«Και ξαφνικά, στη μακάρια γη που ξοδεύεται σε ατέλειωτες συζητήσεις μόνο για τα επιφανειακά γεγονότα των ποδοσφαιρικών και πολιτικών πραγμάτων, άρχισε ένας αναβρασμός. Οχι με εκδηλώσεις του μεγέθους των προεκλογικών συγκεντρώσεων. Οχι με αναρχισμό του επιπέδου των συνθημάτων με σπρέι στους τοίχους. Οι συγκεντρώσεις –σε ασφυκτικά γεμάτους χώρους –δεν ξεπερνούσαν τα 1.500 άτομα και η αμφισβήτηση δεν σταματούσε στην αγανάκτηση ή στην πρακτική της διαμαρτυρίας: ο αναβρασμός είχε πια σχήμα και θεωρητική σκέψη. Είχε τον Κορνήλιο Καστοριάδη». Ετσι παρουσίαζε ο θεατρικός κριτικός και δημοσιογράφος Βάιος Παγκουρέλης στο «Βήμα» στις 5 Νοεμβρίου 1980 το αποτέλεσμα μερικών από τις πρώτες διαλέξεις του στην Ελλάδα –ένα γεγονός στον χώρο της σκέψης, μια επίσκεψη που τάραξε τα φιλοσοφικά νερά του τόπου. Στοχαστής που δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, ψυχαναλυτής, οικονομολόγος, πολιτικός θεωρητικός, αρχαιογνώστης, ο Καστοριάδης γνώρισε εν ζωή τον αμέριστο σεβασμό της ευρωπαϊκής διανόησης για την πρώιμη κατεδάφιση του σοβιετικού μοντέλου, την κριτική του στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων της Δύσης, το πρόταγμα της αυτονομίας ως θεμελιώδους κατάστασης μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αναζητώντας σήμερα κανείς τον άνθρωπο Καστοριάδη, αξεδιάλυτα πάντα δεμένο με τη σκέψη του, θα τον βρει στην πρόσφατη βιογραφία του γάλλου ιστορικού Φρανσουά Ντος με τίτλο «Καστοριάδης. Μια ζωή» (εκδ. Πόλις), πιο επίκαιρο ίσως από ποτέ στη συγκυρία μιας γενικευμένης ευρωπαϊκής κρίσης αξιών και ιδεών.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1922, ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα εξαναγκαστεί από τις συνθήκες του αιώνα να γίνει ένα από τα πολλά εκείνα πρόσωπα που θα βρουν τη Γη της Επαγγελίας εκτός Ελλάδας. Αφού αποπειραθεί να αυτοκτονήσει πιάνοντας με βρεγμένα χέρια ένα ηλεκτρικό καλώδιο σε ηλικία έξι ετών γιατί ο πατέρας του τού είχε απαγορεύσει να ξενυχτήσει προκειμένου να ολοκληρώσει τη γραπτή τιμωρία που του είχε επιβληθεί στο σχολείο, θα διαπρέψει στη Νομική στα χρόνια της Κατοχής διασταυρώνοντας λεκτικά το ξίφος του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στις παραδόσεις του τελευταίου. Παράλληλα, σε ένα μοτίβο διαχρονικό στη ζωή του, η γνώση συμβαδίζει με την πολιτική δράση, αρχικά στη νεολαία του ΚΚΕ και, έπειτα από τη γρήγορη διαφωνία του, σε μία από τις τροτσκιστικές ομάδες της εποχής. Εχοντας μπει στο στόχαστρο τόσο των κυβερνητικών όσο και των κομμουνιστών, κρύβεται έως ότου κατορθώνει να διαφύγει πάνω στο θρυλικό πλοίο «Ματαρόα», το οποίο τον Δεκέμβριο του 1945 θα περάσει στην Ιταλία 180 επιβάτες, οι μισοί εκ των οποίων υπότροφοι της γαλλικής κυβέρνησης. Καθ’ οδόν προς το Παρίσι θα βρεθούν σημαντικοί μετέπειτα εκπρόσωποι της φιλοσοφίας, της τέχνης, της Ιστορίας: Κώστας Αξελός, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Κουλεντιανός, Μιμίκα Κρανάκη, Δημήτρης Χωραφάς, Νίκος Σβορώνος, Κορνήλιος Καστοριάδης.
