To 1965 o Carlo Abarth ήταν ήδη 57 ετών. Ευφυής μηχανικός και ακόμη ευφυέστερος «μαρκετίστας», είχε ήδη καταφέρει να καθιερώσει την Abarth, την οποία ίδρυσε το 1949, μεταμορφώνοντας «καθημερινά» μοντέλα της Fiat, και όχι μόνο, σε αγωνιστικά θαύματα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 κέρδιζε πολλά χρήματα διαθέτοντας με τη μορφή ολοκληρωμένων ή μη kit βελτίωσης λίγο από αυτό το θαύμα των «piccole ma cattive» (μικρών αλλά μοχθηρών) δημιουργιών του, όπως τα αποκαλούσε, σε κοινούς θνητούς που δεν αρκούνταν στις επιδόσεις ενός τυπικού αυτοκινήτου της εποχής αλλά και δεν θα μπορούσαν ποτέ να διαβούν την πόρτα του Maranello.
Εχοντας διαβάσει σωστά το πνεύμα της μεταπολεμικής Ιταλίας και του κόσμου ολόκληρου, ο C. Abarth κατέστησε προσβάσιμο το όνειρο των αγωνιστικών επιτευγμάτων της φερώνυμης φίρμας του στο ευρύ κοινό με ιδιαίτερη επιτυχία. Ασχέτως αν το χρέωνε σε διπλάσια τιμή από τον ανταγωνισμό χάρη σε μια παράξενη για την εποχή αντίληψη επιθετικού marketing που είχε στο μυαλό του και η οποία εν έτει 1962 εκτόξευε την τιμή του kit εξάτμισης Abarth, ενός από τα δημοφιλέστερα και πιο «αναγνωρίσιμα» kit βελτίωσης της φίρμας, στις 4.500 λιρέτες όταν το ακριβότερο αντίστοιχο του ανταγωνισμού δεν ξεπερνούσε τις 2.000 λιρέτες.
Αντί ωστόσο να ενδώσει στα θέλγητρα της ιταλικής dolce vita της δεκαετίας του ’60 με τον τρόπο που του επέτρεπε η φήμη του ως καθιερωμένου μηχανικού και επιχειρηματία, αυτός αποδύθηκε σε εξαντλητική δίαιτα που περιελάμβανε σχεδόν μόνο μήλα, με στόχο να χάσει 30 κιλά ώστε να «χωρέσει» στο αγωνιστικό κάθισμα του μονοθέσιου Fiat Abarth 1000 Monoposto.
Και παρ’ όλα τα 57 του χρόνια, κατάφερε όχι μόνο να χωρέσει σε αυτό αλλά και να το οδηγήσει καταρρίπτοντας ένα ακόμη ρεκόρ, εκείνο της επιτάχυνσης στα 400 και στα 500 μέτρα. Οσο για τα μήλα της δίαιτας, τα επέλεξε διότι, όπως έλεγε, του θύμιζαν την πατρίδα του, την Αυστρία, απ’ όπου ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ως οδηγός αγώνων με μοτοσικλέτες κατακτώντας, μάλιστα, πέντε φορές το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Ενας σοβαρός τραυματισμός θα τον κάνει να εγκαταλείψει τους αγώνες με μοτοσικλέτες και να αφοσιωθεί στη σχεδίαση μηχανολογικών εφαρμογών πάντα σε… τροχούς συνεχίζοντας να επιδίδεται σε επικίνδυνα εγχειρήματα, όπως το να επιχειρήσει το 1934 να παραβγεί με το Orient Express από τη Βιέννη ως την Οστάνδη οδηγώντας μοτοσικλέτα με καλάθι το οποίο είχε σχεδιάσει ο ίδιος, σε έναν παράδοξο αγώνα τον οποίο και κέρδισε.
Με την επιμονή που διέκρινε τον sui generis χαρακτήρα του, λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου ο γεννημένος στη Βιέννη Karl Albert Abarth ίδρυσε την ομώνυμη εταιρεία σε ιταλικό έδαφος, επιλέγοντας ως έμβλημά της το ζώδιό του. Στο μεταξύ, είχε ήδη πολιτογραφηθεί Ιταλός, αλλάζοντας το όνομά του σε Carlo Alberto Abarth και ξεκινώντας τη χάραξη μιας νέας τετράτροχης πορείας η οποία έγινε συνώνυμη με τη βελτίωση αυτοκινήτων αλλά και με τη Fiat, στα χέρια της οποίας η εταιρεία του πέρασε, τελικά, το 1971.
H αρχή έγινε με το 204 Α Roadster, το πρώτο δημιούργημα της νεοσύστατης φίρμας, με τον Abarth να παίρνει ένα Fiat 1100 και να το μετατρέπει σε ένα αγωνιστικό τετράτροχο το οποίο επικράτησε στο ιταλικό πρωτάθλημα 1100 Sport αλλά και στη Formula 2. Ακολούθησε μια εποχή φρενήρους μηχανολογικής εξέλιξης και αγωνιστικής δραστηριότητας η οποία καθιέρωσε την ιταλική φίρμα αλλάζοντας παράλληλα την αντίληψη για τα sportscars. Ετσι, ξεκίνησε μια μακρά λίστα βελτιωμένων αυτοκινήτων με αφετηρία ιταλικά μοντέλα παραγωγής ή μη, όπως τα Abarth 850 TC και 1000 TC, τα 595 και 695 και οι σπάνιες εκδόσεις τους SS και Assetto Corsa και μια εξίσου μακρά λίστα από ρεκόρ.
