Η «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη τάραξε τα νερά την περυσινή καλλιτεχνική περίοδο κερδίζοντας στοίχημα πολλαπλό: του ίδιου του συνθέτη, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αλλά και γενικότερα της εγχώριας, σύγχρονης λυρικής δημιουργίας, η οποία –τα τελευταία αυτά χρόνια της κρίσης ιδιαίτερα –δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να υπερηφανεύεται…
Ο νέος κύκλος παραστάσεων της όπερας σε δύο πράξεις σε ποιητικό κείμενο Γιάννη Σβώλου στην περιστροφική σκηνή της αίθουσας Αλεξάνδρας Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (15, 16, 17 και 20/4) έρχεται με πρόσφατη ακόμη τη συγκίνηση της παγκόσμιας πρεμιέρας του Νοεμβρίου του 2014, γι’ αυτό και η φόρτιση δεν μπορεί παρά να είναι έντονη. Πώς τη βιώνουν άραγε οι ίδιοι οι συντελεστές και κυρίως ο συνθέτης; Τι ήταν για αυτόν τον πρώτο ανέβασμα και ποια η αίσθηση που του δημιούργησε; «Ηταν η πρώτη στιγμή που αυτό το οποίο φαντασιωνόμουν όταν έγραφα τη μουσική άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά» λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης. Και συνεχίζει: «Ενα έργο βασισμένο στο «κοινωνικόν μυθιστόρημα» του Παπαδιαμάντη, ένας ρόλος σύνθετος, ακραίων καταστάσεων. Βρήκε τρόπο να αποτυπωθεί μέσα μου με τη συνδρομή των συνεργατών μου: τη σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη, το σκηνικό του Πέτρου Τουλούδη, των δύο πρωταγωνιστριών που ερμήνευσαν τον ρόλο του τίτλου, της Ειρήνης Τσιρακίδου και της Τζούλιας Σουγλάκου, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους… Ολα αυτά λειτούργησαν σε ένα πλαίσιο εξαιρετικής ερμηνευτικής απόδοσης από τον αρχιμουσικό Βασίλη Χριστόπουλο και άρχισαν να μου αποκαλύπτουν αυτό που είχα φανταστεί μέσα μου».
Μέσα από αυτό το πρίσμα, πώς προσδοκά άραγε τον νέο κύκλο παραστάσεων; «Με στοιχειώνει, περιμένω να δω σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αυτό το οποίο έχει μείνει σε όλους μας ως η ωριμότητα της επανάληψης» λέει ο Γιώργος Κουμεντάκης. Θεωρεί πως εφέτος θα είναι πιο αποκαλυπτικό το σημείο στο οποίο ταυτίζεται το έργο μαζί του. «Ολο αυτό θα κάνει τον κύκλο του όταν αρχίσω να δουλεύω επάνω στη νέα μου όπερα, την οποία έχω ήδη στα σκαριά» ομολογεί, χωρίς όμως να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες. Επιστρέφοντας όμως στη «Φόνισσα», λέει πως ένα σημαντικό κομμάτι για το ίδιο το έργο, ένα νέο κεφάλαιο, θα είναι η δυνατότητά του να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Υπάρχει μια τέτοια προοπτική; «Υπάρχει αλλά θα πρέπει να συντονιστεί» καταλήγει.
Σεβασμός στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη


Το ψυχογράφημα της «Φόνισσας» αναμετράται, στον μουσικό κόσμο του Γιώργου Κουμεντάκη, με τη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη μέσα από τις αναφορές στην ελληνική μουσική παράδοση και με απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο η μουσική δεν επιχειρεί την αναβίωση της εποχής του μυθιστορήματος, αλλά μια «εσωτερική αναβίωση» του ψυχογραφήματος της ίδιας της βασικής ηρωίδας, της Φραγκογιαννούς. Η σύνθεση ακολουθεί κάθε βήμα της «Φόνισσας»: «Αλλοτε εξωτερικεύει τον ψυχισμό της κι άλλοτε βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους, υπόγειους διαδρόμους της ψυχής της. Αλλοτε κοιτάζει τον κόσμο κατάματα και άλλοτε χάνεται στην ονειροπόληση. Είναι στιγμές που νιώθουμε την απέραντη μοναξιά που βιώνει η Φραγκογιαννού και άλλες που ο σαρκασμός αποσυμπιέζει τη φορτισμένη πλοκή».