Ο Φρανσουά Ντος παρουσιάζει το Παρίσι της δεκαετίας του ’50 ως τον φυσικό χώρο για ένα πνεύμα σαν τον έλληνα φιλόσοφο. Η πρωτεύουσα, ακόμη, της δυτικής κουλτούρας θα παράσχει στον Καστοριάδη συνομιλητές στο πρόσωπο των Κλοντ Λεφόρ, Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Εντγκάρ Μορέν, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, ιδεολογικούς συνοδοιπόρους μιας Αριστεράς με κριτική σκέψη, επαγγελματική αποκατάσταση στον ΟΟΣΑ ικανή να του επιτρέψει την επικέντρωση στον στοχασμό, συντρόφους πρόθυμες να τον ακολουθήσουν στα μονοπάτια του. Εκκινώντας από αυτές τις τελευταίες (Νέλλη Ανδρικοπούλου, Μιμίκα Κρανάκη, Ρίλκα Βάλτερ, Μάτση Χατζηλαζάρου, Κατρίν Μεΐ, Κενιζέ Μουράντ, Πιερά Ωλανιέ, Ζωή Χριστοφίδη) ανακαλύπτει κανείς ότι οι γυναίκες της ζωής του είναι λεγεώνα. Η απαρίθμησή τους, μάλιστα, ίσως πρέπει να ξεκινήσει από την πρώτη του δασκάλα, Μαξιμίν Πορτάς: ποιος άλλος σύγχρονος φιλόσοφος μπορεί να ισχυριστεί ότι διδάχθηκε σε σχολική ηλικία από κάποια που άλλαξε έπειτα το όνομά της σε Σαβίτρι Ντέβι, έγινε οπαδός του Χίτλερ και διέδιδε ότι είχε διατελέσει ιέρειά του; Οπως και η σχέση του με την πολιτική, οι έρωτες του Καστοριάδη είναι θυελλώδεις και απόλυτοι. Ο πρώτος του γάμος, με την Κατρίν Μεΐ, θα επιβιώσει τρία χρόνια, αν και παραλίγο το διαζύγιο να είναι ακαριαίο, αφού εκείνη θα φλερτάρει με έναν εξάδελφό της την ημέρα του γάμου τους, δίνοντας το έναυσμα για μια εκρηκτική σκηνή ζηλοτυπίας. Απότομη θα είναι και η ρήξη με τη δεύτερη σύζυγό του, την ψυχαναλύτρια Πιερά Ωλανιέ, το 1978: «Της λέει ότι σκοπεύει να περάσει έναν μήνα μαζί της στη Σκόπελο, και τον δεύτερο μήνα διακοπών με κάποιαν «άλλη», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις» γράφει ο Ντος. Εκείνη του δίνει διορία 48 ωρών για να τα μαζέψει, πεπεισμένη ότι θα γυρίσει. Εκείνος φεύγει χωρίς να δώσει σημεία ζωής όλο το καλοκαίρι για να παντρευτεί τελικά τη Ζωή Χριστοφίδη.