Ενδεικτικά, το 1957 το Abarth 750 Bertone επικράτησε στον 24ωρο αγώνα αντοχής στη Monza καλύπτοντας 3.743 χλμ. με μέση ταχύτητα 155 χλμ./ώρα. Το 1958 ο Carlo Abarth αποφάσισε να συνεργαστεί στενότερα με τη Fiat με αποτέλεσμα έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό επιτυχιών, μεταξύ των οποίων δέκα παγκόσμια ρεκόρ, 133 διεθνή και πάνω από 10.000 νίκες αυτοκινήτων Abarth σε αγωνιστικές διοργανώσεις. Ωστόσο, η ιδιοφυΐα του Abarth δεν έγκειται στις πολυάριθμες αγωνιστικές επιτυχίες που έφεραν οι μηχανολογικές του βελτιώσεις σε αυτοκίνητα της εποχής αλλά στο γεγονός ότι δυνητικά κάθε άνθρωπος μπορούσε να αποκτήσει ένα kit βελτίωσης με την υπογραφή του. Ενδεικτικό είναι επίσης ότι παντός είδους ιστορικά Abarth εξακολουθούν να παρεπιδημούν σε ανάλογους αγώνες ανά τον κόσμο, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης και νοσταλγίας στους γνώστες. Με αυτό το σκεπτικό και για όλους τους παραπάνω λόγους λοιπόν η Fiat ή Fiat Chrysler Automobiles, όπως ονομάζεται πλέον ο όμιλος, αποφάσισε να δει –πιο προσεκτικά αυτή τη φορά –το κεφάλαιο Abarth. Πιο προσεκτικά διότι, αν και στην αρχή της κοινής τους πορείας Abarth και Fiat παρουσίαζαν πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, ο θάνατος του ιδρυτή του «σκορπιού» τον Νοέμβριο του 1979 και η μαζικοποίηση της αυτοκινητοβιομηχανίας οδήγησαν σε «σφάλματα» που τρόπον τινά πρόδωσαν τη μηχανολογική αλλά και επιχειρηματική ευφυΐα του Abarth.
Παρ’ όλα αυτά ο ιταλικός όμιλος φαίνεται να έχει αναγνωρίσει τα λάθη του, στρέφοντας την Abarth αυτή τη φορά προς τη σωστή κατεύθυνση, την οποία και γνωρίζει πολύ καλά, όπως καταδεικνύει η περίπτωση του σύγχρονου 500 Biposto 695. Οπως εξάλλου είχε δηλώσει ο Alfredo Altavilla, ο ιθύνων νους του μοντέλου αλλά και επιχειρησιακός διευθυντής του ομίλου FCA: «…το είχαμε παρατραβήξει με το Punto Abarth. Οι πελάτες μας δεν πρόκειται να ξαναγοράσουν ένα ψεύτικο Abarth, για αυτό και οποιαδήποτε προσθήκη στην γκάμα θα πρέπει να προσφέρει τουλάχιστον μια βελτίωση σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις, ειδάλλως η οποιαδήποτε προσπάθεια θα πάει στράφι».
Στο πλαίσιο του προσανατολισμού της Abarth στη σωστή κατεύθυνση η Fiat εγκαινίασε πρόσφατα και το Abarth Classiche, έναν χώρο 900 τ.μ. στο Mirafiori, δίπλα στις γραμμές παραγωγής των σύγχρονων Abarth, όπου οι ιδιοκτήτες των ιστορικών τετράτροχων θα μπορούν να απευθύνονται για εργασίες ανακατασκευής των Abarth τους αλλά και της λεπτομερούς καταγραφής και πιστοποίησης των μηχανολογικών ιδιαιτεροτήτων τους. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί και έκθεση με αγωνιστικά και μη δημιουργήματα του Abarth και φυσικά πωλητήριο με kit βελτίωσης σε ποσότητα και ποικιλία που θα μπορούσε να αδειάσει εύκολα τις τσέπες και του πιο φειδωλού λάτρη του είδους.
Η κίνηση της Fiat να συγκεντρώσει όλα τα περί Abarth «δαιμόνια» κάτω από την ίδια στέγη μόνο ως θετική μπορεί να εκληφθεί για την περαιτέρω πορεία του ιταλικού σκορπιού. Το επόμενο βήμα έπεται, μιας και οι μηχανικοί της έχουν ήδη στα χέρια τους την ενδιαφέρουσα –από σπορ άποψη –αρχιτεκτονική του Mazda MX-5 με τη μορφή του Fiat 124 Spider για να επιχειρήσουν να αναβιώσουν το πνεύμα του σκορπιού σε όλο του το μεγαλείο, όπως το φαντάστηκε ένας εμμονικός μηχανικός με αδυναμία στα μήλα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



