είναι ο Λουτσιάνο Μπένετον, «αυτοκράτωρ» της πασίγνωστης εταιρείας ενδυμάτων.
Αλλά για τι σπουδαίο βιβλίο μιλούμε! Είναι δυνατόν να τον διαβάζεις όταν γράφει πως η ιστορία του Μπουένος Αϊρες βρίσκεται στον τηλεφωνικό του κατάλογο ή ότι η πόλη του Μπόρχες του θύμιζε τη Ρωσία και να μην αναρωτιέσαι: «μα τι λέει τώρα;». Κι όμως, αυτά και πολλά παρόμοια στα βιβλία του φαντάζουν τόσο αληθοφανή, ακόμη και για όσους αναγνώστες έχουν επισκεφθεί τα μέρη για τα οποία γράφει, που τους αφήνουν κατάπληκτους.
Το Στην Παταγωνία αποτελείται από 97 σύντομα ενάριθμα τμήματα (βινιέτες), μερικά από τα οποία δεν ξεπερνούν τη μία παράγραφο. Ο Τσάτουιν έλεγε πως εκεί βρήκε το άρωμα των παιδικών του χρόνων. Ο αναγνώστης όμως ανακαλύπτει μιαν «αυλή των θαυμάτων» σταματημένη στον χώρο και τον χρόνο –αν και δεν λείπουν οι αναφορές στα όσα υπέστησαν οι κάτοικοι κατά καιρούς από τα καθεστώτα της Αργεντινής και της Χιλής.
Ο Τσάτουιν έφθασε στην Παταγωνία τον Δεκέμβριο του 1974, πέντε μήνες μετά τον θάνατο του δικτάτορα της Αργεντινής Χουάν Περόν. Εκεί ανακάλυψε έναν κόσμο ερήμην, μια ξεχασμένη Ατλαντίδα που την κατοικούσαν τυχοδιώκτες, ξέμπαρκοι, γέροι Ινδιάνοι, βοσκοί, μπάρμεν, ευαγγελιστές, κατάλοιπα της τσαρικής Ρωσίας –μια κοινωνία που αναγόταν πέρα και πάνω από το αφιλόξενο τοπίο και εισερχόταν στον μαγικό τόπο της φαντασίας του μεταμορφώνοντάς τον και καθιστώντας τον πραγματικό. Τον οικειοποιήθηκε και τον περιέγραψε με εξαίσιο ύφος καταλήγοντας να πιστέψει πως όλοι έχουμε μέσα μας μια Παταγωνία που πρέπει να την ανακαλύψουμε.
Το βιβλίο, παρά την ανάπτυξη της αφήγησης κατά τμήματα, δεν είναι διόλου αποσπασματικό. Υπάρχει ένα αόρατο νήμα που συνδέει τις ιστορίες, τις περιγραφές των τοπίων, τις ιστορικές αναφορές και τις συγκρίσεις στις οποίες προβαίνει ο Τσάτουιν.
Ο,τι μοιάζει αφοριστικό στην αφήγησή του είναι μια εκ μεταφοράς αυτοβιογραφική διατύπωση, γιατί και η αφορμή του ταξιδιού έχει αυτοβιογραφικό περιεχόμενο. Στο σπίτι της γιαγιάς του υπήρχε ένα μικρό κομμάτι δέρμα με κοκκινωπές τρίχες. Το είχε φέρει στην Αγγλία ένας ναυτικός, εξάδελφος της γιαγιάς. Υποτίθεται ότι ανήκε σε έναν βροντόσαυρο –και ο τόπος των βροντόσαυρων ήταν η Παταγωνία. Ηταν όμως κι ο τόπος του Δαρβίνου που είχε περάσει από εκεί. Με όπλο τη μυθοπλασία ο Τσάτουιν πήγαινε να συναντήσει τη σκιά του Δαρβίνου.
Το να εισέλθει ο συγγραφέας στην Ιστορία μέσω της Γεωγραφίας αποτελεί προϋπόθεση της ταξιδιογραφίας ανά τους αιώνες, όμως εδώ είχαμε κάτι πρωτοποριακό: μια νέα μυθοποίηση, σε εποχή μάλιστα όπου καμιά γωνία του πλανήτη δεν είχε μείνει ανεξερεύνητη. Και ο Τσάτουιν την επέτυχε μέσω ενός απαράμιλλου ύφους το οποίο στα χρόνια που ακολούθησαν επιχείρησαν να το μιμηθούν πολλοί. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Στον Τσάτουιν δεν υπάρχει σύστημα ή συνταγή, ούτε εδώ ούτε στα άλλα του βιβλία. Καταγράφοντας ένα πλήθος ιστοριών συνθέτει σε τελική ανάλυση τη δική του, τη μία, ενιαία αλλά και πολύπλευρη ιστορία. Και δεν τον ενοχλούσε που όλοι από τότε και στο εξής θα τον αντιμετώπιζαν ως ήρωα του εαυτού του, θα έλεγα μάλιστα ότι το επεδίωκε κιόλας, λέγοντας πως ψάχνει για το «θαυμαστό» αλλά στην ουσία πηγαίνοντας πέρα από την αλήθεια και το ψέμα στο νόημα που τα υπερβαίνει. Κι αν «αδελφή ψυχή» θεωρούσε τον Ρεμπό, εκείνος που τον είχε γοητεύσει και που τον θαύμαζε απεριόριστα ήταν ένας κατ’ εξοχήν ήρωας του εαυτού του, ο Αντρέ Μαλρό, όπως διαπιστώνει κανείς από τη συνέντευξη που του πήρε το 1974.