Μαρξισµός και διαµάχες


Αφετηρία της πολιτικής και φιλοσοφικής του φήμης είναι ένας αρχικά στενός κύκλος, αυτός του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», το οποίο μεταξύ 1949 και 1967 συνιστά μια ομάδα εξαιρετικά δραστήρια, αν και με μικρή επιρροή, στα αριστερά της γαλλικής Αριστεράς. Εντός της, οι διεισδυτικές αναλύσεις του στον μαρξισμό τον αναδεικνύουν σε κυρίαρχη μορφή –κυρίαρχη τόσο με διανοητικούς όρους όσο και σε επίπεδο προσωπικότητας. «Ο Κορνήλιος ήταν Πλάτων, Σωκράτης, η εξουσία δεν τον ενδιέφερε» έγραφε ο Σεμπαστιάν ντι Ντισμπάκ, μέλος της ομάδας. Στον Ντος άλλοι τον περιέγραφαν ως δεσποτικό, «με συχνές εκρήξεις οργής όταν κάποιος διατύπωνε επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις σε όσα έλεγε. (…) Οι κινήσεις των χεριών του που θύμιζαν πυγμάχο έφερναν σε αμηχανία τον συνομιλητή του». «Σκληρός και άκαμπτος σε δημόσιες παρεμβάσεις», ήταν «ευγενής, αβρός και αξιαγάπητος σε φιλικές συζητήσεις», κατά τον Ζαν-Πιερ Ντυπουί. Ο σημαντικός γάλλος ιστορικός και φίλος του, Μαρσέλ Γκωσέ, τον θεωρεί «υπόδειγμα ανθρώπινης συμπεριφοράς, άψογο από απόψεως συλλογικού πνεύματος, βαθιά δημοκρατικό». Αλλά και οι φοιτητές του στην πασίγνωστη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (EHESS), όπου θα διδάσκει από το 1980, περιγράφουν έναν καθηγητή ανοιχτό σε διαφορετικές θέσεις, πρόθυμο να ακούσει και να συμβάλει ενεργά στη διαμόρφωση των διατριβών τους –έστω και με τη μέθοδο του σοκ, ενίοτε: «Μου είπε ότι τα χειρόγραφά μου ήταν σχεδόν για πέταμα» αφηγείται στον Ντος η Στέλλα Μανέ. Οταν τον ρώτησε το αίτιο της απόρριψης της συνέστησε να προσπαθήσει να το καταλάβει μόνη της. Τρεις μήνες μετά, η νέα μορφή του κειμένου τον βρήκε ικανοποιημένο.
Στο πεδίο της πολιτικής ή της διανοητικής πολεμικής, ωστόσο, η ιδιοσυγκρασία του Καστοριάδη δεν βοηθά στο να συγχωρεί ή να συγχωρείται εύκολα. Από το 1959 ήδη αρχίζει να σκέφτεται κριτικά για τον μαρξισμό. Οι μετασχηματισμοί της σύγχρονης κοινωνίας σημαίνουν για τον ίδιο ότι το προλεταριάτο χάνει τον ρόλο του υποκειμένου της επαναστατικής διαδικασίας, ρόλο που διαχέεται πια σε όλο το κοινωνικό σύνολο. Με το μέτρο των δεκαετιών που θα έρχονταν, αναλύσεις όπως αυτές για τη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης, την προϊούσα απάθειά της ή τη μετατροπή της Σοβιετικής Ενωσης σε «γραφειοκρατικό μόρφωμα» με στρατοκρατικές τάσεις θα αποδεικνύονταν εξαιρετικά διορατικές. Δεν θα πάψει ποτέ να θεωρεί την επανάσταση «αναγκαία», όμως η κριτική του θα διχάσει και, τελικά, θα διασπάσει την ομάδα του «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» –ειρωνικά –έναν μόλις χρόνο πριν από τον Μάη του ’68, την επαναστατική στιγμή που πολλοί στο περιοδικό προσδοκούσαν. Ο Φιλίπ Γκιγιόμ, ιδρυτικό μέλος του σχηματισμού, θα του απευθύνει βαρύτατο κατηγορητήριο: «Η βαριά διαταραχή σου συνίσταται στο να θέλεις να παίζεις σε όλα τα ταμπλό συγχρόνως, και να κερδίζεις. (…) Σύστημά σου είναι η ιδεολογική τρομοκρατία, και πιο συγκεκριμένα η συνεχής αύξηση της δύναμης πυρός σου, δηλαδή του όγκου των γραπτών σου». Ο μεγάλος κοινωνιολόγος Εντγκάρ Μορέν, αντίθετα, τον εκτιμά για τον μοναχικό αγώνα των ιδεών του: «Ενας Γαλάτης με καταγωγή από τη Θεσσαλία, ο Καστοριαδίξ, έτρεψε σε φυγή τις ορδές των Αλτουσέρων και έναν αποτρόπαιο συνασπισμό μαρξίσιων, λενινίσιων και υπαρξίσιων».
