Γιάννης Ξανθούλης
Την Κυριακή έχουμε γάμο
Εκδόσεις Διόπτρα, 2015,
σελ. 376, τιμή 15,50 ευρώ

Ο 68χρονος Γιάννης Ξανθούλης έχει ένα βασικό πρόβλημα τούτη την εποχή. «Μου λείπει το ταξίδι. Αισθάνομαι θυμωμένος όμηρος της οικονομικής ανέχειας· αισθάνομαι, για να σας το πω αλλιώς, σαν τους άγγλους αριστοκράτες που έχουν πύργο αλλά είναι αναγκασμένοι να μένουν στο πλυσταριό… Νοσταλγώ δραματικά την εθνική οδό, μου λείπουν τα βενζινάδικα, τα πάρκινγκ, τα φαγάδικα του δρόμου. Το ταξίδι σαν γεγονός, λοιπόν, με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει πολύ».

Ο ίδιος, καταγόμενος από τον Εβρο, άρχισε να οδηγεί «από μια τρέλα» σε ηλικία 59 ετών. Εφθανε με το αυτοκίνητό του ως την Ορεστιάδα, περνούσε με το λεωφορείο στην Αδριανούπολη («στο Εντίρνε, απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας μου») και από εκεί έφθανε στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, στην Πόλη «των ασεβών μου φόβων», για να θυμηθούμε κι ένα παλαιότερο βιβλίο του. Ενας συγγραφέας όμως κάνει, πέρα από τα πραγματικά, και ταξίδια φανταστικά.
«Το Βήμα» τον συνάντησε στο σπίτι του με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος «Την Κυριακή έχουμε γάμο» (Διόπτρα), ένα κείμενο ιδιαιτέρως προσωπικό, «ένα βιβλίο επιστροφής και αποδόμησης της παιδικής ηλικίας». Και σε αυτό «ταξιδεύω με τρένο. Είναι κάτι που δεν με εγκαταλείπει ποτέ. Τελευταία ζωγραφίζω όλο και περισσότερα τρένα. Είναι ένα αγαπημένο μέσο για μένα, ο παππούς μου εργαζόταν στους πάλαι ποτέ γαλλικούς σιδηροδρόμους. Στα σπίτια όπου μεγάλωσα απ’ έξω περνούσαν πάντα οι γραμμές τους. Τα τρένα υπάρχουν μέσα μου, συναισθηματικά και εικαστικά» ανέφερε και έδειξε τα κάδρα στους τοίχους.
Τριάντα πέντε χρόνια στην πεζογραφία


Τα καράβια πάλι δεν του αρέσουν καθόλου. «Γι’ αυτό άλλωστε οι ήρωές μου δεν επιβιβάζονται ποτέ σε καράβι για να ταξιδέψουν. Σε ένα μόνο καράβι θα ανέβαινα εγώ: στον «Μεγάλο Ανατολικό» του Εμπειρίκου. Κι αυτό για άλλους λόγους» αστειεύτηκε ο Γιάννης Ξανθούλης που σε λίγο καιρό θα κλείσει 35 χρόνια παρουσίας στην πεζογραφία.
Μισό χρόνο του πήρε για να ολοκληρώσει το νέο του βιβλίο, μια καλοκουρδισμένη επίδειξη του γνώριμου λογοτεχνικού του ιδιώματος, πότε εκρηκτικά χαριτωμένη, πότε ανεπαίσθητα μελαγχολική.
Μόνος του, σε ένα χαρτόνι, ζωγράφισε και το εξώφυλλο όπου παρουσιάζονται αυτοί «οι τσαλακωμένοι ήρωες μιας αλησμόνητης οπερέτας».
Ετσι, μας πληροφορεί ο αφηγητής, θα τους χαρακτήριζε ο βασικός πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας ο οποίος «μπορούσε να σε τρελάνει με τον τρόπο που σκεφτόταν». Και αυτόν ακριβώς παρακολουθούμε σε δύο διαφορετικές –πλην συγκλίνουσες –φάσεις της ζωής του. Ενα ταξίδι που έγινε και ένα ταξίδι που δεν έγινε ποτέ (στη μυθοπλασία) συνθέτουν τη βιωματική καταβύθιση στα περασμένα που έκανε (στην πραγματικότητα) ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ολα ξεκινούν από την απόδραση, και όχι την εξαφάνιση, ενός ηλικιωμένου άνδρα. Στο μυαλό τού 73χρονου Ιορδάνη Λεοντίου σφηνώνεται η εμμονή ότι την Κυριακή γίνεται ο γάμος… Και, ασφαλώς, δεν γίνεται να μην παραστεί. Το εξομολογείται στη μικρή του εγγονή Βικτώρια –αυτή έχει γίνει η όψιμη και καλόβολη αποδέκτρια των εξομολογήσεών του –και ακολούθως εξαφανίζεται με μια βαλίτσα στο χέρι. Το πρόβλημα είναι ότι ο γάμος στον οποίο (υποτίθεται ότι) πηγαίνει έχει ήδη γίνει και μάλιστα απρόσμενα.
Ενας γάμος ανάμεσα σε φάρσα και τραγωδία


