Η Κέιτ Μπλάνσετ ήταν κατά μία έννοια η «αποκάλυψη» του προηγούμενου Φεστιβάλ των Καννών. Δεν είχε περάσει άλλωστε αρκετός καιρός από τότε που η Αυστραλέζα ηθοποιός είχε ταράξει τα νερά με τη δήλωσή της στο περιοδικό «Variety» που την ήθελε να έχει ζήσει σεξουαλικές εμπειρίες με γυναίκες – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζει τις «ταμπέλες» στη σεξουαλικότητα. Ωστόσο, το γεγονός ότι βρέθηκε στις Κάννες προκειμένου να παρουσιάσει μια ταινία σχετική με τη γυναικεία ομοφυλοφιλία δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο.

Το σενάριο της ταινίας «Carol» του Τοντ Χέινς βασίζεται στο «The price of salt» («Η τιμή του αλατιού»), ένα μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ το οποίο η συγγραφέας εξέδωσε με ψευδώνυμο το 1952. Η ανάγκη για τη χρήση ψευδωνύμου προέκυψε φυσικά από το θέμα του βιβλίου: εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή του, το μυθιστόρημα που αργότερα επανεκδόθηκε ως «Carol» καταπιάνεται με τον ομοφυλοφιλικό έρωτα ανάμεσα σε δύο γυναίκες διαφορετικής γενιάς, οι οποίες προσπαθούν να αναπτύξουν τη σχέση τους κάτω από δύσκολες συνθήκες και σε μια εποχή (δεκαετία του ’50) που ο πουριτανισμός της αμερικανικής κοινωνίας δεν επέτρεπε τέτοιες καταστάσεις. Η ομοφυλοφιλία άλλωστε ήταν απαγορευμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες την περίοδο που εκδόθηκε το βιβλίο.

Όταν λοιπόν στις Κάννες, με αφορμή το θέμα της ταινίας, ζητήθηκε από την Μπλάνσετ (που υποδύεται την Κάρολ δίπλα στην Τερέζ της Ρούνι Μάρα) να αναπτύξει τη δήλωση που είχε κάνει σχετικά με τη σεξουαλικότητά της, η ηθοποιός είπε: «Το σημαντικό δεν είναι αν είχα ή όχι κάποια στιγμή στη ζωή μου σχέση με γυναίκες. Το σημαντικό είναι ότι εν έτει 2015 πρέπει να κάνουμε αυτή την ερώτηση. Γιατί σήμερα κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια; Δεν μου αρέσει καθόλου που σε εβδομήντα τουλάχιστον χώρες του πλανήτη η ομοφυλοφιλία παραμένει παράνομη», για να κερδίσει το θερμό χειροκρότημα του κοινού. «Η ομοφυλοφιλία είναι ακόμα ένα πολύ σοβαρό θέμα και αυτό σημαίνει ότι οι εποχές που ζούμε είναι πολύ συντηρητικές. Όποιος πιστεύει το αντίθετο είναι ανόητος». Επίσης, για τη 46χρονη σήμερα Μπλάνσετ που γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1969 και είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών, «η φύση της δουλειάς του ηθοποιού δεν είναι να μιλάει για την προσωπική ζωή του αλλά να προσπαθεί μέσω της δουλειάς του να ανοίξει το μυαλό των ανθρώπων».

Η Κάρολ βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι της ζωής. Θα πρέπει ή να αρνηθεί τον πραγματικό εαυτό της και να ζήσει μέσα σε μια αφόρητη σύμβαση ή να αγκαλιάσει και να αγαπήσει την Τερέζ. «Είναι ένας άνθρωπος σε κρίση αλλά αυτή η κρίση ταυτότητας δεν είναι μόνο φαινόμενο του παρελθόντος, αφού το βλέπουμε και σήμερα μπροστά μας. Άνθρωποι στα 30 ή τα 40 τους εξακολουθούν να αρνούνται τη σεξουαλικότητά τους και αυτό τελικά μεταλλάσσει την προσωπικότητά τους», είπε η ηθοποιός.

Όσο εύθραυστη και λεπτοκαμωμένη έδειχνε η Μπλάνσετ μέσα στο διάφανο μαύρο τοπ που φορούσε κάτω από ένα πολύ στιλάτο μπουφάν στην αίθουσα των συνεντεύξεων Τύπου του Palais Des Festivals άλλο τόσο σκληρό καρύδι αποδεικνύει συχνά ότι είναι. Θυμάμαι πριν χρόνια, στο ίδιο φεστιβάλ, το Μεξικανό σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου να μου λέει ότι είχε δώσει μάχη για να την πείσει να παίξει στην ταινία του «Βαβέλ» επειδή η Μπλάνσετ αρχικώς «δεν αισθανόταν άνετα με το ρόλο». Και γιατί τελικά δέχτηκε; Διότι αντιλήφθηκε ότι της δινόταν η ευκαιρία να φτιάξει ένα χαρακτήρα αρχίζοντας κυριολεκτικά από το μηδέν. Η φιλοσοφία της: «Είχα μόνο μια σκηνή στη διάθεσή μου ώστε να φτιάξω στοιχειωδώς το παρελθόν της ηρωίδας μου, να εφεύρω κάτι που να συνδέεται με το σώμα που στη συνέχεια αργοπεθαίνει. Αυτό από μόνο του ήταν πρόκληση».

Η αλήθεια είναι ότι η πρόκληση γενικότερα ερεθίζει την Μπλάνσετ που δεσμεύτηκε από πολύ νωρίς με το σχέδιο της μεταφοράς της «Carol» στο σινεμά. Αυτή η αίσθηση εξάλλου ήταν που την οδήγησε για πρώτη φορά στον Τοντ Χέινς για το «I’m nοt there» στο οποίο υποδύθηκε έναν άνδρα, τον Μπομπ Ντίλαν, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα για Όσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου. Η ίδια χαρακτήρισε το ρόλο της στη νέα ταινία «προκλητικό και αμφίσημο» αλλά το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που παραδέχεται ότι βρήκε στο σενάριο, πέρα από το ότι μιλούσε για μια ομοφυλοφιλική ιστορία με happy ending, ήταν το περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. «Εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του ’50, δεν υπήρχαν ταμπέλες που δήλωναν τι είσαι», είπε η Μπλάνσετ. «Ο κόσμος ήταν τόσο διαφορετικός που δεν υπήρχαν καν οι λέξεις “λεσβία” ή “ομοφυλόφιλος”. Δεν υπήρχαν ομάδες. Υπήρχε μόνο απομόνωση. Ήθελα να “δω” τον εαυτό μου εκεί. Και αυτό έκανα».