Ο Καστοριάδης, ως άλλος Αστερίξ, αντιστέκεται στις φιλοσοφικές μόδες (αποκαλεί τους φιλικά διακείμενους προς τα ΜΜΕ «νέους φιλοσόφους» της τάξης του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί «διασκεδαστές»), στην απάθεια της κυβέρνησης Μιτεράν μπροστά στην επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία από τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι το 1981, στις «γκορμπατσοφικές ψευδαισθήσεις» της περεστρόικα (θα αναθεωρήσει το «λάθος» του μόνο μετά την πτώση του Τείχους), στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991. Τέτοιες επικρίσεις αμφότερων των ψυχροπολεμικών στρατοπέδων δεν χωνεύονται εύκολα –ο σημαίνων μαρξιστής θεωρητικός Νίκος Πουλαντζάς άφηνε να εννοηθεί, σύμφωνα με τον Φρανσουά Ντος, ότι υποπτευόταν ως και σχέσεις του Καστοριάδη με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό λόγω της εργασίας του στον ΟΟΣΑ.
Επαγγελματική στροφή και καθημερινός βίος


Για τον Καστοριάδη όντως αυτό είναι ένα ζήτημα όσο ανεβαίνει επαγγελματικά τις βαθμίδες του Οργανισμού. Διαχωρίζει τις ιδιότητές του, κατά τον Ντος, το γεγονός όμως παραμένει ότι ο ριζοσπάστης επικριτής των ιδεών του δυτικού καπιταλισμού είναι το 1968 διευθυντής του Τμήματος Στατιστικής και Εθνικών Λογαριασμών, υπεύθυνος για τη σύνταξη των ετήσιων εκθέσεων οικονομικής κατάστασης των μελών του ΟΟΣΑ και αποδέκτης μηνιαίων απολαβών 1.132.679 παλιών γαλλικών φράγκων. Ο άσπονδος φίλος του, Κλοντ Λεφόρ, φιλόσοφος και συνιδρυτής του «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», θα τον κατηγορήσει γι’ αυτό σε ιδιωτική του επιστολή: «Ο τρόπος με τον οποίο επωφελείται από αυτήν την κοινωνία, προς την οποία ανερυθρίαστα δηλώνει ότι αισθάνεται ξένος και επομένως του επιτρέπεται να κερδίζει από αυτήν το… βούτυρό του, με ενοχλεί πολύ». Ο Καστοριάδης αισθάνεται, όμως, τον διχασμό της προσωπικότητάς του, αίσθηση που λύεται με την αποχώρησή του από τον ΟΟΣΑ στα τέλη του 1970 και τη στροφή του σε ένα εντελώς νέο εργασιακό αντικείμενο: για τρία χρόνια εκπαιδεύεται προκειμένου να γίνει επαγγελματίας ψυχαναλυτής. Εχοντας πια τη γαλλική υπηκοότητα, ελεύθερος να δημοσιεύει τα πολιτικά κείμενά του χωρίς ψευδώνυμο υπό τον φόβο μιας απέλασης, απομακρυσμένος από τον Μαρξ και κοντύτερα στον Φρόιντ, θα δώσει τα σημαντικότερα έργα του (η περίφημη «Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» εκδίδεται το 1975). Παράλληλα, παίζει στο χρηματιστήριο τα ποσά που εξασφάλισε από τη συμφωνία εξόδου του από τον ΟΟΣΑ. Μη μπορώντας να προβλέψει την πετρελαϊκή κρίση του 1973, τα χάνει όλα, μαζί με ένα μέρος των χρημάτων της τότε συζύγου του, Πιερά Ωλανιέ. Ως έναν βαθμό η ψυχανάλυση δεν θα αποβεί πια μόνο τροφή του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και ανάγκη βιοπορισμού, όπως και η εκλογή του ως διδάσκοντα στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες, το 1980.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Καστοριάδης βυθίζεται ψυχολογικά από την υλική απώλεια. Περνά τα καλοκαίρια του στην Ελλάδα, αγαπά παθιασμένα το κολύμπι, λατρεύει την ανάγνωση και διασκεδάζει με την επιστημονική φαντασία –είναι μάλιστα συνδρομητής σε αγγλόφωνο περιοδικό. Χαίρεται τη ζωή, παίζει πιάνο, διψά για τις συναναστροφές και τη συντροφιά των φίλων. Μια τυπική ημέρα του εκείνη την εποχή ξεκινά κατά τις 10 το πρωί με γυμναστική και συνεχίζεται με δυο-τρεις ώρες αλληλογραφίας και συγγραφής κειμένων προς δημοσίευση, έξι ώρες αφιερωμένες στους ασθενείς που δέχεται ως ψυχαναλυτής, βραδινό φαγητό, ανάγνωση του διεθνούς Τύπου και, αργά τη νύχτα, σκάκι με τον υπολογιστή του. Οταν έχει προσκεκλημένους, συντονίζει τη συζήτηση, παίζει μουσική και παιχνίδια ρόλων μαζί τους. Σε ένα από αυτά ένας φίλος του υποδυόταν τον αστυνομικό που συλλαμβάνει μια άλλη καλεσμένη για ψάρεμα πελατών σε δημόσιο χώρο, σε ένα άλλο το θέμα ήταν η αντίδραση ενός προσώπου που μαθαίνει ότι η/ο σύντροφός του τον/την απατά με τον καλύτερό τους φίλο. «Είχε άπειρα τέτοια σενάρια» σημειώνει ο Ντος.
