Μετρά κάπου τριάντα πέντε χρόνια στο θέατρο ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας που εφέτος δίνει διπλό «παρών» με τον «Συρανό» του Ροστάν και την «Ψύχωση 4.48» της Σάρα Κέιν, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Κύριε Κακλέα, πώς είναι ανάμεσα στον «Συρανό» και στη Σάρα Κέιν;
«Ξέρετε, το ένα σβήνει το άλλο. Είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Για αυτό και δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω δύο έργα με την ίδια ατμόσφαιρα. Βέβαια, ο Συρανό δεν ανήκει στον πρωτογενή τομέα, είναι μια επανάληψη, ενώ το έργο της Σάρα Κέιν γίνεται ως μια περφόρμανς και κινείται μέσα σε έναν χώρο μεγαλύτερης ελευθερίας. Ολο αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δωδεκάωρη καθημερινή πρόβα δεν μου κάνει τον εγκέφαλο κάπως…».
Ωστόσο όταν αλλάζει η Ρωξάνη, αλλάζει και η παράσταση;
«Ναι, και δεν εννοώ εξωτερικά. Ξαναδουλεύεται με έναν δικό της τρόπο. Οταν αλλάζει η Ρωξάνη, αλλάζει και η θερμοκρασία πολλών σκηνών. Παράλληλα μας δίνεται η δυνατότητα να ξανακοιτάξουμε το έργο και είναι αλήθεια ότι βρίσκουμε συνέχεια πολλά στοιχεία».
Πώς προέκυψε αυτή η παράσταση;
«Ηταν το όνειρο ζωής του Βασίλη (σ.σ.: Χαραλαμπόπουλου), από έφηβος ήθελε να τον κάνει. Οταν ήρθε η ώρα, εγώ ήμουν λίγο κρατημένος. Το έβλεπα λίγο σαν ρομαντικό αφήγημα. Οταν όμως μπήκα στα βαθιά νερά του έργου, το κατάλαβα και προχωρήσαμε».
Η συνεργασία σας κρατά πολλά χρόνια πια…
«Ξεκινήσαμε το 2001 στο “Μαγειρεύοντας με τον Ελβις”, στο Διάνα με την Ελένη Ράντου. Μετά τα χρόνια του Διάνα, φτάσαμε στο 2010, όταν εγώ ήθελα να κάνω τη “Λυσιστράτη”. Και φυσικά σκέφτηκα τον Βασίλη. Είναι ένας ταλαντούχος, μεταμορφωτικός ηθοποιός. Δέσαμε. Ενδιαμέσως είχαμε κάνει και τον “Βροχοποιό”. Κλείνουμε δεκαπέντε χρόνια».
Είσαστε φίλοι, κάνετε παρέα;
«Οταν δεν δουλεύουμε μαζί, δεν κάνουμε ιδιαίτερα παρέα. Βρισκόμαστε τόσο πολλές ώρες στη δουλειά, που μετά τι παρέα να κάνεις; Είμαστε κολλητοί συνεργάτες. Ο ένας τροφοδοτεί τον άλλον με τον τρόπο του, με το συναίσθημα, με τις προοπτικές που φέρνει. Εχουμε βάλει στόχους και μου αρέσει που ανεβάζουμε έργα ρεπερτορίου –του χρόνου θα κάνουμε Σαίξπηρ, “Το ημέρωμα της Στρίγκλας”, με τη Μαρία Ναυπλιώτου».
Δεν εμπεριέχει κινδύνους επανάληψης μια «μόνιμη» σχεδόν σχέση;
«Αν σκεφτώ έτσι για τον Βασίλη, τότε τι να πω για τον Μανώλη Παντελιδάκη, με τον οποίο μετράμε γύρω στις 45 σκηνογραφίες. Δημιουργείται μια άτυπη ομάδα, μαζί και με την Εύα Νάθενα, τον Σάκη Μπιρμπίλη, απλώς με τον Βασίλη φαίνεται πιο πολύ γιατί πρωταγωνιστεί. Τέτοιες σχέσεις όταν αρχίσουν και σκουριάζουν πρέπει να διαλύονται. Με τον Βασίλη λοιπόν δεν έχει σκουριάσει. Οφείλει να συνεχίσει, ή καλύτερα να αναπτύσσεται. Κλείνουν βέβαια οι κύκλοι, όπως έκλεισε του Τεχνοχώρου, που κράτησε 22 χρόνια, η συνεργασία μου με την Ελένη Ράντου, μια δεκαετία. Εμένα μου αρέσει να δουλεύω με τους ίδιους ανθρώπους –όπως με την Αννα Βίσση. Οταν κουραστούμε θα σταματήσουμε. Οταν κουράσουμε τον κόσμο θα σταματήσουμε».
Γιατί συγκινεί ακόμη ο Συρανό;
«Είναι ένα έργο με μεγάλη δύναμη, ξεκινώντας από τη ρίμα, στην πραγματικά εξαιρετική μετάφραση της Λουίζας Μητσάκου –λες και έχει γραφτεί στα ελληνικά. Μοιάζει κλασικό αλλά είναι κείμενο ορμής. Ενα ωραίο αφήγημα, ένα ωραίο παραμύθι, ρομαντικό, σκληρό και πικρό, χωρίς να γίνεται μελό».