Ο Γιάννης Σβώλος που υπογράφει το ποιητικό κείμενο συμπύκνωσε την ιστορία της «Φόνισσας» στα ουσιώδη, κρατώντας ατόφιο τον λόγο του Παπαδιαμάντη και διανθίζοντάς τον με παραδοσιακά μοιρολόγια από την Ηπειρο και την Κρήτη. Η δράση της όπερας παρακολουθεί αυτήν του μυθιστορήματος. Πρωταγωνιστεί η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη μεσόκοπη γυναίκα που έχει αναλώσει τη ζωή της υπηρετώντας τους άλλους: γονείς, σύζυγο, παιδιά, εγγόνια. Απαυδισμένη και αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή θέση των γυναικών σε φτωχές, αγροτικές κοινωνίες όπως η δική της, καταλήγει να πιστέψει ότι είναι αποστολή της να απαλλάξει τον κόσμο από τα κορίτσια. Ξεκινά στραγγαλίζοντας τη νεογέννητη εγγονή της και επαναλαμβάνει το φονικό, πνίγοντας και άλλα κορίτσια. Καταδιωκόμενη στα βουνά από τις Αρχές, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να εξομολογηθεί, αλλά χάνεται στη θάλασσα καθώς προσπαθεί να φτάσει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη.
Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη αφήνει τον πρώτο ρόλο στη μουσική, καθοδηγείται από τις «αόρατες υποδείξεις» του παπαδιαμαντικού λόγου και υλοποιεί επί σκηνής τον εφιαλτικό κόσμο της Φραγκογιαννούς, αποδίδοντας με ποιητικό τρόπο το ψυχικό τοπίο της ηρωίδας. Η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στη μεγάλη κλίμακα που επιβάλλει η παρουσία τεσσάρων χορωδιακών σχημάτων και πληθώρας πρωταγωνιστών και στη μικροκλίμακα του εσωτερικού μονολόγου της Φραγκογιαννούς.
Το σκηνικό και τα κοστούμια (σε συνεργασία με την Ιωάννα Τσάμη) του Πέτρου Τουλούδη συνθέτουν έναν σκοτεινό, υπόγειο, ενοχικό και γήινο κόσμο, όπου τα «πάθια» της Φραγκογιαννούς συνομιλούν με την υποβλητική φύση της Σκιάθου. Οι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι φέρνουν τους εφιάλτες της Φόνισσας σε πρώτο πλάνο.
Την ευθύνη του μουσικού μέρους της παραγωγής έχει αναλάβει ο αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ πλαισιώνουν τρεις μουσικοί επί σκηνής (μπαγιάν, σαξόφωνο και κρουστά), καθώς και τέσσερα χορωδιακά σύνολα: η ανδρική χορωδία στο βάθος της σκηνής, σε ρόλο του ισοκράτη, εστιάζει στα δεινά της ανθρώπινης φύσης, ενώ μια πολυπληθής γυναικεία χορωδία λειτουργεί ως καθρέφτης της καθημερινότητας. Μία ακόμη γυναικεία χορωδία, ολιγομελής, με τέσσερις μοιρολογίστρες, ερμηνεύει χορωδιακά που βασίζονται στα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου. Η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ (υπό τη διεύθυνση της Μάτας Κατσούλη) έχει τον ρόλο του παιδικού χορού που τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της Φραγκογιαννούς. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Δίπλα στις δύο πρωταγωνίστριες που ερμηνεύουν τον ρόλο σε διπλή διανομή, εμφανίζονται καταξιωμένοι αλλά και νεότεροι λυρικοί τραγουδιστές.
