Δεν είναι μόνο ο πόλεμος, όπως αυτός που μαίνεται στη Συρία. Είναι και η φτώχεια, η πείνα, οι επιδημίες. Εφέτος ο παγκόσμιος αριθμός των προσφύγων έχει ξεπεράσει τα 59,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι μισοί βρίσκονται στην Ασία και το 28% στην Αφρική. Τώρα που –πολύ σωστά κατά τα άλλα –στα διεθνή ΜΜΕ κυριαρχούν οι πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή, αυτοί είναι οι πιο ξεχασμένοι πρόσφυγες του πλανήτη.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα προβάλλει σε πρόσφατο ρεπορτάζ του το BBC. Για να σωθούν από την ξηρασία και τον λιμό στην Ανατολική Αφρική χιλιάδες άνθρωποι έχουν καταφύγει στο μεγαλύτερο στρατόπεδο προσφύγων στον κόσμο, το Νταντάμπ στην Κένυα. Βρίσκεται στην άγονη βορειοανατολική περιοχή της χώρας και λειτουργεί τα τελευταία 23 χρόνια κατέχοντας τον διόλου αξιοζήλευτο τίτλο του μεγαλύτερου προσφυγικού καταυλισμού στον κόσμο με 350.000 ανθρώπους.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), το 60% του πληθυσμού εκεί είναι ηλικίας 17 ετών και νεότεροι. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν γνωρίσει ποτέ κανένα άλλο σπίτι. Η πλειονότητα των προσφύγων στο Νταντάμπ προέρχεται από τη Σομαλία έχοντας ξεφύγει από τις παρατεταμένες συγκρούσεις και τις συχνές ξηρασίες. Το ίδιο το στρατόπεδο βρίσκεται μόλις 100 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα Κένυας -Σομαλίας. Πρόσφυγες λένε ότι η ζωή εκεί γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο δύσκολη. Οικογένειες επιβιώνουν με τα ελάχιστα καθώς οργανισμοί αρωγής δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές ανάγκες του κάθε ατόμου –τουλάχιστον 20 λίτρα νερού την ημέρα, αρκετή τροφή, κάποια μορφή στέγασης και τις βασικές υπηρεσίες υγείας. Στα μέσα Ιουνίου η έλλειψη χρηματοδότησης ανάγκασε τις υπηρεσίες βοήθειας να μειώσουν τις μερίδες των τροφίμων κατά 30%.

Οι περικοπές στο φαγητό απειλούν ζωές

Πρόσφυγες λένε ότι οι περικοπές στο σιτηρέσιο κάνουν την ήδη δύσκολη ζωή τους ακόμη πιο επισφαλή. «Πρέπει να βρω άλλους τρόπους για να φροντίσω την οικογένειά μου. Αλλά πώς μπορώ να τους θρέψω όταν είναι αδύνατον να βρω δουλειά;» λέει ο Ονάκ, ένας πρόσφυγας από την Αιθιοπία που ζει 11 χρόνια στο Νταντάμπ με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους.
Ο Τζούμα είναι 23 ετών. Ηρθε στο Νταντάμπ το 2011 για να σωθεί από αυτό που αποκαλεί «εκτεταμένη» βία στο Μπαράκα, στην Ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. «Ηρθα εδώ με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Εχω λάβει κάποια βοήθεια, αλλά δεν είναι αρκετή. Κοιτάξτε το φαγητό που παίρνω σήμερα. Μπορώ να ζήσω με αυτά για δύο εβδομάδες;» ρωτάει.
Με λίγες επιλογές για να κερδίσουν τα προς το ζην ή να σπουδάσουν, οι νεαροί κάτοικοι του Νταντάμπ λένε ότι είναι απογοητευμένοι από την αναγκαστική αργία τους. «Δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις σε αυτό το στρατόπεδο» λέει ο Ονάκ.

Και μειονότητα και φτωχοί και θύματα των συμμοριών

Στην Κένυα οι πρόσφυγες δεν επιτρέπεται να εργάζονται για εισόδημα και μόνο ένας μικρός αριθμός μπορεί να βρει κάποια επικερδή απασχόληση, συνήθως στους οργανισμούς παροχής βοήθειας στα στρατόπεδα. Οικογένειες επιβιώνουν κάνοντας μικρεμπόριο εντός του καταυλισμού. Ο Τζούμα έχει βρει έναν τρόπο για να κερδίζει λίγα χρήματα αλλά διατρέχει σοβαρούς κινδύνους: «Δουλεύω οδηγός σε Boda Boda (μηχανάκι-ταξί). Δεν είναι ασφαλής δουλειά αλλά δεν έχω άλλη επιλογή» λέει.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια η ανασφάλεια κυριαρχεί στο Νταντάμπ. Οι πρόσφυγες διαμαρτύρονται ότι μαστίζονται από ένοπλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων εγκληματικών συμμοριών και φανατικών ισλαμιστών. Ο Μαχμούντ Μοχάμεντ Αλί είναι ένας 30χρονος γλυκομίλητος Σομαλός που έχει ζήσει στο Νταντάμπ για 14 χρόνια. Εφυγε από την πατρίδα του για να γλιτώσει από τις βίαιες συγκρούσεις, αλλά δεν αισθάνεται πλέον ασφαλής ούτε στο Νταντάμπ. «Ζούμε σε ένα κλίμα φόβου. Στην πραγματικότητα δεν τολμάμε ούτε να μιλήσουμε ανοιχτά από τότε που άρχισαν οι ένοπλες επιθέσεις» λέει.
Ο Τζούμα, ο Ονάκ και ο Μαχμούντ αντιπροσωπεύουν αυτό που είναι γνωστό ως «μειονοτικές ομάδες» στον πληθυσμό του Νταντάμπ, αλλά είναι επίσης νέοι, χωρίς δουλειά και εισόδημα –μια κατάσταση που ισχύει για την πλειονότητα των νεαρών κατοίκων του καταυλισμού. Το γεγονός ότι τόσο πολλοί νέοι στα στρατόπεδα δεν έχουν δουλειά ούτε ευκαιρίες για σπουδές έχει συμβάλει στην αύξηση της εγκληματικότητας.
Δυστυχώς για πολλούς η επιστροφή στην πατρίδα δεν είναι επιλογή. Οι περισσότεροι δεν πιστεύουν ότι είναι ασφαλές να γυρίσουν πίσω. Ενα πιλοτικό πρόγραμμα με σκοπό να βοηθήσει τους Σομαλούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με δική τους βούληση έχει μέχρι στιγμής προσελκύσει μόλις 2.000 άτομα.

HeliosPlus