Η αυτονοµία και η Ελλάδα


Αυτά ήταν τα μικρά σενάρια του βίου. Στα μεγάλα σενάρια του στοχασμού ο Καστοριάδης αναζήτησε ένα αυτόνομο υποκείμενο σε μια αυτόνομη κοινωνία. Καρπός της ώριμης σκέψης του, η έννοια που του χάρισε τον χαρακτηρισμό «φιλόσοφος της αυτονομίας» εμπεριέχει την απόρριψη του γραφειοκρατικού μορφώματος της Σοβιετικής Ενωσης, τις αναζητήσεις του για τη θέσμιση του κοινωνικού συνόλου και την ψυχαναλυτική διερεύνηση της προσωπικότητας –γενικότερα, τη «σχέση ψυχής και πόλεως», κατά τον ίδιο. Τι σημαίνει, όμως, η «αυτοθέσμιση», όπως προτιμούσε; «Ο όρος αυτός δεν σημαίνει τίποτα στα ελληνικά», του λέει σε μια συνάντησή τους που παραθέτει στα «Νέα» της 17ης Αυγούστου 1978 ο Βασίλης Βασιλικός. «Στην ουσία, μου λέει, ότι πρόκειται για την αυτονομία. Με τη διπλή σημασία της έννοιας: αυτο-νομούμαι και αυτο-νομοθετούμαι. Ομως έχει φθαρεί τόσο ο όρος που προτιμώ για τα ελληνικά την «αυτοθέσμιση»». Το απλούστερο ίσως και πιο κατανοητό παράδειγμα της κεντρικής έννοιας της φιλοσοφίας του Καστοριάδη προέρχεται πιθανότατα από τις παραδόσεις του για την αρχαία Ελλάδα στην EHESS: στην αρχαία Αθήνα «αρνούνται να καθορίσουν τους κανόνες της κοινωνικής τους συμβίωσης με βάση εξωκοινωνικά κριτήρια και θέτουν ως μοναδικό αποδεκτό πλαίσιο τον αυτοπεριορισμό τους». Αυτό το πολίτευμα πρέπει να επαναξιολογηθεί ως σπόρος μελλοντικής αυθεντικής δημοκρατίας με τη χρήση των δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας.
Αν η σχέση του με την αρχαία Ελλάδα είναι σχέση έμπνευσης, αυτή με τη νεοελληνική εκδοχή της είναι σχέση επιφυλακτικότητας: εκείνος τη βλέπει σαν μια κατεστραμμένη κοινωνία («κάθε φορά που φτάνω στην Αθήνα νιώθω σαν να έχουν αναγκάσει τη μητέρα μου να κάνει πεζοδρόμιο»), η κοινή γνώμη ενδιαφέρεται μεν για το έργο του, συχνά όμως όπως για αυτό όλων των διακεκριμένων Ελλήνων του εξωτερικού –επειδή τυγχάνει της αναγνώρισης των άλλων. Οι θεσμοί δεν υπήρξαν ποτέ δεκτικοί απέναντί του: το πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, τον αγνόησε ως διδακτικό αντικείμενο παρά τις κατά καιρούς διαλέξεις του, κυρίως σε τμήματα εκτός Αθήνας. Εδώ θα πρόσθετε κανείς ότι η κριτική του Καστοριάδη στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία καταφερόταν ενάντια στη γοητεία των συνθηκών που έβγαζαν τη μεταπολιτευτική Ελλάδα από τη μιζέρια του μετεμφυλιακού κράτους τοποθετώντας τον σε διαφορά φάσης με την πλειονότητα των Ελλήνων. Το να το κάνει αυτό επιπλέον με την ακριβή, αλλά δυσπρόσιτη γλώσσα της φιλοσοφίας ήταν ικανός λόγος να καταταγεί στις τάξεις των «κουλτουριάρηδων». Η ελληνική δεκαετία του ’80 ήταν πολύ ανέμελη για να εισακούσει τον Κορνήλιο Καστοριάδη.