Πριν από μισό αιώνα και βάλε, το μακρινό 1953, στην «παραμυθένια Μακρινή, λίγα μόνο χιλιόμετρα έξω από την Αλεξανδρούπολη»! Σε εκείνο τον γάμο, όπου γίνεται της τρελής κατά το κοινώς λεγόμενο, έναν γάμο που παλαντζάρει ανάμεσα στη φάρσα και την τραγωδία, όχι μόνο πήγε ο ίδιος (ως Ιορδάνης Μακρής) αλλά έγινε (λόγω των αλλεπάλληλων ανατροπών) και κουμπάρος.
Τότε, όταν ήταν ένα μικρό και παράξενο παιδί, ταξίδεψε με τη μαυροφορεμένη μάνα του, την εξασθενημένη Αννα Ψαθοπούλου η οποία πάθαινε κρίσεις και είχε ξεσπάσματα με φράσεις του τύπου «να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας»…
Σκόπευαν να περάσουν μερικές ανέμελες ημέρες δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην οικογένεια του (συζύγου και πατέρα) Γιώργη Μακρή που συνελήφθη το 1943 από τις γερμανικές κατοχικές αρχές ως «σαμποτέρ ηλεκτρολόγος» και έκτοτε αγνοούταν η τύχη του. Ενας γιος σε «υποθετική ορφάνια» και μια μάνα σε «υποθετικό πένθος» παίζουν εν αγνοία τους σε «μια παρωδία της απουσίας», σ’ έναν τόπο όπου οι λαλέδες, κάτι τεράστια κατακόκκινα λουλούδια, «σκοτώνουν τους γκομενιάρηδες». Μια γυναίκα αυταρχική, η (πεθερά και γιαγιά) Σύρμω Μακρή, την οποία το υπόλοιπο σόι φωνάζει και «Στρατάρχη Παπάγο» λόγω της αστικής της αυστηρότητας, συγκαλύπτει ένα μεγάλο μυστικό.
Το τελευταίο αποκαλύπτεται σε μια ανύποπτη σκηνή όπου πρωταγωνιστούν μερικά πολυκαιρισμένα γράμματα, ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ κι ένα βρακί! «Εχω κι εγώ μια εγγονή που είναι επτά ετών. Αλλά ζει μακριά, στο Τρόντχαϊμ της Νορβηγίας, όπου ζει ο γιος μου, γιατρός το επάγγελμα, με την υπόλοιπη οικογένειά του. Τη χώρα αυτή την ξέρω μονάχα παγωμένη. Πηγαίνω συνήθως τα Χριστούγεννα και με υποδέχονται οι αρκούδες, καταλαβαίνετε. Τώρα που η μικρή μεγάλωσε αρκετά μου είπε «παππού, δεν θέλω παραμύθια, θέλω να μου μιλήσεις για τα παλιά». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό γιατί ο γιος μου δεν με ρωτούσε ποτέ. Εγώ τους δικούς μου, πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τους ρωτούσα συνεχώς. Το θέμα είναι ότι αφηγούνταν τα πάντα με έναν αστείο τρόπο, ακόμη και τα πιο δραματικά περιστατικά. Είχαν μια τάση στην οικογένειά μου να τα κάνουν όλα κωμωδία, να τα κάνουν θέατρο. Οπότε σκέφτομαι ότι αυτό ίσως πέρασε και σε εμένα. Μπορώ να φαντάζομαι και να διηγούμαι τα πιο τραγικά πράγματα με έναν αστείο τρόπο, πράγμα ενίοτε παρεξηγήσιμο από τους επαΐοντες. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος μου και θέλω πάντα να κάνω την κουτσουκέλα οπωσδήποτε!» τόνισε ο Γιάννης Ξανθούλης.
Αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν σε αυτό το βιβλίο; «Οχι απόλυτα. Ο πατέρας μου, ηλεκτρολόγος το επάγγελμα, είχε καταδικαστεί σε θάνατο διά απαγχονισμού στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής και τον χάσαμε για έναν χρόνο. Το 1943 αυτά. Επέζησε όμως και έφτασε τα 97 έτη. Εχω όμως ζήσει κι εγώ τέτοιους ξαφνικούς γάμους. Εχω ζήσει έναν τέτοιον υπέροχο γάμο που έγινε όμως το 1951. Εγώ, θυμάμαι, ήμουν τεσσάρων ετών και κρατούσα τη λαμπάδα. Από δύο ετών θυμάμαι πολύ καλά τα πάντα. Και η καλύτερη αίσθησή μου είναι η όσφρηση, αυτή μου δίνει πολλά ερεθίσματα, αν μυρίσω κάτι δεν το ξεχνώ ποτέ. Εκείνοι οι γάμοι πάντως είχαν πάντα μια λύπη για εμένα, πίστευα ότι γινόντουσαν απλώς για να μου πάρουν κάποια αγαπημένα, κοντινά πρόσωπα» υπογράμμισε ο συγγραφέας.
Αγάπη για τον κινηματογράφο