Πού χωράει η Σάρα Κέιν;
«Προέκυψε από άλλη πόρτα. Το τελευταίο διάστημα έχει δημιουργηθεί μια ανάγκη να φτιαχτεί ένας πυρήνας ηθοποιών να πειραματιστούμε και να δουλέψουμε σε κείμενα άλλου τύπου. Γιατί και εγώ τα τελευταία χρόνια άφησα λίγο τα εναλλακτικά κείμενα. Τον περασμένο χειμώνα κάλεσα νέους ηθοποιούς σε μια άτυπη σχολή, σε συναντήσεις-μαθήματα δωρεάν, για περίπου τρεις μήνες, στο Γκλόρια. Μέσα από αυτά τα παιδιά άρχισε να γεννιέται η επιθυμία παράστασης. Καιρό ήθελα να κάνω έργο της Σάρα Κέιν και φαίνεται πως έφτασε η ώρα, με την ομάδα, τους Citizens Kane».
Μήπως σας παρέσυρε η μόδα γύρω από το όνομά της;
«Μετά τον Μπέκετ, ίσως τον κορυφαίο συγγραφέα μετά τον Σαίξπηρ, η Σάρα Κέιν και κάποιοι άλλοι Εγγλέζοι ταρακούνησαν τα θεατρικά νερά. Είναι μια σπουδαία ποιήτρια. Αν διαχωρίσουμε την ασθένεια από την ποιότητά της, θα βρούμε τον πυρήνα μιας πολύ σπουδαίας θεατρικής συγγραφέως. Δυστυχώς έφυγε στα 28 της. Ευτυχώς πρόλαβε να βάλει την υπογραφή της στο καινούργιο θέατρο, που δεν ορίζει χώρο, τόπο, χρόνο, ρόλους, ούτε ακριβές κείμενο. Σε προκαλεί να πειραματιστείς με έναν επιθετικό τρόπο. “Σας πειράζει η βία που παράγω στη σκηνή και όχι η βία που παράγετε στη ζωή σας;”. Χαίρομαι που ανεβάζω τώρα έργο της, που πέρασε η μόδα της».
Η δική σας παράσταση ξεκινά μεσάνυχτα και διαρκεί οκτώ ώρες… Γιατί;
«Πράγματι. Ανεβάζουμε τη Σάρα Κέιν μέσα από μια πρόταση εμπειρίας, με θέμα τον κόσμο της: Αρχίζει μεσάνυχτα, με δράσεις, μέσα σε μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και σιγά-σιγά οδηγούμαστε στις 4.48. Τότε ακούγονται οι πρώτες φράσεις. Ξέρετε, έχω δύο σκέψεις. Επειδή σκηνοθετώ με αυστηρότητα μέσα σε χρονικό πλαίσιο, όποτε απελευθερώνομαι από τον ζυγό του χρόνου, είμαι στα καλύτερά μου. Οσο για τη νύχτα, η δική μου επιδίωξη είναι ακόμα πιο ακραία. Εγώ δεν θέλω ο θεατής να έρθει να δει την παράσταση. Θέλω να είμαστε μαζί, να ακούει αυτά που έχουμε να πούμε ή να πάρει μέρος, μπορεί και να κοιμηθεί αν θέλει –έχουμε σλίπινγκ μπαγκς. Προ διετίας είχα την εμπειρία μιας 24ωρης παράστασης, και ομολογώ ότι δεν συγκρίνεται με καμία άλλη…».
Είναι ένα είδος πρόκλησης όλο αυτό;
«Πιστεύω ότι πρέπει να προσαρμοζόμαστε, ανάλογα με τους καιρούς που ζούμε, χωρίς να αλλάζουμε τα οράματά μας. Εμένα ως καλλιτέχνη και ως πολίτη, αυτή η κοινωνία στην οποία ζω δεν μου αρέσει. Θέλω να πάω αλλού. Και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με πολιτικά κόμματα όσο με την ίδια τη σύσταση της κοινωνίας. Πιστεύω στην επανάσταση, στην ανατροπή, στη ρήξη. Το πόσο τα πραγματοποιώ εξαρτάται και από τη φάση στην οποία βρίσκομαι. Και όποτε δεν το κάνω, έχω τις ενοχές μου. Αλλά πάντα αναζητώ καταφύγια. Με τα χρόνια η διάθεσή μου γίνεται όλο και πιο ενεργητική σε σχέση με το θέατρο. Δεν βλέπω την έξοδο, βλέπω το πόσο βαθιά μπορώ να πάω στα πράγματα. Λατρεύω τον τρόπο που χειρίστηκε τη θεατρική μαγεία ο Πίτερ Μπρουκ, είναι ένα πρότυπό μου».
Είστε απογοητευμένος σήμερα;
«Ανήκω στους ανθρώπους που δεν πίστεψαν ποτέ στο παραμύθι των δήθεν επαναστάσεων. Είχα πάντα μια ακραία αντίληψη για τη ρήξη. Αρα δεν έχω απογοητευτεί γιατί δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ το όνειρό μου. Πάντα με ενδιέφερε ένα ενδιαφέρον πυροτέχνημα, μια όμορφη καταστροφή, μια “φαντασμαγορία” των ερινύων για να πάμε παραπέρα. Ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται στην πρωτοπορία της γραμμής της ρήξης όσο αντέχει. Δεν είμαστε και όλοι γεννημένοι Τσε Γκεβάρα… Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα υπάρχουν νέα παιδιά που επιδιώκουν και την καλλιτεχνική και την πολιτική ανατροπή, και είμαι μαζί τους».
πότε & πού:
«Συρανό» του Ροστάν: 21 και 22 Ιουνίου, Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη στον Βύρωνα – ακολουθεί περιοδεία.
«Ψύχωση 4.48 – Κοίταξέ με» της Σάρα Κέιν: 8 και 9 Ιουλίου – Πειραιώς 260 Η.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