Από τον Καλομοίρη στον Χατζηαποστόλου


Μια νέα ελληνική όπερα αποτελεί ιδανική αφορμή για μια αναδρομή στην πορεία της εγχώριας δημιουργίας στην Εθνική Λυρική Σκηνή, και δη σε ένα άκρως σημαντικό ορόσημο όπως το σημερινό, με τον οργανισμό να είναι έτοιμος για μια νέα σελίδα στην ιστορία του, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» στο Φάληρο. Η καταγραφή έχει ενδιαφέρον, αρχής γενομένης από τον «Πρωτομάστορα» του Μανόλη Καλομοίρη τον Φεβρουάριο του 1943 στο Βασιλικό Θέατρο –προτού ακόμη η ΕΛΣ γίνει αυτόνομος οργανισμός -, ο οποίος σηματοδότησε το πρώτο ανέβασμα μείζονος έργου της Εθνικής Σχολής γενικά. Η συμμετοχή της νεαρής τότε Κάλλας –ως Μαρίας Καλογεροπούλου – στο ιντερμέδιο σχολιάστηκε θετικά από την κριτική.
Τον Απρίλιο του 1944 η «Ρέα» του Σπυρίδωνος Σαμάρα σηματοδότησε όχι μόνο το πρώτο ανέβασμα μείζονος έργου της Επτανησιακής Σχολής αλλά και την εναρκτήρια παράσταση στη μόνιμη, πλέον, στέγη της ΕΛΣ στα πρώτα «Ολύμπια» υπό τη διεύθυνση του Καλομοίρη. Η πολυτέλεια αλλά και η νεωτερικότητα της αίθουσας των πρώτων «Ολυμπίων», του θεάτρου που σχεδιάστηκε από τον κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα Σταύρο Χρηστίδη στο πνεύμα του παριζιάνικου εκλεκτικισμού, εγκωμιάστηκαν επανειλημμένως από τον Τύπο της εποχής…
Τον Ιούλιο του 1946 η ΕΛΣ παρουσίασε για πρώτη φορά τον θρυλικό «Βαφτιστικό» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, ζώντος του συνθέτη. Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης είχε ο Βάλτερ Πφέφερ, επί δεκαετίες υποστηρικτής της οπερέτας στη Λυρική Σκηνή. Τον Δεκέμβριο του 1949 συναντάμε το πρώτο ανέβασμα από την ΕΛΣ της όπερας του Μανόλη Καλομοίρη «Το δαχτυλίδι της μάνας», σε σκηνοθεσία του ίδιου του συνθέτη, ο οποίος «παραχώρησε» την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης στον γαμπρό του Λεωνίδα Ζώρα. Τον Φεβρουάριο του 1950 έχουμε το πρώτο και μοναδικό ανέβασμα της όπερας του Σακελλαρίδη «Περουζέ» από την ΕΛΣ, ενώ τον Απρίλιο του 1952 συναντάμε το πρώτο πλήρες ανέβασμα της όπερας του Διονυσίου Λαυράγκα «Διδώ».
Η παγκόσμια πρεμιέρα του «Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», της τελευταίας όπερας του Μανόλη Καλομοίρη, έγινε από την ΕΛΣ τον Αύγουστο του 1962 στο Ηρώδειο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα νέα, πλέον, «Ολύμπια» η όπερα «Μάρτυς» του Σπυρίδωνος Σαμάρα. Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1979, παίχτηκε για πρώτη φορά από την ΕΛΣ η περίφημη όπερα του ίδιου συνθέτη «Φλόρα Μιράμπιλις» σε ενορχήστρωση Οδυσσέα Δημητριάδη.