Η έμπνευση δεν περνάει μονάχα από τη μύτη, περνάει και από τα μάτια. Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι σεσημασμένος σινεφίλ, «καθόλου οπαδός του Γκοντάρ και του Λαρς φον Τρίερ, είμαι απλώς ένας άνθρωπος που αγαπά τη σκοτεινή αίθουσα και καμιά φορά, επειδή ακριβώς κολλάω με ορισμένες ταινίες, όταν γράφω θέλω να της αναπαράγω με τον δικό μου τρόπο».
Αυτή τη φορά η κινηματογραφική του αναφορά είναι «Το Ηλιοτρόπιο» (I girasoli, 1970), μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Βιτόριο ντε Σίκα με τη Σοφία Λόρεν και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
«Στο σπίτι μας δεν υπήρχαν βιβλία. Η μάνα μου λ.χ. έλεγε «δεν χρειαζόμαστε εγκυκλοπαίδεια, θα πάθεις κήλη». Το έλεγε γιατί τότε είχε κυκλοφορήσει η πολύτομη και ασήκωτη εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού». Βιβλία έβρισκα από τους συμμαθητές μου, παιδιά δικηγόρων και γιατρών, που είχαν βιβλιοθήκες στα σπίτια τους. Η Αλεξανδρούπολη ήταν τότε μια αστική πόλη και κατόπιν υπαλληλική. Μεγάλωσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Από μικρός όμως αγαπούσα πάρα πολύ το θέατρο. Στο σχολείο άρχισα να επινοώ και να γράφω τα πρώτα μου σκετσάκια. Η μάνα μου έλεγε «o κόσμος πηγαίνει στο θέατρο και τα αφήνει όλα εκεί, εμείς τα φέρνουμε και στο σπίτι μας». Επειτα δούλεψα και στα θέατρα, όπως γνωρίζετε. Με ενδιέφερε πολύ όμως και ο κινηματογράφος. Εγώ, λόγω ακριβώς του επαγγέλματος του πατέρα μου, είχα πρόσβαση σε όλες τις κινηματογραφικές προβολές, κατάλληλες και ακατάλληλες. Λέγανε «παιδί είναι, δεν καταλαβαίνει». Ηταν τότε που το ακατάλληλο έργο το έλεγαν «ρεαλιστικό» και όποτε το έβλεπα αυτό ήμουν σίγουρος ότι ακολουθεί κομπινεζόν· ο ρεαλισμός για εμένα ταυτίστηκε από νωρίς με το κομπινεζόν. Στη συνέχεια, ως φαίνεται, μπλέχτηκαν όλα αυτά μέσα μου» συνέχισε ο ίδιος.