Ο εξοικειωμένος με το έργο και των δύο αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να διακρίνει την επίδραση που άσκησε στον Τσάτουιν το θεμελιώδες Φανταστικό μουσείο του Μαλρό. Αλλωστε η ικανότητα αμφοτέρων να διακρίνουν αμέσως τα σπουδαία έργα τέχνης ήταν μοναδική.
Ο Μαλρό «μύριζε την καλή ζωγραφική και με τα δυο του ρουθούνια» όπως έλεγε ο Ζορζ Μπρακ. Ο Τσάτουιν, που προσελήφθη στα 19 του χρόνια ως κλητήρας στον Σόθμπι, είχε καταφέρει σε ελάχιστο χρόνο να γίνει ειδικός στα έργα τέχνης και να τα αξιολογεί κατά τρόπο που προκαλούσε τον θαυμασμό των πάντων ή με προκλητική αυθάδεια, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Το 1966 είχε γίνει διευθυντής του οίκου. Και ήταν μόνον 26 ετών. Οι εμπειρίες του από εκείνη την εποχή επέδρασαν αργότερα στο συγγραφικό του έργο, το οποίο, θα λέγαμε, φαντάζει σαν κινούμενη πινακοθήκη από πρόσωπα και τοπία μέσα από τα οποία περνάει κι εκείνος ανακαλύπτοντας στο καθένα και μια προβολή του εαυτού του.
Το νόημα της νομαδικής ζωής


Βιβλίο αιχμής όμως δεν είναι μόνον το Στην Παταγωνία αλλά και τα Μονοπάτια των τραγουδιών, καρπός των εμπειριών που αποκόμισε από ένα ταξίδι στην Κεντρική Αυστραλία, όπου ανακάλυψε την ιστορία και τον πολιτισμό των Αβορίγινων που συνδέονται με την καταγωγή τους μέσα από τα τραγούδια τους, την ύψιστη έκφραση του προφορικού πολιτισμού. Πρόκειται για ταξίδι στους αρχαίους μύθους, μια βαθιά διείσδυση στο νόημα της νομαδικής ζωής και μια επιβεβαίωση της άποψής του ότι το σπίτι του καθενός βρίσκεται οπουδήποτε ή, όπως του είχε πει στο Νεπάλ ένας γηγενής, πως το σπίτι όλων μας είναι ο δρόμος.
Ο Τσάτουιν εδώ προσδίδει στην πεζοπορία ένα σχεδόν θρησκευτικό περιεχόμενο. Οι Αβορίγινες ήταν νομάδες που ζούσαν από το κυνήγι, και οι νομαδικοί λαοί είναι ειρηνικοί, αφού τις διαφορές τους τις επιλύουν με συμφωνίες, δεδομένου ότι θεωρούν τον κόσμο τέλειο εξ ορισμού. Επομένως ούτε επιχειρούν ούτε θέλουν να τον αλλάξουν, όπως οι λαοί των στατικών κοινωνιών που καταφεύγουν σε πολέμους. Τα τραγούδια των Αβορίγινων είναι τα νήματα, οι αόρατοι δρόμοι που τους συνδέουν με τις φυλετικές τους μνήμες –γιατί η μνήμη συνιστά τη μείζονα προϋπόθεση της επιβίωσης.
«Παντού» και «πουθενά»
Ο άνθρωπος που βίωσε και ύμνησε τη νομαδική ζωή θα κατέληγε στο τέλος να αρνηθεί το ταξίδι. Είπε στην τελευταία συνέντευξή του στους New York Times: «Το ταξίδι είναι μια μορφή τυραννίας. Βαρέθηκα να ταξιδεύω. Από εδώ και πέρα δεν θα πάω πουθενά». Αυτό το «πουθενά» όμως ήταν το τέλος. Ο Τσάτουιν θα πέθαινε σε ένα νοσοκομείο της Νίκαιας στη Γαλλία. Είχε εκφράσει την επιθυμία να βαφτιστεί ορθόδοξος αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος.
Καταλυτική επίδραση επί του προκειμένου είχε πάνω του μια επίσκεψή του στο Αγιον Ορος. Η Ελλάδα βεβαίως τον είχε καταγοητεύσει και τη θεωρούσε τόπο πρωταρχικό, όπως θεωρούσε μέντορά του τον μετρ της σύγχρονης ταξιδιογραφίας Πάτρικ Λι Φέρμορ, στο σπίτι του οποίου στην Καρδαμύλη είχε πολλές φορές φιλοξενηθεί.
Η Μεσσηνιακή Μάνη για τον ίδιο ήταν μια άλλη Τοσκάνη, πολύ γοητευτικότερη από την ιταλική, αφού διέθετε θάλασσα. Αυτή θα ήταν και ο τόπος της τελευταίας του κατοικίας κι εκεί θα τερματιζόταν το συναρπαστικό του ταξίδι. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ παρέλαβε την τέφρα του και τη μετέφερε στο κοντινό εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Εκεί μαζί με τη γυναίκα του άνοιξαν έναν μικρό λάκκο στην ανατολική πλευρά του περιβόλου και την εναπόθεσαν χωρίς να βάλουν σταυρό. Το «παντού» του παρελθόντος είχε πλέον αποκτήσει όνομα: Ελλάδα.

«Ηταν δυνατό παιδί ο Μπρους»
έλεγαν οι φίλοι του. Οπως δυνατός ήταν και ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο ακατάβλητος Πάντυ ή «κύριος Μιχάλης» όπως τον αποκαλούσαν οι κάτοικοι της Καρδαμύλης. Για τον Πάτρικ Λι Φέρμορ όμως, τον κορυφαίο ταξιδιογράφο του 20ού αιώνα, την επόμενη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