«Ο µεγάλος ύπνος»


«Ζούμε σε μια κοινωνία των lobbies και των hobbies», είναι η φράση που συνοψίζει την κριτική του στη σύγχρονη κοινωνία. Ιδιώτευση, απουσία ηγετικών μορφών, ευρωπαϊκή παρακμή, ιδεολογική ασιτία των κομμάτων, επικράτηση του φθαρτού και του ασήμαντου προϊόντος της εμπορευματοποίησης, απουσία προοπτικής για το μέλλον στη μεταψυχροπολεμική εποχή οδηγούσαν τη Δύση στην αποσύνθεση, σε έναν «μεγάλο ύπνο». Αυτό που διαφοροποιεί την παραπάνω στηλίτευση μιας «ρηχής εποχής» από τα θρηνητικά δοκίμια των λυκειακών εκθέσεων είναι η προτροπή του προς αντίδραση με μέσο την πολιτική. Αντί της παραδοσιολατρείας των κάθε λογής συντηρητικών, ο ίδιος δεν θα πάψει να προτρέπει στην υιοθέτηση μιας αυθεντικής δημοκρατίας επισημαίνοντας τις δυνατότητες που πλέον προσφέρει για κάτι τέτοιο η ανάπτυξη των επικοινωνιών. Αν μέτρο της αξίας ενός διανοούμενου είναι το πώς απομονώνει από το πλήθος των τάσεων του καιρού του εκείνες που τελικά θα καταστούν κυρίαρχες στη συνέχεια διαμορφώνοντας το σχήμα του μέλλοντος, τότε ο Κορνήλιος Καστοριάδης όχι μόνο διέγνωσε ορθά τη μορφή του, αλλά και σε μια εποχή κρίσης των παλαιών πολιτικών, ιδεολογικών, οικονομικών ορθοδοξιών παραμένει απόλυτα επίκαιρος.
Αιρετικό πνεύμα, ετερόδοξος στοχαστής και κινούμενος πάντα στις παρυφές της κατεστημένης ακαδημαϊκής κοινότητας παρά την εικοσαετή σχεδόν διδασκαλία του στην EHESS, ο Καστοριάδης δεν θα καταστεί ποτέ household name στη διάρκεια της ζωής του –σε μια φίλη που θα του επισημάνει ότι θα μνημονεύεται μεταθανάτια θα απαντήσει: «Κι εγώ από ποιον θα το μάθω; Από τον Αγιο Πέτρο;». Πεθαίνοντας στις 26 Δεκεμβρίου 1997 από τις επιπλοκές μιας εγχείρησης καρδιάς, δεν θα προλάβει να δει τις πολλές μικρές, αλλά επίμονες, ομάδες επιγόνων να διασπείρουν το φιλοσοφικό έργο του από τη Σκανδιναβία ως το Ιράν. Ο επικήδειος του μεγάλου ιστορικού Πιερ Βιντάλ-Νακέ θα τον κατατάξει στη χορεία σταθμών της ευρωπαϊκής διανόησης όπως ο Πίκο ντέλα Μιράντολα, ο Ντιντερό, ο Χέγκελ και ο Μαρξ, εκείνος του κορυφαίου κοινωνιολόγου Εντγκάρ Μορέν θα τον χρίσει «τιτάνα του πνεύματος». Προσωπική του επιθυμία, όπως και έγινε, ήταν να ταφεί «στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς κι ένας δεξιοτέχνης του κλαρίνου να παίξει ένα μοιρολόι».

* Ολες οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Φρανσουά Ντος «Καστοριάδης: μια ζωή» σε μετάφραση Ανδρέα Παππά (εκδ. πόλις).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