Η δεκαετία του 1950


Του επισημάναμε ότι στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του κυριαρχεί η δεκαετία του 1950. Γιατί άραγε; «Εχετε δίκιο. Η δεκαετία του 1950 υποτίθεται ότι ήταν μια αθώα εποχή για την Ελλάδα. Ετσι νομίζαμε… Πέρα όμως από τα ιστορικά ή και τα πολιτικά που συνιστούν ένα φόντο στα βιβλία μου, το θέμα με εμένα είναι άλλο: πίστευα ότι ήμουν ένα ιδιαιτέρως χαρισματικό παιδί, πίστευα ότι μου ανήκει ο τίτλος του αξιαγάπητου, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι κάποιος δεν με αγαπά, και το πρόβλημα είναι ότι μάλλον υπήρξα ένα κατά φαντασίαν ευτυχισμένο παιδί. Απαιτούσα το μάξιμουμ της αγάπης και γι’ αυτό υπέφερα όταν έπαιρνα κάτι λιγότερο. Αυτό συνέβαινε συνήθως και με έκανε τις περισσότερες φορές δυστυχισμένο. Ηταν, ασφαλώς, μια προσγείωση στη λογική. Μια λογική που όμως δεν αποδεχόμουν. Εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο εκτεθειμένος ήμουν στον κόσμο των παρανοήσεων που έχει ένα παιδί. Επειτα μου ήρθε μια τρέλα στην εφηβεία. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για αυτό. Δεν μπορούσα να συνηθίσω το γεγονός ότι μεγάλωνα. Ηθελα πάση θυσία να το καθυστερήσω. Το έβλεπα σαν την πλήρη καταστροφή μου. Δύο φορές, που λέτε, σοκαρίστηκα: στην εφηβεία μου και τώρα με τη φοβερή ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα σιχαίνομαι όλα αυτά τα μαραφέτια».
«Ολα αυτά τα μαραφέτια». Μήπως νοσταλγεί την εποχή εκείνη; «Οχι, καθόλου. Μολονότι ήμουν μοναχοπαίδι και μοναχογιός, δεν τα πήγαινα καλά με τους γονείς μου. Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν το παιδί που θα θέλανε. Ούτε καλός μαθητής ήμουν. Ημουν συνεχώς αφηρημένος και γενικώς αλλού. Δεν ξέρω, ίσως να νοσταλγούσα το μέλλον μου, ένα μέλλον που δεν μπορούσα ούτε να το προσδιορίσω ούτε να το καθορίσω ακόμη. Τι να πω; Ισως να υπάρχει ένας συνεχής απολογισμός στη νεότητά μας. Και παρότι ξέρω ότι αυτός ο απολογισμός κατά βάθος με εξοργίζει, να που παρασύρομαι ξανά, φαίνεται ότι υπάρχει και μια νομοτέλεια σε αυτή την αντίφαση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