Τον Μάιο του 1985 η ΕΛΣ παρουσίασε για πρώτη φορά τους «Απάχηδες των Αθηνών», τη διασημότερη και δημοφιλέστερη οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου. Εν προκειμένω, επί της ουσίας επανεισήγαγε ένα ξεχασμένο, παρότι δημοφιλέστατο κατά τον Μεσοπόλεμο έργο, το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες επιβίωνε χάρη σε ορισμένα μόνο τραγούδια του, και δη μάλλον διά μέσου της κινηματογραφικής μεταφοράς του. Με την πρεμιέρα των «Απάχηδων» αναβιώνει το δίπολο Σακελλαρίδης -Χατζηαποστόλου ως οι δύο γνωστότεροι συνθέτες του είδους…
Τον Φεβρουάριο του 1987 ανεβαίνει ο «Καρυωτάκης» του Μίκη Θεοδωράκη και τον Απρίλιο του 2002, σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η «Λυσιστράτη» του συνθέτη. Τον Μάρτιο του 1991 ο «Γυρισμός» του Αργύρη Κουνάδη σηματοδοτεί την πρώτη παρουσίαση μιας καινούργιας ελληνικής όπερας από την ΕΛΣ. Το έργο ανέβηκε σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.
Πέντε χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1996, συναντάμε την πρεμιέρα ενός ακόμη νέου ελληνικού έργου στο «Ολύμπια»: ο λόγος για το «Viva la Vida» του Μηνά Αλεξιάδη υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη και σε σκηνοθεσία της Γερμανίδας Ντάγκμαρ Μπίρκε. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1997, καταγράφεται η πρώτη παρουσίαση της όπερας του Περικλή Κούκου «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» σε μουσική διεύθυνση Ηλία Βουδούρη και σκηνοθεσία Γιάννη Καραχισαρίδη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραφε η Λαλούλα Χρυσικοπούλου και τη χορογραφία ο Χάρης Μανταφούνης. Μερικά χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1990, είχε παρουσιαστεί το έργο του ίδιου συνθέτη «Ο Κονρουά και οι κόπιες του» και αργότερα, τον Ιανουάριο του 2000, τα «Χειρόγραφα του Μανουέλ Σαλίνας»
Τα «Ξωτικά νερά» του Μανόλη Καλομοίρη παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή τον Μάιο του 1998 υπό τον Βύρωνα Φιδετζή, με τον Σπύρο Ευαγγελάτο να υπογράφει τη σκηνοθεσία. Οι «Δραπέτες της σκακιέρας» του Γιώργου Κουρουπού παίζονται τον Δεκέμβριο του 1998 και τον Ιανουάριο του 1999 η «Μάσκα του κόκκινου» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου. Τον Απρίλιο του 2001 συναντάμε τους «Δαιμονισμένους» του Χάρη Βρόντου και τον Φεβρουάριο του 2003 καταγράφεται η παγκόσμια πρεμιέρα της τελευταίας όπερας του Ζακύνθιου Παύλου Καρρέρ με τίτλο «Μαραθών – Σαλαμίς». Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης είχε και πάλι ο Βύρων Φιδετζής, η σκηνοθεσία ήταν του Ισίδωρου Σιδέρη ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικόφ. Τον Απρίλιο του 2009 ανεβαίνει στη σκηνή του «Ολύμπια» το έργο του Σταύρου Ξαρχάκου «Συρανό και Ρωξάνη».
Η «Κρητικοπούλα», η άλλοτε δημοφιλής και συχνά παρουσιαζόμενη οπερέτα του Σαμάρα, παίζεται για πρώτη φορά πλήρης από την ΕΛΣ τον Νοέμβριο του 2011, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια. Τον Φεβρουάριο του 2013 παρουσιάζεται στο «Ολύμπια», επίσης για πρώτη φορά ολόκληρη, η «Χαλιμά», αγαπημένη και αυτή, άλλοτε, οπερέτα του Σακελλαρίδη.

πότε & πού:

Η «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη θα παρουσιαστεί από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη) στις 15, 16, 17 και 20 Απριλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